Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
[Ο θείος Παναγιώτης]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη

Ήμουν ανέκαθεν ένα πολύ ευαίσθητο κορίτσι, οι πίκρες, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες συνέτειναν και έπεσα βαρειά άρρωστη τον Νοέμβριο. Γιατρούς δεν είχαμε ούτε φάρμακα. Ήλθε ένας γιατρός ξένος, δυστυχώς έκαμε κακή διάγνωση και κόντεψα να πεθάνω. Είχα κοιλιακό τύφο και περιπνευμονία, είδε μόνον την πνευμονία και με τα πολλά ζεστά έπαθα εσωτερική αιμορραγία. Με μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων. Το ίδιο βράδυ ήλθε ο θείος Παναγιώτης Πετρίδης, γαμπρός της μαμάς. Είδε τα χάλια μου και παρ’ όλη την απαγόρευση της κυκλοφορίας –είχε μάθει για κάποιον Στρατιωτικόν Ιατρόν– έφυγε αμέσως για τον Σταθμό να πάη να τον φέρη. Πράγματι ύστερα από λίγες ώρες ήλθε ο γιατρός Αλευρίδης. Ήταν ένας εξαιρετικός επιστήμων. Μόλις με εξέτασε, έκαμε τον Σταυρό του. «Κύριε, Κύριε ελέησόν με» είπε, «ποιος σας είπε να τυλίξετε το παιδί μες τα ζεστά; η πνευμονία είναι ασήμαντη, φέρτε μου αμέσως πάγο και πετσέτες». Ευτυχώς εκείνην την εποχή παντού υπήρχε πάγος. Βγάζει τα ζεστά μπουκάλια και όπως ήμουν ιδρωμένη με τυλίγει σε παγωμένες πετσέτες. Είχα 40 και άνω πυρετό, παρ’ όλα αυτά αισθανόμουν κάθε κίνηση γύρω μου. Είπα στον γιατρό: «Γιατρέ αυτό που κάνετε σε μέναν αν το κάμνατε σε γερόν άνθρωπο ασφαλώς θα πούντιαζε πάνω σε τόσον ιδρώτα». «Και βέβαια, είπε ο γιατρός, αλλά τώρα θα γίνης καλά».
    Ο θείος Παναγιώτης ερχόταν κάθε μέρα να με δη. Έχω μια μικρή Εικόνα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, την είχαν χαρίσει της γιαγιάς μου και την είχα σώσει εγώ από τη φωτιά μαζί με άλλες. Την είχα πάντα επάνω στο στήθος μου. Όταν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, ο θείος την έπαιρνε με συγκίνηση και μια μέρα έκαμε σαν αγίασμα, βούτηξε την Εικόνα στο νερό και μου ’δωσε να πιω. Απ’ την ίδια νύχτα πήρα το καλύτερο. Ύστερα από λίγες μέρες μάς διηγήθηκε πώς συνέβη κι από άθεος που ήταν σε μια μέρα ένοιωσε την δύναμη και την χάρι του Θεού. Ήταν νέος, δυναμικός χαρακτήρ, δεν πίστευε τίποτα εξόν από την ικανότητα του ατόμου. Εκείνην την εποχή συνήθιζαν να προσκαλούν ψυχές των αγαπημένων τους διά μέσου μέντιουμ. Ο θείος από περιέργεια ή για να χλευάση περισσότερο, δέχθηκε να παρευρεθή σε μια τέτοια συγκέντρωση. Ήταν ο γιατρός Ξενίδης, ο θείος Κωστής, αδελφός της μαμάς που πάσχιζε να βρη το αεικίνητο, ο φαρμακοποιός Προυσαλόγλου και άλλοι. Όταν όλα ετοιμάσθηκαν, έσβησαν τα φώτα. Για μέντιουμ είχαν ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που μόνον λίγα Ελληνικά ήξερε. Σε λίγο το κορίτσι άρχισε να γράφει. «Είμαι εγώ ένας πρώην υπηρέτης του Παναγιώτη Καρασούλ, ειδοποιείστε την κ. Φιλαρέτη στην Πόλη να φύγη αμέσως στην Γαλλία. Ο Παναγιώτης είναι στο τάδε ξενοδοχείο βαρειά άρρωστος, να προφθάση να τον πάη σε Νοσοκομείο, γιατί εκεί θα πεθάνη». Εκεί σταμάτησε, ήλθαν άλλες ψυχές, ο καθένας ρωτούσε για τα δικά του. Και σε μια στιγμή στο δωμάτιο απλώθηκε μια παγωνιά και το μέντιουμ άρχισε να τουρτουρίζει. Τρόμαξαν οι περισσότεροι και είπαν να σταματήσουν, ο θείος δεν ήθελε να σταματήσουν και το κορίτσι άρχισε να γράφει δύο λέξεις σε τρεις γλώσσες. Σκύψαν να δουν και διάβασαν «Παύλος Απόστολος». Ταραγμένοι όλοι δεν έβγαλαν άχνα. Ο θείος πιο θαρραλέος έκαμε μια ερώτηση. «Πώς άγιε Απόστολε να κερδίσουμε την αιωνιότητα;» και το μέντιουμ έγραψε πάλι σε τρεις γλώσσες τρεις φορές «Διαβάστε τις Επιστολές μου». Όλοι σηκώθηκαν συγκινημένοι και ο θείος κλονισμένος στον αθεϊσμό του.
    Από τότε πολλά περιστατικά τού έδωσαν να καταλάβη την ύπαρξη του Θεού και μάλιστα όταν ειδοποιήθηκε η κ. Φιλαρέτη και πήγε στην Γαλλία και ηύρε τω όντι τον θείο στα χάλια του και με την φροντίδα της εσώθη, τότε πλέον όχι μόνον επίστευσε, αλλά έγινε αργότερα ο καλύτερος Χριστιανός. Έλεγε συχνά, αν ήξερα πως θα είχα στους κόλπους του Χριστού μια θέση τώρα να φύγω, τώρα, τώρα, έλεγε.
    Ο Απόστολος Παύλος απ’ εκεί που ήταν έσωσε ακόμα μια ψυχή, μια διάνοια μπορεί να πη κανείς. Ήταν ο καλύτερος δικηγόρος της Αγκύρας και στις ημέρες της σφαγής και της εξορίας, ο Κεμάλ εθεώρησε τον μόνον ικανόν και τον εγύρισε απ’ την εξορία του και του ανέθεσε την υπεράσπιση των θανατοποινητών. Του είπε «έχω διαβάσει τα πρακτικά από τις δίκες σου και έβγαλα το συμπέρασμα πως είσαι άξιος της τιμής που σου κάνω. Εγώ θα τους δικάσω εις θάνατο, εσύ θα σώσεις όσους μπορείς, αναλαμβάνεις;»
    Δέχθηκε ο θείος και την εποχή εκείνη, την μια μέρα εικοσιοχτώ, την άλλη τριάντα που κρέμαγε ο Κεμάλ, Χριστιανούς και τούρκους, χωρίς εξαίρεση. Ο θείος έσωσε εκατοντάδες ανθρώπους.
    Κάποτε στα παλιά χρόνια έχασε άδικα μια δίκη. Είχαν δωροδοκήσει τον δικαστή. Τι να κάνη, έβαλε τις καμπάνες των Εκκλησιών να χτυπούν συνέχεια ώσπου παραξενεύθηκαν οι τούρκοι. Μα τι έχουν οι ραγιάδες και χτυπούν λυπητερά τις καμπάνες τους; ρώτησαν και έμαθαν πως ο δικηγόρος τούς είχε βάλει. Τον καλούν και ρωτούνε: «Τι τρέχει; ποιος σάς πέθανε;» Εκείνος λέει: «Εφέντημ χακ ιολντού, Αλλάχ Αλλάχ χακ ιολούρμη λένε;»1 Τους διηγήθηκε όλην την ιστορία. Έκαμαν αναθεώρηση της δίκης, άλλαξαν δικαστή και την δίκη την κέρδισε. Σε μια άλλη δίκη ο αντίπαλός του είπε στο δικαστήριο. «Σαν και σένα έχω πολλούς στην τσέπη μου». Ήταν κοντός. Δεν χάνει αυτός καιρό, βγάζει το παπούτσι του και του το πετάει: «Για δοκίμασε φίλε, ούτε το παπούτσι μου δε χωράει στην τσέπη σου, βλέπεις; ψεύδεσαι». Ξεσπά το ακροατήριο σε χειροκροτήματα, κερδίζει την δίκη. Η φωνή του, τα λόγια του δεν φεύγουν από το νου μου, βλέπετε σ’ αυτόν χρωστάω ότι ζω και μια παροιμία του που την θυμάμαι.
 
    Τέμε μεζνούνε ντελή
    ναζάρ αγλέ χαλκά
    χέρκεζ χερ κιονό ντελή
 
    Μην λες τον τρελλό, τρελλό
    ρίξε μια ματιά στον κόσμο
    κάθε ένας είνε ειδών ειδών τρελλός.
 
Ο θείος Παναγιώτης είχε δύο σπίτια και ένα ωραίο αμπέλι (Παναγιώτ’ εφέντηνην παγγί), όπου εργαζόταν τις ελεύθερες ώρες του τόσο σκληρά. Έκοβε βράχους και τους μετέφερνε και δημιούργησε μια γωνία σαν όαση. Μες τη μέση λίμνη, γύρω καρποφόρα δένδρα και σκεπάζοντας με τεχνητό βράχο τον βορρά δημιούργησε μια κατάλληλη ατμόσφαιρα και φύτεψε φράουλα που στην Άγκυρα ποτέ δεν ευδοκιμεί και μ’ ένα καλάθι τακτικά τα πήγαινε στον Κεμάλ. Τα αμπέλια μας ως κτίρια και ως αμπέλια ήσαν εξαιρετικά. Αφού ο Κεμάλ όταν ήλθε και τα είδε, λένε πως τηλεγράφησε στον ομογάλακτο αδελφό του στο Σιβάζ «Κελ Αγκαραγιά παγλαρινή κορ».2 Στο αμπέλι των Σισμάνογλου εκάθησε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
    
Η γιαγιά μου η Σοφία ήταν κόρη της αδελφής του Ι. Σισμάνογλου, της Χατζή Κυριακής και η μαμά μου φέρνει το όνομα της γιαγιάς της. Μας είχε διηγηθή ένα γεγονός της οικογένειάς της. Είχαν ορφανέψει οι (Σισμάνογλου) και μεγάλωσαν κοντά στην αδελφή τους, στην προμάμμη μου. Όταν έφθασε σε μια ηλικία, σηκώθηκε να φύγη για την Πόλη. Η αδελφή του τον συμβούλευε να μην πάη στα ξένα και μάλιστα του είπε: «Στα ξένα παιδί μου εμάς Καζτεγιή πιζλερί κουμεσέ κολλάρ».3 Κι αυτό σ’ ένα γράμμα μου στον τελευταίο Σισμάνογλου το είχα γράψει, όταν η μαμά και οι θείες μου πήγαν να τον επισκεφθούν στο σπίτι του.
    Πήγε λοιπόν στην Πόλη και σε λίγο καιρό έγινε πασίγνωστος. Εκείνο που τον ανέδειξε ήταν τα χαρτιά. Έπαιζε, λέγαν, τόσο επιδέξια, ώστε έφθασεν μέχρι στα αυτιά του Σουλτάν Χαμίτ που ’ταν μανιώδης παίχτης. Τον ζήτησε στο Σεράι. Έπαιζαν ταχτικά και έκαμε μεγάλη περιουσία. Έγραψε στην αδελφή του: «είδες αδελφή, ποιος ποιόνε έβαλε στο κουμάσι;»· της έστελνε ταχτικά λεφτά. Πανδρεύθηκε και έκαμε τρία αγόρια και είχε την ατυχία να χάση την γυναίκα του. Ξαναπανδρεύθηκε, χάριν των παιδιών του, μια φτωχειά κοπέλλα απ’ την Πόλη. Αλλ’ αυτή δεν στάθηκε στο ύψος της, ύστερα από τόσα καλά και αγαθά τον πρόδωσε. Τα αγόρια ήσαν αρκετά μεγάλα και μια μέρα πήραν τον πατέρα τους μ’ ένα κλειστό αμάξι και τον πήγαν να βεβαιωθή. Την είδε με τα μάτια του και για να μην γίνη σκάνδαλο, της πήρε στα περίχωρα της πόλης μια βίλλα, της άφησε ένα εισόδημα και την έδιωξε. Από τα παιδιά του κανένας δεν πανδρεύθηκε. Η συμπεριφορά της μητριάς τους είχε φοβερή επίδραση στην ψυχή τους.
    Με τον Χαμίτ πήγαινε μια χαρά, αλλά ήξερε και τον αψύ του χαρακτήρα. Δεν του είχε πολύ εμπιστοσύνη. Πολλές φορές είχε δη ένα κτύπημα με το χέρι επάνω στην ταπακέρα του. Αυτό εσήμαινε την εις θάνατον καταδίκην του ανθρώπου που συζητούσε χωρίς αυτός να ξέρη τη σημασία του. Και μια μέρα πήρε τα παιδιά του κρυφά, αφού έκλεισε στο σπίτι του 14.000 ρούβλια, και έφυγε για την Αγγλία. Κάποτε μετά την πτώσι του Χαμίτ γύρισε ο Ι. Σισμάνογλου στην Πόλη και τα ρούβλια που ’χε αφήσει σπίτι του είχαν πολλαπλασιασθή. Στην Αγγλία άνοιξε Τράπεζα και έφθασε εκεί που έφθασε ο μεγάλος Ευεργέτης ο Σισμάνογλου. Εκεί αρρώστησε και νά γιατί παντού χτίσανε τα παιδιά του Νοσοκομεία, όπως και στα Μελίσια. Το Σισμανόγλειον είναι εις μνήμην του πατέρα τους.
    Ενώ ακόμα ήταν με τον Σουλτάν Χαμίτ, είχε γράψει στον παππού μου Αναστάς Πεστιμαλτζόγλου, γαμβρό της αδελφής του, να στείλη απ’ τα αμπέλια τους Μαλάτια αρμουτού αχλάδια για δώρο στον Σουλτάνο. Και εκείνος έστειλε ένα κοφίνι που το γέμισαν μόνο πέντε αχλάδια (απίδια). Τα πρόσφερε στον Σουλτάνο και είχε κάμει μεγάλη εντύπωσι. Στου παππού μου Καρασούλ το αμπέλι, όταν γεννήθηκε ο πατέρας μου το 1858, στο Κεισουρέν, σ’ ένα κτήμα 80 στρεμμάτων, είχε κτίσει ο παππούς ένα ωραίο δίπατο σπίτι και είχε ξοδέψει εκείνη την εποχή χίλιες οκτακόσιες χρυσ. λίρες. Είχε πολλά καρποφόρα δένδρα. Αργότερα ο πατέρας μου, κατά καιρούς, είχε εμβολιάσει δύο χιλιάδες δένδρα. Λοιπόν μόλις τα επίταξαν για τον ιδιαίτερο γραμματέα του Κεμάλ τον πρώτο καιρό, έκοψαν τα καρποφόρα δένδρα. Διακόσια αμάξια ξύλα για κάψιμο κατέβασαν στην Χώρα. Ο Κεμάλ ήξερε την αξία τους για να γράψη στον αδελφό του νά ’ρθη να δη τ’ αμπέλια, οι άλλοι όμως; Έτσι καταστράφησαν οι περιουσίες των Χριστιανών χωρίς να τις χαρούνε και οι ίδιοι.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Αφέντη το δίκαιο πέθανε, Θεέ, Θεέ, το δίκαιο πεθαίνει;
 
2. Έλα στην Άγκυρα να δης τα αμπέλια τους.
 
3. Για πάπια στο κουμάσι βάζουν.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)