Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
[Οι Βενιζελικοί κτυπήθηκαν με τους Βασιλικούς. Πλημμύρα]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη

Στις οκτώ ημέρες του γάμου μας οι κουμπάροι μάς κάλεσαν στο τραπέζι. Εγώ και ο Κυριάκος κατεβήκαμε στο Μοναστηράκι και προχωρήσαμε προς την οδό Ερμού, να πάρωμε το τραμ των 10, ν’ ανέβουμε Χαριλάου Τρικούπη, όπου ήταν το σπίτι της κουμπάρας μου. Φθάνοντας στη μέση της οδού Ερμού ακούμε πιστολιές, φωνές, φασαρίας απ’ την μεριά του Συντάγματος. Σταματούμε, καρφώθηκαν τα πόδια μου στη γη, φύγε του λέω του Κυριάκου, φύγε να σωθής, νομίζοντας, όπως στην Τουρκία, πως ο κίνδυνος είναι περισσότερο για τους άνδρες. Κάνει δέκα βήματα και γυρίζει πίσω. «Εδώ ο κίνδυνος είναι για όλους ίσα, έλα πάμε πίσω». Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας, γινόταν ολόκληρη μάχη. Είδαμε ανθρώπους που ’τρεχαν σκονισμένοι, αλαφιασμένοι, γυρίστε πίσω, σκοτώνονται, μας είπαν. Τι ήταν; δεν ξέραμε, φθάνομε στο τραίνο, μπαίνομε. Ανάμεσα Μοναστηράκι και Φαλήρου, πυροβολούν το τραίνο. Δόξα τω Θεώ, σώοι φθάνομε στο σπίτι.
    Την άλλη μέρα μάθαμε απ’ τις εφημερίδες ότι είχαν συγκέντρωση οι Βενιζελικοί και κτυπήθηκαν με τους Βασιλικούς. Νεκροί και τραυματίαι ήσαν 74, αν ψάξουν την χρονολογία θα βρουν ασφαλώς τα γεγονότα, 10/6/23. Την άλλη μέρα ήλθε ο Κουμπάρος, μάθανε τα γεγονότα και ανησύχησαν, βλέπετε τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο να συνεννοηθούμε! Πήγαμε την επομένη Κυριακή, μας πήγαν στου Μουρούζη στο περιβόητο τότε κέντρον των Αθηνών, περάσαμε πολύ καλά και όταν γυρίσαμε σπίτι τους, είδα πάνω στο τραπέζι του δωματίου μερικά υφάσματα για ράψιμο. Είχα τόση υποχρέωση σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Είπα: «μην τα δώσης πουθενά, θά ’λθω εγώ να τα ράψουμε». Την άλλη μέρα πήγα, έκοψα, έκαμα πρόβα και τα πήρα μαζί μου, να τα τελειώσω στο σπίτι. Έρραψα σχεδόν μία εβδομάδα και όσα τελείωσα, τα πήγα το βράδυ. Ο καιρός χάλασε, μόλις ήλθε ο Χαράλαμπος μας είπε, «θά ’λθη μια μπόρα μεγάλη φαίνεται, ξαδελφούλα, μη φύγης». Εγώ επέμενα να φύγω: «πώς θα ξέρουν πως έμεινα εδώ; θα ανησυχούν». Μου ’δωσε μια ομπρέλα η κουμπάρα μου, έφυγε. Μόλις πρόλαβα το τραίνο στο Μοναστηράκι, θαρρείς άνοιξαν οι βρύσες του Ουρανού, άρχισε ένα κατακλυσμός χωρίς προηγούμενο. Στην Αθήνα μόνη μου, πέντε δέκα φορές θα είχα ανεβή. Το τραίνο το ’παιρνα απ’ το Φάληρο, κατεβαίνοντας τα σκαλιά της Καστέλλας, και το ίδιο στην επιστροφή, κατέβαινα Φάληρο. Σταμάτησε το τραίνο, σκοτάδι παντού, βροντές, αστραπές και καταρρακτώδης βροχή συνεχιζόταν. Δεν μπορούσες να δης γύρω σου. Με σχεδόν κλειστά μάτια κατέβηκα νομίζοντας πως έφθασα στο Φάληρο. Κυττάζω γύρω μου, ερημιά, δεν είναι κανείς, ούτε ένα φως. Κατάλαβα, έκαμα λάθος στον σταθμό· αλλά πού είμαι; η ομπρέλα δεν κρατιόταν σε όποια πλευρά και αν εγύριζα, τι να κάνω; Θεέ μου τι ήταν αυτό πάλι. Μια περιπέτεια απ’ τα άγραφα. Δεν έβλεπα ούτε δρόμο ούτε σπίτι ούτε ψυχή. Στάθηκα λίγο ακίνητη· πέρασαν δύο τραίνα, κανένα δεν σταμάτησε. Έκαμα τον Σταυρό μου. «Χριστούλη μου, από τόσα μας έσωσες, δώσμου το χέρι Σου Χριστέ και οδήγησέ με». Δεν φοβόμουν, πάντα στον κίνδυνο ήμουν θαρραλέα, πιστεύω ακράδαντα στην βοήθεια του Χριστού. Άρχισα να προχωρώ. Έψαχνα τη γη που θα πατούσα με τα χέρια μου, και μετά έβαζα το πόδι μου, καταλαβαίνετε; μόνον στο φως της αστραπής έβλεπα μια ματιά πού είμαι. Ήμουν κοντά στις γραμμές του τραίνου· το κατάλαβα. Είχα γίνει παπί, τα ρούχα μου είχαν κολλήσει επάνω μου σαν να ’χα βγη από την θάλασσα. Οι βροντές, οι αστραπές η μια πίσω απ’ την άλλη συνεχιζόταν. Κι’ απ’ την άλλη μου πλευρά πανύψηλα πεύκα βούιζαν απ’ τον αέρα και κτυπιόντουσαν σαν να ’χαν λυσσάξη. Γύρω μου η γης ήταν πλέον σαν ένα ποτάμι· τα νερά ανέβηκαν ως την μισή γάμπα μου και εγώ προχωρούσα, προχωρούσα με τα τέσσερα στο σκοτάδι. Δεν ήξερα αν είχε τέρμα αυτός ο δρόμος. Σηκώθηκα όρθια, είχα κουρασθή. Έλα Χριστέ μου, δώσμου κάποιο φως, πού πάω; μη μ’ αφήνης μόνη, βοήθα με.
    Εκείνην την ώρα, είδα, άνοιξε ο Ουρανός πέρα για πέρα και μια φοβερή βροντή συγκλόνισε την γη ολόκληρη. Θεέ και Κύριε, βγήκε απ’ το στόμα μου, σαν να είνε Δευτέρα Παρουσία. Και την ίδια στιγμή άκουσα μια βαρειά φωνή: «Ποιος είναι στις γραμμές; μην προχωρής, θα καής, έρχομαι». Σταμάτησα, γύρισα γύρω γύρω, μακρυά πολύ μακρυά μου, είδα ένα κλεπτοφάναρο να φέγγη και ένας άνδρας με μουσαμαδιά ερχόταν. Χάρηκα, επιτέλους θα μάθαινα πού είμαι. Ήλθε κοντά μου και έκαμε το Σταυρό του μόλις με είδε· «τι γυρεύεις κοπέλλα μου με τέτοιον καιρό εδώ, πώς βρέθηκες; του είπα πως ήθελα να κατέβω στο Φάληρο και πώς κατέβηκα εδώ δεν το κατάλαβα. Μου εξήγησε ο άνθρωπος πως κάθε τρεις ώρες το τραίνο κάνει στάση στο Μοσχάτο, «ένεκα της βροχής έκαμες λάθος στο σταθμό. Τώρα γύρισε πίσω, να φθάσης στη γέφυρα, να περάσης απ’ τις σκάλες προς την αντίθετη μεριά, να πάρης τις γραμμές του τραίνου, πρόσεξε τα ακάλυπτα μέρη της γραμμής, και μετά μια ώρα θα φθάσης στο Φάληρο. Εγώ είμαι κλειδούχος, είπε, εδώ ούτε υπάρχει μέρος να φυλαχθής από την βροχή, γύρισε πίσω». Επιτέλους έφθασε η βοήθεια του Θεού. Χωρίς αυτόν δεν ξέρω τι θα μπορούσε να συμβή.
    Γύρισα όπως ήλθα, με τον ίδιο τρόπο, πίσω, στη γέφυρα, ο Θεός να την κάνη γέφυρα, καμμιά εικοσαριά πέτρινες σκάλες και μετά ένα σανίδωμα σε άθλια κατάσταση. Με το πρώτο βήμα μου το πόδι μου χώθηκε σε μια τρύπα. Από κάτω πέρναγε το τραίνο. Στην ανταύγεια των φώτων του πρόσεξα τα χάλια της γέφυρας. Όχι, δεν μπορούσα και εδώ να περπατήσω χωρίς φόβο. Άρχισα πάλι με τα χέρια να ψηλαφίζω την γη. Έφθασα και κατέβηκα τις σκάλες. Δόξασα τον Θεόν.
    Η βροχή αντί να ξεθυμάνη όλο και δυνάμωνε, οι αστραπές η μία πίσω απ’ την άλλη έφεγγαν λίγο και περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα να φθάσω στον σταθμό όπου θα ’βρισκα κανένα μόνιππο να πάω σπίτι όπου θα ανησυχούσαν. Φθάνω κάποια ώρα στο Φάληρο. Σταμάτησε ένα τραίνο και στο λίγο φως του σταθμού βλέπω τον Κυριάκο με δυο ομπρέλλες στο χέρι, ψάχνει να με βρη. Περιμένω να φύγη το τραίνο και τον κτυπώ στην πλάτη, γυρίζει τι να δη! τα χάνει!: «πώς είσαι έτσι; από πού έρχεσαι; τι έπαθες;», μου λέει. «Δεν είναι καιρός, πάρε ένα αμάξι να φύγουμε και θα μάθεις», του είπα. Φθάνουμε στο σπίτι. Είχα φύγει στις οκτώ απ’ την Αθήνα και έφθασα στο σπίτι δώδεκα παρά τέταρτο. Έκαμα ένα ζεστό μπάνιο και ως το πρωί δεν έκλεισα μάτι.
    Την άλλη μέρα οι εφημερίδες βούιζαν. Η θύελλα εκείνη είχε κάνει μεγάλες καταστροφές. Είχε ξεχειλίσει ο Ιλισσός, είχε παρασύρει στην ορμή του επιβατικό αυτοκίνητο, στην Ιερά οδό. 22 (εικοσιδύο) άτομα επνίγησαν, είχε κρημνήσει την γέφυρα του Ν. Φαλήρου, είχε ξηλώσει τις γραμμές του τραμ του Φαλήρου. Όσο για πλημμύρες σπιτιών και καταστημάτων, ήσαν αναρίθμητες. Όταν τα διάβασα, τότε φοβήθηκα. Και εγώ μόνη σ’ αυτήν την κόλασι γυρόφερνα, μες τις αστραπές και βροντές σε άγνωστα μέρη, με τον θάνατον σιμά μου: Πώς να μην πω: «και αν βρεθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Συ μετ’ εμού ει». Όταν ζήση κανείς και περάσει τέτοιες τρικυμίες και αισθάνεται κάποια αόρατη δύναμι κοντά Του, αδιάρρηκτα δένεται μαζί της. Αυτό το ξέρω πολύ καλά εγώ.
    Οι κουμπάροι μας όταν έμαθαν το πάθημά μου είπαν· «μα τι έχουμε μαζύ και σας δημιουργούμε λαχτάρες χωρίς να το θέλουμε;» «Δεν είναι από σας, τους είπα, είναι η μοίρα των ανθρώπων. Σαν δεν πονάς, σαν δεν υποφέρεις πώς θα νοιώσης τη ζωή;» Ήθελαν να πάνε στην Κέρκυρα, στην πατρίδα της Κουμπάρας μου για παραθερισμό και ζήτησαν να πάρουν μαζύ τους και την Κωνσταντία. Πήγαν, περνούσαν πολύ καλά, μας έγραφαν. Και γίνεται ο βομβαρδισμός της Κερκύρας από τους Ιταλούς το 1923, 7ο μήνα, φοβήθηκαν, αρρώστησαν και γύρισαν πίσω.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)