Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[Οι εκλογές του ’52]
Αθανασίου Κυριάκος

Μια μέρα του 1952 βρήκε μαζεμένο σχεδόν όλο το χωριό στο σχολείο του χωριού. Ήταν μέρα εκλογών. Οι εκλογές του ’52.
    Καθώς βάζω τώρα σε κάποια τάξη τις σκόρπιες εικόνες του μυαλού μου, καταλαβαίνω πως είναι οι περίφημες εκλογές που στις τάξεις των μελών του παράνομου ΚΚΕ πέρασε το μήνυμα «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας».
    Αυτό, βέβαια, εγώ τότε το αγνοούσα. Και, παρά τα πέντε μου χρόνια, είχα κάνει την επιλογή μου.
    – Παπάγος.
    – Μαμά, εγώ θα ψηφίσω Παπάγο. Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε. Δεν θυμάμαι αν ψήφισε καν, κάτι που είναι σίγουρο, μια και οι γυναίκες απέκτησαν τέτοιο δικαίωμα αργότερα.
    Μου αρέσει η στολή του Παπάγου, το στυλ, η κορμοστασιά. Όλες οι φωτογραφίες τον δείχνουν ατσαλάκωτο, ευθυτενή, να κοιτάζει με σοβαρότητα μακριά, στο μέλλον.
    Μου θυμίζει τον άλλο ατσαλάκωτο και ευθυτενή. Που φοράει την ίδια περίπου στολή. Αυτόν που τον ξέρω καλά γιατί η φωτογραφία του βρίσκεται παντού, στο σχολείο, στο γραφείο της κοινότητας, στα καφενεία:
    Η Α.Μ. Παύλος, Βασιλεύς των Ελλήνων. Και τι όμορφη που είναι και η βασίλισσα και τα παιδιά τους!
    Αυτούς θα τους δω σύντομα, από κοντά. Έτσι φευγαλέα, για μια στιγμή, όταν ήρθαν για να εγκαινιάσουν τον ερχομό του νερού στο χωριό.
    Μεγάλο Πανηγύρι!
    Το χωριό δεν είχε ποτέ νερό. Παρ’ όλο που η βροχή, μα και τα χιόνια δεν μας έλειπαν. Μερικές δεξαμενές, όπως κάνανε πάντα οι άνθρωποι στα νησιά, θα είχαν λύσει το πρόβλημα. Στα μέρη μας όμως, ο χώρος που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για δεξαμενή ήταν πιασμένος από το πατητήρι. Ένα είδος στέρνας δηλαδή, που υπήρχε σχεδόν σε κάθε σπίτι και χρησίμευε για το πάτημα των σταφυλιών. Με μικρές προσαρμογές θα μπορούσε να χρησιμέψει άνετα για τη συλλογή και αποθήκευση 2-3 κυβικών νερού από τα κεραμίδια. Κάτι που θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα του νερού για τους καλοκαιρινούς, τουλάχιστον, μήνες.
    Αντί γι’ αυτό, το πρόβλημα του νερού το είχαν λυμένο με διαφορετικό τρόπο: απέφευγαν την πολύ χρήση! Για μεν τις τουαλέτες δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου νερό (γιατί τι νερό να χρειάζεται μια τρύπα στο χώμα που είναι σκεπασμένη με πέντε σανίδες), ενώ για την ατομική καθαριότητα, έφτανε ένα τάσι με νερό για πλύσιμο του προσώπου το πρωί!
    Γι’ αυτό, όταν η γιαγιά μου η Αρμένισσα έβαλε κάποια στιγμή την τενεκεδένια σκάφη που είχαμε στη μέση του δωματίου για να κάνει το μπάνιο της, μαζεύτηκαν πολλές από τις γειτόνισσες να δουν το περίεργο θέαμα από το παράθυρο.
    – Ελάτε. Η πλιάκα κάνει μπάνιο!
    Με νερό που είχε κουβαληθεί με το μουλάρι, σε ξύλινα βαρελάκια, μια ώρα δρόμο, που το είχε πληρώσει χρυσό η μάνα μου.
    Σκέφτομαι, πόσα χρωστάω σ’ αυτές τις δύο γυναίκες, που δεν ταυτίστηκαν ποτέ με τη σκληρή, τη σπαρτιατική παράδοση του χωριού.
    – Μας έλουζαν στη σκάφη σχεδόν κάθε δεκαπέντε μέρες. Ήταν μια βασανιστική, πολλές φορές, διαδικασία για μας τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν η σαπουνάδα από το πράσινο σαπούνι έμπαινε στα μάτια. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Αυτές όμως συνέχιζαν απτόητες. Τις ευγνωμονώ, επίσης, γιατί ποτέ δε μας φάσκιωσαν σαν μωρά.
    Η διαδικασία ήταν βασανιστική. Μια ή δύο μεγάλες πάνινες ταινίες, κάτι σαν πάνινη γάζα μήκους 8-10 μέτρων τυλιγόταν σφιχτά και σχολαστικά γύρω γύρω από το σώμα του μωρού, ξεκινώντας από το λαιμό. Το μωρό, που έμοιαζε σαν μικρή μούμια, ακινητοποιούνταν, αφήνοντας χρόνο στην μητέρα του να τρέχει στα χωράφια ή τις σπιτικές δουλειές.
    Οι φασκιές ξετυλίγονταν και τυλίγονταν σχολαστικά 2-3 φορές τη μέρα, σκούπιζαν το μωρό με ένα βρεγμένο πανί, και φτου κι από την αρχή.
    Το τρίτο πράγμα το οποίο με κάνει να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη στις δύο γυναίκες έχει σχέση με τον ύπνο του μωρού στο χωριό: ποτέ δεν έβρασαν για να πιούμε σπόρους παπαρούνας.
    Ένα φασκιωμένο και ακινητοποιημένο μωρό ήταν φυσικό να κλαίει και να τσιρίζει. Το αντίδοτο σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν οι σπόροι της άγριας παπαρούνας. Προς το τέλος της άνοιξης μάζευαν τα κεφάλια της παπαρούνας, αυτά που έχουν μέσα τους τα μικρά σποράκια, τα ξέραιναν και τα κρατούσαν για τον υπόλοιπο χρόνο.
    Θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Χάιδω να βράζει την παπαρούνα και να τη δίνει στα μικρότερα ξαδέλφια μου, σαν τσάι, με το μπιμπερό.
    Κοιμόντουσαν του καλού καιρού.
 
 
Οι πιο κοντινές πηγές του νερού για το χωριό ήσαν στο Κεφαλάρι. Μια περιοχή κάπου 12 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, στους πρόποδες του Ελικώνα, εκεί που οι αρχαίοι πίστευαν πως κατοικούσαν  οι νύμφες. Για τους Αρβανίτες, κάθε μέρος με άφθονο νερό, ήταν Κεφαλάρι. Όπως εκείνο κοντά στην Κηφισιά, απ’ όπου ένας άλλος γνωστός Αρβανίτης, ο Σπύρος Λούης, μου φαίνεται πως προμηθευόταν το νερό που πούλαγε στην Αθήνα.
    Έφεραν λοιπόν το νερό από το Κεφαλάρι στο χωριό και το έργο το εγκαινίασε ο βασιλιάς Παύλος. Μας είπαν πως το νερό το έφερε ο βασιλιάς. Ό,τι καλό γινόταν τότε, το απέδιδαν στο βασιλιά και τη βασίλισσα. Το οικογενειακό επίδομα λ.χ. που θεσπίστηκε τότε για τους άπορους το ονόμασαν βασιλική πρόνοια. Λες και μας τα μοίραζαν από τη τσέπη τους.
    Ήρθε η βασιλική οικογένεια, τους έψησαν αρνιά, μαζεύτηκε ο κόσμος από τα γύρω χωριά και έγινε μεγάλο γλέντι. Μια μεγάλη αψίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα: «ΩΣ ΕΥ ΠΑΡΕΣΤΗΤΕ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΕ». Πέρασαν όλοι πεζοί από μπροστά μου, κι εγώ τους θαύμαζα με ανοιχτό το στόμα. Γιατί αντιπροσώπευαν όλα αυτά που δεν είχαμε εμείς: τον πλούτο, την ομορφιά, τον κοσμοπολίτικο αέρα. Φάνταζαν, και μας το περνούσαν έτσι, σαν ο μεγάλος μας πατέρας και σαν η μεγάλη μας μητέρα.
    Πού να φαντασθώ τότε πως τέτοια αισθήματα θαυμασμού που μου γεννούσαν οι βασιλείς και οι λογής λογής Παπάγοι, θα έκαναν τα κόκαλα του πατέρα μου να τρίζουν μέσα στον τάφο. Αν είχε κάπου τάφο.
    Εγώ όμως τότε αγνοούσα τα πάντα. Κανείς, μα κανείς δεν μου είχε πει τίποτε. Η μάνα μας συνειδητά. Είχε αποφασίσει πως έπρεπε να ζήσουμε. Και για να ζήσουμε έπρεπε να αποκοπούμε από το στίγμα. Αυτό στην πράξη σήμαινε τέλεια αποσιώπηση. Ήταν μια διαδικασία στην οποία συμμετείχαμε και εμείς ενεργά: αντιλαμβανόμασταν πως δεν έπρεπε να ρωτάμε.
    Παράλληλα, αυτό γινόταν χωρίς αισθήματα ενοχικά. Για το τελευταίο φρόντιζε και ο περίγυρος. Υπήρχε παντού μια σιωπηρή αποδοχή και μια επιδοκιμασία. Για κάποιο λόγο, που δεν κατάλαβα ποτέ μου, τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα μου τα άκουγα από ανθρώπους στα διπλανά χωριά. Έβλεπαν τον αδερφό μου, και αμέσως μας αναγνώριζαν:
    – Είσαι του Βασίλη του Χαϊδίτσα το παιδί;
    Μετά την καταφατική απάντηση, το επόμενο σχόλιο ήταν πάντα,
    – Μανάρεζα, πώς μεγαλώσατε! Να σας έβλεπε ο πατέρας σας!
    Ή...
    – Πας σχολείο, μανάρεμ; Να μάθετε γράμματα, να χαίρεται ο μακαρίτης!
    Ή...
    – Τέτοια φωνή σαν του Βασίλη δεν πρόκειται να ξαναπεράσει!
    Τώρα που τα σκέφτομαι πιο ώριμα τα πράγματα, καταλαβαίνω την αντιφατική στάση των συγχωριανών: στους δημόσιους χώρους υπήρχε μια ουδέτερη ώς παγερή στάση. Οι ίδιοι άνθρωποι, στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις έδειχναν ένα πολύ φιλικό πρόσωπο.
    Η κατάσταση αυτή έχει σχέση με το γεγονός πως μέσα στην Κατοχή η κομματική οργάνωση έφτασε να απαριθμεί μέχρι και διακόσια μέλη, όπως μου εκμυστηρεύθηκε ο τότε γραμματέας της, ο Μιλτιάδης ο Πελώνης. Για ένα χωριό με πληθυσμό 1.000-1.200 ατόμων, αυτό σημαίνει μια συμμετοχή ή σχέση με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ της τάξης του 70-80%.
    Πού είχαν πάει όλοι αυτοί; Τι είχαν γίνει;
    – Καμιά δεκαριά από αυτούς είχαν σκοτωθεί. Εκτός από τους δικούς μου, σ’ αυτούς συγκαταλέγονται οι δύο Λεμπεσαίοι, ο Μπόκος, ο Ρουτέλας, ο Γιάννης ο Τραπάτσας. Ο Πινάτσης ο Θοδωρής που τρελάθηκε.
    Τρεις τέσσερις ήσαν στη φυλακή: Ο Λούκας ο Πανούσης, ο Μιλτιάδης ο Πελώμης, ο Νίκος ο Σοφός, ο θείος μου ο Νάσος.
    Κάποιοι, έγιναν Χίτες.
    Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που τους παρακολουθούσε άγρυπνα. Και επιβίωση αυτήν την εποχή, σημαίνει κάνω το χαζό, δεν ανακατεύομαι στην πολιτική, άμα λάχει κρεμάω και τη φωτογραφία του βασιλιά στο σπίτι μου ή στο μαγαζί μου.
 
 
Πρόσφατα, διάβασα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Στέλιου Καζαντζίδη. Το «Υπάρχω». Σε ένα σημείο του βιβλίου του αναφέρεται σχεδόν με τρόμο στον Κατσιμίχα, το βασανιστή της Μακρονήσου. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν πως πρόκειται για έναν από τους Χίτες της δικής μας ιστορίας. Μικρός που είναι ο κόσμος.

(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)