Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Οι Λεβαντίνοι
Δρόσος Άγγελος

Καθώς καθόμαστε όλοι γύρω από το μωρό, γυρεύοντας να πάρουμε απ’ αυτό λίγη γαλήνη κι ελπίδα, δεχτήκαμε μια επίσκεψη. Η δεσποινίς Ζανέτ με τη μητέρα της, τη μαντάμ Μαρί. Ράτσα λεβαντίνικη, απ’ τους ανθρώπους που είναι λίγο απ’ όλα και τίποτα. Λίγο Ρωμιοί, λίγο Φράγκοι που γαλλοεγγλεζοφέρνουν και αγαπούν τους Τούρκους όταν τους συμφέρει, που μισούν όλους τους ανθρώπους όξω από τη φάρα τους, που κάνουν τους καθολικούς χωρίς να είναι χριστιανοί κι ορκίζονται μπροστά στους πασάδες και τους μπέηδες, στο όνομα του Μωχαμέτ. Που δεν έχουν ποτέ εθνικότητα, και καταφέρνουν να έχουν την προστασία όλων των εθνών.
    – Καλώς τη μαμζέλ. Και σεις εδώ;
    – Άχου, μεσιέ, τι κακός που ίπαθες; Μουά το μίζερος νταν νεκροταφί. Σ’ αυτό το κόσμος με το βρώμες και το τάφος. Άχου, μον ντιε. Τι θα γίνεις τώρα εμένα, μεσιέ;
    – Ό,τι θα γίνουμε όλοι δεσποινίς. Θαρρώ πως οι Τούρκοι μάς προορίζουν για λουκάνικα.
    – Μη με το λες, μεσιέ. Μουά ε προτεζέ.
    – Τότε αλλάζει το πράγμα. Αν κι εσείς είστε τόσο λεπτή, που ούτε κρέας έχετε για τη δουλειά που θέλουν οι Τούρκοι ούτε τα άντερά σας αντέχουν για γέμισμα. Ωστόσο, γιατί δεν πάτε στο προξενείο; Θα πείτε πως κάηκε κι αυτό. Τι αδιάκριτοι που είναι οι μεσιέ βέηδες, μαμζέλ.
    – Πουρ κουά κογιονάρετε, μεσιέ;
    – Ιδέα σας. Και σεις όμως κοροϊδεύατε τους Έλληνες πως θα τους διώξουν οι Τούρκοι. Τώρα, τι καταλαβαίνετε;
    Στο σημείο αυτό, πήρε μέρος η κυρία:
    – Δε μπορούμε να ρωτήσουμε στο κονσολάτο;
    – Ρωτήστε, μια που θα το βρείτε. Βλέπετε, το κονσολάτο σας έδινε μια φορά ειδήσεις πως θάρχουνε καραμπινιέριδοι, να διώξουνε τσι Έλληνοι. Τώρα, ξεκονσολατούμ, μαντάμ Μαρί.
    – Καλέ, να μείνουμε μαζί σας, που δεν έχουμε κανέναν. Κι αν πάτε στην Ελλάδα, να μας πάρετε.
    – Για το τελευταίο βλέπουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι θα πει ο μεσιέ Κεμάλ. Ωστόσο, μπορείτε να καθίσετε στο φτωχικό μας. Έχουμε πολύ τόπο, όπως βλέπετε. Και μη φοβάστε. Μεις οι Έλληνοι είμαστε πάντοτε άνθρωποι.
    – Πουρκουά λέτε είστε ομ τουζούρ;
    – Γιατί και στη δυστυχία μας, είμαστε καλοί.
    Η κυρία Μαρί μάς εξιστόρησε ύστερα, με δάκρυα στα μάτια, πως πήρε τους δρόμους με την κόρη της απ’ το Χαλεπλή και καταστάλαξε στο νεκροταφείο, μια ιστορία, που είναι ίδια στις γενικές της γραμμές για όλους που ήτανε στην καταστροφή. Μόνο που η δεσποινίς Ζανέτ, με ζωηρές χειρονομίες και χαρακτηριστική έκφραση του προσώπου της, μίλησε για την αγριότη των νικητών. Της φάνηκε τόσο περίεργο το πράμα. Την καθησύχασα: Σαν φεριεν, μαμζελ. Λε σουάρ θα πάμε στο σινεμά, και θα σας περάσει.
    Κατάλαβε πως έχυνα δηλητήριο κείνη τη στιγμή, κι άλλαξε την κουβέντα. Κι ήτανε καιρός, γιατί το αίμα άρχισε ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι. Για μένα, όλοι οι Λεβαντίνοι ήτανε λίγο-πολύ υπεύθυνοι για τη δυστυχία μου άσχετο αν έγινε και δυστυχία δική τους.
…………………………….
Τι άτιμο πράμα το στομάχι. Δεν παίρνει χαμπάρι ούτε από δυστυχία ούτε από τίποτα. Τα άντερα γουργουρίζουν, σαν να γίνεται συναυλία από ξεχαρβαλωμένα κλαμπατσίμπανα. Ροκανίσαμε και τα τελευταία ξεροκόμματα που είχανε μείνει, συνοδευμένα κι από λίγη κονσέρβα και ροκφόρ που ’χε την καλωσύνη η δεσποινίς Ζανέτ να μας σερβίρει. Έπρεπε όμως να κάνουμε προμήθεια για το βράδυ και όσες μέρες μπορούσαμε. Ο κυρ Γιώργης, έμπορας από μικρό παιδί, ανέλαβε να βγει όξω απ’ το νεκροταφείο και ψουνίζοντας να μην αφήσει τα νύχια των πουλητάδων να χωθούνε βαθιά στη σάρκα του. Για να καταλάβετε, πρέπει να ξέρετε πως ενός γροσιού πράμα οι πουλητάδες το δίνανε για τριάντα γρόσια. Αυτούς τι τους ένοιαζε; Βρήκανε την ευκαιρία. Όποιος είχε, έπαιρνε. Κι όποιος δεν είχε, έβλεπε. Πάλι καλά, που δε γυρεύανε πληρωμή και να βλέπει κανένας. Τι γινότανε όμως στην πόλη; Η περιέργεια μ’ έσπρωχνε να πάω να ιδώ. Μέσα στο νεκροταφείο ήτανε πολλοί λεβαντίνοι που είχανε στο μανίκι μια ταινία με γαλλικά ή ιταλικά χρώματα. Άλλοι είχανε με τα ίδια χρώματα ένα κομματάκι στη μπουντουνιέρα τους. Εγγλέζικο χρώμα δε φαινότανε πουθενά. Αυτό δε το χώνευαν οι νικητές. Οικονόμησα κι εγώ ένα κομμάτι ιταλικό, το ’βαλα στο πέτο για ασπίδα και βγήκα κορδωμένος. Ίσαμε ένα σημείο πήγα καλά. Η φωτιά είχε σταματήσει κοντά στη Μπέλα Βίστα. Τα ερείπια όμως καπνίζανε ακόμα κι έβγαινε μια μυρουδιά που έπνιγε. Η Σμύρνη, απ’ τις υπώρειες του Πάγου ίσαμε την προκυμαία, είχε ισοπεδωθεί και μονάχα σωροί από πέτρες και τοίχοι ερειπωμένοι που βαστούσανε ακόμα φαντάζανε σαν μπαμπούλας. Ο τόπος έκαιγε, αν και οι τρούμπες που είχανε στηθεί σε διάφορα μέρη της προκυμαίας, μπουχίζανε το νερό. Και τα ερείπια, όλο κάπνιζαν. Φαίνεται μάλιστα να κρυφόκαιγε η φωτιά, κι έτσι, όποιος περνούσε από την προκυμαία, τον αγκάρευαν, θέλοντας και μη, να τρουμπάρει. Χάσκοντας μπροστά στα ερείπια, έφτασα κοντά σε μια τρόμπα. Νόμιζα, πως το ιταλικό σημάδι κι η ξενικιά φυσιογνωμία μου θα με γλύτωνε από την αγκαρεία. Στις διαμαρτυρίες μου, ένας Τούρκος μούγκρισε κι είπε δεν ξέρω τι βρισιές, στη γλώσσα του. Κι αν τις ήξερα, τι θα ’κανα; Την τύφλα μου. Η αλήθεια είναι πως αυτό με πείραξε, μα σα θυμήθηκα πως είμαι και καταδικασμένος σε θάνατο, κράτησα το θυμό μου και τρουμπάρισα. Καλά να πάθω! Τι ήθελε η αλεπού στο παζάρι; Πρόσεξα όμως πως όσοι φορούσανε ταινίες σαν τη δική μου, την πάθαιναν χειρότερα. Ήτανε λεβαντίνοι. Καλά τους κάνανε, έστω κι αν πλήρωσα κι εγώ τη νύφη για λογαριασμό τους. Μόλις ξέφυγα απ’ το αθέλητο επάγγελμα του πυροσβέστη, το ’βαλα στα πόδια για το νεκροταφείο. Σαν έφτασα όμως μπροστά στο θέατρο Σμύρνης που ’χε γλυτώσει απ’ τη φωτιά και που τους ξένους που ’χανε καταφύγει εκεί τους φρουρούσανε Αμερικανοί ναύτες, ένα μπουλούκι Τούρκων με φριχτή την όψη περνούσε και τα χρειάστηκα. Κείνη την ώρα κατάλαβα τι θα πει μαρτυρικός θάνατος. Έτρεξα κατά το θέατρο, να γυρέψω προστασία. Καθώς πήγα όμως στην είσοδο, δέχτηκα μια κοντακιά από τον Αμερικανό το ναύτη. Επειδή ήτανε αμερικάνικη η κοντακιά, δε θύμωσα και πολύ, αν και πόνεσα. Σκέφτηκα πως έτσι θα εκδηλώνεται στην Αμέρικα ο Ανθρωπισμός. Καλά όμως που οι Τούρκοι προσπέρασαν και μπόρεσα να φύγω. Αλλιώς, μπορεί να ’τρωγα κι άλλη κοντακιά, έτσι, χάριν προστασίας. Κι ίσως από ανθρωπισμό, τόσα ξένα αγήματα που περνούσανε την προκυμαία, είχανε αφήσει μια γριούλα μισοπεθαμένη, πεσμένη ανάσκελα απάνου στο πεζοδρόμιο, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια μισογλαρωμένα. Τι το ’χε η μοίρα της. Και μονάχα ένας σκύλος, καθώς ήτανε το ένα της ποδάρι στο πεζοδρόμιο και το άλλο σ’ ένα σκαλοπάτι, σηκωμένα με σατανική προκλητικότητα, χώθηκε ανάμεσα στα σκέλια και της πρόσφερνε σε κείνη την τραγική στιγμή, την τελευταία χαρά, που δε θα της πρόσφερνε κανένας άντρας.

(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)