Οι μέρες και οι βδομάδες κυλούν στο Μπουρέλι χωρίς να διαφέρουνε μεταξύ τους. Χωρίς να μεσολαβεί κανένα έκτακτο γεγονός, εκτός από μερικές «νέες αφίξεις» μικροομάδων και μεμονωμένων ανταρτών, που πέρασαν, τελευταία, τα Αλβανικά σύνορα. Τότε έσπαγε για λίγο η ανία στο Μπουρέλι και τα τελευταία ασήμαντα νέα «από μέσα» ζωήρευαν κάπως τις συζητήσεις των ανταρτών.
Με τον καιρό, αρχίσαμε να νιώθουμε, πως όχι μόνο το Μπουρέλι και το Ελμπασάν δεν προορίζονταν για μόνιμη παραμονή αλλ’ ούτε και κανένα άλλο μέρος της Αλβανίας. Μικρή, φτωχή η χώρα αυτή, ρημαγμένη από τις συγκρούσεις με τους Γερμανούς καταχτητές και τους Μπαλίστες, αδύναμη ακόμα να χορτάσει, έστω και με μπομπότα, το λαό της, δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της αποκατάστασης τόσων ανθρώπων. Ύστερα και πολύ σοβαροί πολιτικοί λόγοι έλεγαν, πως έπρεπε να φύγουμε όλοι από το έδαφός της. Για να μην είναι εκτεθειμένη στις κατηγορίες και τις προκλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Κάτι ψίθυροι έλεγαν, πως άλλοι, πριν από μας, σίγουρα γυναικόπαιδα, που πέρασαν νωρίτερα στην Αλβανία, ήτανε εδώ και προωθήθηκαν ύστερα «για κάπου αλλού».
Για πού;
Κανένας δεν ήξερε.
Μια ασυνήθιστη, τελευταία κίνηση στο «Στρατηγείο» έδειχνε πως εδώ, στο Μπουρέλι, καθορίζεται η παραπέρα τύχη μας.
Ετοιμαζότανε η μετακίνησή μας.
Ποιοι και πού θα προωθούνταν παραπέρα;
Με τι σειρά θα φεύγαμε;
Οι «αρχηγοί» σε συνεργασία με τους διοικητές των τμημάτων δούλευαν και τη νύχτα. Ξεδιαλέγουν τμήματα, ονόματα, συντάσσουν καταστάσεις. Ετοιμάζουν τις αποστολές. Καθορίζουν πόσα άτομα θα ’χει κάθε παρτίδα, την ημερομηνία αναχώρησης, τον τελικό προορισμό της.
Η δουλειά αυτή, που γίνονταν τις μέρες εκείνες στο Μπουρέλι, προϋπέθετε μια άλλη προετοιμασία, που έγινε «αλλού», ένα μελετημένο σχέδιο, που καταστρώθηκε αλλού. Και γι’ αυτό πάλι το σχέδιο, ώσπου να αποκρυσταλλωθεί και να διαβιβαστεί για εκτέλεση στο Μπουρέλι, χρειάστηκε να γίνουν συνεννοήσεις, συμφωνίες, να συντονιστούν πολλά πράγματα.
Σήμερα είναι γνωστό, ότι την κατανομή των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στις διάφορες σοσιαλιστικές χώρες την έκανε προσωπικά ο Στάλιν. Πήρε πρωτοβουλία, κάλεσε σε σύσκεψη γραμματείς κομμάτων και, χωρίς πολλές συζητήσεις, καθόρισε πόσους από μας θα πάρει η κάθε «λαϊκή δημοκρατία» –αφού προηγούμενα ανακοίνωσε, πως η Σοβιετική Ένωση δέχεται να σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος.
Κάποτε όλα ετοιμάστηκαν στο «Στρατηγείο». Όσο καλά, βέβαια, μπορούσε να ρυθμιστούν τέτοια δύσκολα ζητήματα σ’ ένα αντάρτικο στρατό, που η Διοίκησή του δεν κατάφερε ποτέ να ξέρει την ακριβή δύναμή του, γιατί πολλά χαρτιά δεν κρατιούνταν και τα τμήματα βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση και δράση και από το ένα ραντεβού στον ασύρματο ώς το άλλο, από το πρώτο σημείωμα, με σύνδεσμο, ώς το δεύτερο, άλλαζε με τις μάχες ο αριθμός, αλλοιώνονταν η σύνθεση του απομακρυσμένου τμήματος. Βάλε σ’ αυτά και το μεγάλο μπέρδεμα που έφερε η γενική υποχώρηση και έχεις όλες τις δυσκολίες που εμφανίζει μια τέτοια «τακτοποίηση».
Παράλληλα με το «Στρατηγείο» εργάζονταν και όλοι οι άλλοι παράγοντες. Όλος εκείνος ο μηχανισμός, που είχε στηθεί στην Αλβανία και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες και δούλευε ώς χθες για τον εφοδιασμό του Δημοκρατικού Στρατού με όλα τα χρειαζούμενα, μετατράπηκε σε μηχανισμό για την οργάνωση της μεταφοράς μας. Μέλη του μηχανισμού αυτού, πλαισιωμένα τώρα και από ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ, φύγανε με αεροπλάνο και βρίσκονται από καιρό στις πρωτεύουσες των σοσιαλιστικών χωρών –στη Σόφια, τη Βαρσοβία, την Πράγα, τη Βουδαπέστη, τη Μόσχα.
Από προηγούμενα πάρθηκε φροντίδα και εκκενώθηκαν εντελώς τα αλβανικά νοσοκομεία, στα οποία νοσηλεύονταν τραυματίες μας. Οι βαριά τραυματίες μεταφέρονται με αεροπλάνα σε νοσοκομεία της Βουδαπέστης και άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Εκεί θα γίνουν οι δύσκολες πλαστικές εγχειρίσεις σε μύτες και σαγόνια που έφαγε και παραμόρφωσε ο όλμος. Εκεί θα μπουν και θα εφαρμοστούν στις θέσεις των ακρωτηριασμένων τα ορθοπεδικά χέρια και πόδια. Εκεί θα μπει το γυάλινο μάτι που θα αντικαταστήσει το φυσικό, εκεί θα βρουν μεγαλύτερη φροντίδα οι αόμματοι που χάσαν εντελώς το φως τους από σφαίρα ή από την ισχυρή πίεση των αερίων.
Δεν μας έγινε καμιά απολύτως ενημέρωση «από τα πάνω». Το ένστικτο όμως μας οδήγησε: μεταφερόμαστε σε σοσιαλιστικές χώρες. Σε ποια ο ένας; Και σε ποια ο άλλος; Άγνωστο. Αλλά δεν υπήρχαν και προτιμήσεις. Έξω από τη Μεγάλη Σοβιετική Ένωση «τη χώρα του Λένιν» γιατί, κατά πώς είχαμε ακούσει, ήταν η «πιο ισχυρή, η πιο πλούσια και η πιο ευτυχισμένη χώρα του κόσμου». Για τις άλλες «λαϊκές» δημοκρατίες δεν ξέραμε τίποτε. Καλά-καλά ούτε σε ποια μεριά της Ευρώπης βρίσκονταν. Μας έφθανε όμως πως και εκεί «εγκαθιδρύθηκε η δικτακτορία του προλεταριάτου», πως η «εξουσία πέρασε στα χέρια του λαού». Και αυτό ήταν αρκετό για να μας συνεπάρει η χαρά και ο ενθουσιασμός.
[Οι μέρες και οι βδομάδες κυλούν]
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)