Η ζωή μας, πάντα κακομοιριασμένη, και χωρίς σκοπό, περνάει ανάμεσα στους πεθαμένους. Είμαστε ούλοι αποχαυνωμένοι. Γινήκαμε χοντροκέφαλοι κι αναίσθητοι, σα να μας πότισαν κανένα δραστικό ποτό, με μαγικά βοτάνια. Κοιτάζουμε μονάχα, όπως ούλα τα ζώα, και μιλούμε μηχανικά. Καμμιά φορά, χαχανίζουμε κιόλας, αλλ’ αυτό δεν είναι γέλιο. Είναι ένα περίεργο βογγητό, που δε βγαίνει λες από στήθια ανθρώπων, μα από σπηλιές σάρκινες. Τι μέρα είναι και πόσες έχει ο μήνας δεν ξέρουμε. Ούτε μας ενδιαφέρει. Οι πεθαμένοι δε σκοτίζονται για τέτοια πράγματα. Μεις μπορεί να μην είμαστε ολότελα πεθαμένοι, μα δεν είμαστε και άνθρωποι. Είμαστε ρομπότ. Μια δεκαοχτούρα-πουλί που βρίσκεται μονάχα στην Ανατολή και ζει μέσα στα σπίτια, πολλές φορές, με τους ανθρώπους, γιατί οι Τούρκοι το θεωρούν ιερό και δεν το πειράζουν – πετάει από κλαρί σε κλαρί κι αφήνει τη φωνή του τη θρηνώδικη, που μοιάζει λίγο του γκιώνη: δεκαοχτώ. Θαρρείς πως λέει καθαρά τη λέξη δεκαοχτώ. Επιμένει κι αυτό, όπως κι η σκέψη μου, με τα σπίρτα της Λίλας. Κι όπως στον άνθρωπο που ’χει χάσει τη μνήμη του τού θυμήσει κανένας άλλος ένα σημαδιακό πράμα και την ξαναβρίσκει, έτσι κι εγώ, με τη φωνή της δεκαοχτούρας, θυμήθηκα πως, πάνω-κάτω, τόσες μέρες είχαμε μείνει εκεί μέσα. Δεκαοχτώ μέρες φτάσανε να μας φέρουνε σ’ αυτή την κατάσταση. Τι θα ’λεγε ο Δαρβίνος, σαν μας έβλεπε, έτσι, να πιθηκίζουμε; Γιατί δεν είμαστε τίποτα άλλο από πιθήκους. Κι είχαμε εκδηλώσεις της δικής τους αναίδειας και ξετσιπωσιάς. Θα το πιστέψετε; Καταντούσε οι άντρες που δεν είχανε και τι να κάνουν, να γυρίζουν μέσα στο νεκροταφείο και καμώνοντας τάχα πως ξαπλώνουν, γέρνανε το κεφάλι τους και κοιτάζανε τα θηλυκά, που καθώς καθόντανε ανακούρκουδα, φαινόντανε τα μπούτια τους και τα μεριά τους, κάτ’ απ’ τα φουστάνια. Και καθώς κοιτούσαν, θόλωναν σιγά-σιγά τα μάτια κι ύστερα άστραφταν και τα μούτρα τους, που ήτανε σα χτικιάρικα, ξαφνικά ζωήρευαν. Άλλοι κουλουριάζανε τα πόδια τους και σφιγγόντουσαν κι αγκομαχούσανε. Κι όπως κουνιόντανε κει χάμου σαν το σκουλήκι που αναδεύει, πάλι, ξαφνικά, τα μάτια τους θολώνανε, γυρίζανε αλλουνών ανάστροφα, τα ρουθούνια τους κάνανε γρήγορους σπασμούς και η ανάσα τους έβγαινε γρήγορη και καυτερή, σαν από γύφτικο φυσερό. Να η κατάντια μας. Κι όμως λεγόμαστε ακόμα άνθρωποι, γιατί έχουμε δυο ποδάρια και περπατάμε όρθιοι. Και τις νύχτες, πόσες φορές κει που κοιμόμαστε, δεν ακούμε χαρχαλέματα στους πλαϊνούς τάφους που βρίσκονται αντρόγυνα και μουγγρίσματα ηδονής. Μπορεί και να μην είναι ούλα αντρόγυνα, μα τι σημασία έχει; Έτσι κι έτσι, θα πεθάνουμε. Ας χαρούμε τη ζωή. Τη ζωή: χα! χα! Αυτή τη χαιρόντουσαν λίγο πριν έρθουμε μεις εδώ, οι πεθαμένοι. Τη χαίρεται η δεκαοχτούρα, το φύλλο της βαλανιδιάς, που σειέται ρυθμικά στο φύσημα του ανέμου, ο σκύλος, που τρώει τα πτώματα, η θάλασσα, που βογγάει και φιλεί το κράσπεδο της προκυμαίας, η σαύρα, που πηδάει μέσα στους θάμνους. Κι ακόμα, οι νικητές του πολέμου. Μα όχι. Αυτοί, δε χαίρουνται τη ζωή. Την τρώνε, τη ροκανίζουν. Να, έτσι: κρικ, κρακ! Τρώνε τη δική μας ζωή, που σβύνει ολοένα, τόσο, που και τα μάτια δε μπορούν να βουρκώσουν πια και μονάχα τ’ αναφυλλητά φτάνουν ως το λάρυγγα, έτσι στεγνά, κατάστεγνα, σαν κόμπος που πάει να μας πνίξει…
Οι πίθηκοι
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)