Οι σιδερένιες μπάρες των κελιών ανοίγουν και κλείνουν. Όλος ο θόρυβος χτυπάει μέσα στο κεφάλι μου. Κλείνουν όλο τον κόσμο έξω από μένα.
Σκέφτομαι τους φίλους μου. Θα το μάθανε άραγε; Χτες βράδι ο Αλέξης μού είπε: «Αν σε πιάσουν… ξέρεις πολλά». Τίποτ’ άλλο. Ο Αλέξης με τα μεγάλα βυζαντινά μάτια. Μια μέρα πάλι, μου είχε πει μιλώντας για τον εαυτό του: «Αν με πιάσουν, εγώ δε φοβάμαι. Με τα πρώτα χτυπήματα θα τους μείνω στα χέρια…». Είναι τόσο αδύνατος. Είναι τόσο νέος. Σε λίγα χρόνια θα γίνει κι αυτός σαν εκείνους που λέει ο Ρίτσος, ότι ο θάνατος μπαινοβγαίνει από τις τρύπες του πανωφοριού τους. Δεν πρέπει να τον πιάσουν. Πρέπει να τον κρύψω. Και αυτόν και το Γιάννη και τον Πέτρο. Και τη Μαρία. Πρέπει να σας κρύψω, τουλάχιστον μέχρι να παλιώσει το πανωφόρι σας.
Η μπάρα του κελιού τραβιέται και η πόρτα μου ανοίγει. Μπαίνει ένας χοντρός μουστακαλής φρουρός με πολιτικά. Θεέ μου, όλοι έχουν τα ίδια μούτρα. Μου αφήνει ένα δέμα. Το παίρνω στην αγκαλιά μου. «Μάνα μου», ψιθυρίζω, «μάνα μου, είσαι καλά;» Μια φούστα, ένα μπλουζάκι, εσώρουχα, λίγο φαΐ. Παίρνω το φαΐ και το μυρίζω. «Μάνα μου δεν το μαγείρεψες εσύ. Πού βρίσκεσαι; Πώς να σε πείσω να μη στενοχωριέσαι για μένα, να μην έρχεσαι να κάθεσαι στην ουρά με το σακουλάκι, να παρακαλάς τους χαφιέδες. Μάνα μου, δε θέλω να νοιάζεσαι για μένα. Δε θέλω να μου ξαναφέρεις τίποτα».
Παίρνω τη φούστα και το μπλουζάκι. Τ’ απλώνω στο τσιμέντο. Τώρα θάναι πιο μαλακά. Στο κάτω κάτω θα πονέσω μερικές μέρες, μετά θα συνηθίσω. Αφού όμως μου φέρανε φαΐ, πάει να πει δεν είμαι «αυστηρά». Χτυπάω την πόρτα. «18 εδώ, λίγο νερό παρακαλώ. Λίγο νερό».
Ο φρουρός με βγάζει έξω. Με πάει στο αποχωρητήριο. Η σιδερένια πόρτα του αποχωρητηρίου μισάνοιχτη και αυτός μπάστακας απ’ έξω. Βρίσκω τη βρύση, πίνω με τις φούχτες νερό, όσο περισσότερο μπορώ, μου πιάνεται η ανάσα. Παίρνω νερό το ρίχνω πάνω από το φουστάνι μου, γίνομαι μούσκεμα. Αισθάνομαι καλύτερα. Μια βαβούρα έρχεται ακριβώς από δίπλα. Θάναι από το μεγάλο κρατητήριο που με περάσανε τα χαράματα. Ποινικοί, πόρνες, χασικλήδες. Ξεκαρδίζονται στα γέλια. Τους ακούω. Μπορεί όμως νάναι και πολιτικοί. Αν όμως είναι πολιτικοί πώς τους έχουν έτσι έξω και δεν τους αμπαρώνουνε σε κελιά; Α! Μάλιστα, καταλαβαίνω πολύ καλά. «Τάπανε», γρήγορα γρήγορα και τώρα χαλάνε τον κόσμο στις φωνές και τα χάχανα. Εδώ μέσα όλα απαγορεύονται. Εδώ είναι τάφος.
Γυρίζω πίσω. Έχω πολλές δουλειές να κάνω. Ξαναφτιάνω το «στρώμα μου». Το κελί μου με παίρνει ίσα ίσα. Πρώτη φορά που δε λέω νάμαι λίγο πιο ψηλή. Τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι. Τα σιδερένια κάγκελα, ψηλά πάνω από την πόρτα κάνουν ένα πρώτης τάξεως φεγγίτη. Κάτι βλέπω. Πρέπει να κρατήσω τα σημάδια του χρόνου. Να κρατήσω τη μέρα και τη νύχτα. Είναι πολύ σημαντικό. Θα φτιάξω ένα ημερολόγιο τοίχου. Θα χαράζω μια μια τις μέρες στον τοίχο με το πετραδάκι που ξεκόλλησα από το τσιμέντο. Πρώτη χαρακιά. Σήμερα είναι Πέμπτη. Πόσες μέρες θα με κρατήσουν εδώ; Πέντε; Δέκα; Θεέ μου…
Πρέπει να συμμαζέψω το μυαλό μου, να σκεφτώ.
Ζαλίζομαι. Πρέπει όμως νάμαι καλά όταν θα με φωνάξουν για ανάκριση. Ίσως θάπρεπε κάτι να φάω. Και έχω να σκεφτώ ένα σωρό πράγματα. Πέφτω σ’ ένα κώμα.
[Οι σιδερένιες μπάρες των κελιών]
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)