Τα Δεκεμβριανά δεν είναι ξεκάρφωτα. Είναι η συνέχεια μιας ολόκληρης ιστορίας. Εγώ θα ήθελα να πιάσω το νήμα από την ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου του ’44.
Είμαι 17 χρόνων. Κατεβαίνω στο Σύνταγμα και ξέρω ότι έχουμε ελευθερωθεί. Γιατί; Γιατί στον αέρα μυρίζω το άρωμα του καπνού Players. Μήπως είχαν μοιράσει οι Αγγλοι τσιγάρα; Ακόμη έχω στο ρουθούνι μου το άρωμα εκείνου του καπνού.
Από τότε και ως τις 18 Οκτωβρίου, που έρχεται ο Γεώργιος Παπανδρέου να μιλήσει στο Σύνταγμα, κάθε μέρα είμαι και σε μια διαδήλωση. Θυμάμαι τον Παπανδρέου να λέει «Λαοκρατία δεν είναι μόνον δικαίωμα ψήφου» και ο κόσμος από κάτω να ενθουσιάζεται και να φωνάζει «Λαοκρατία και όχι βασιλιάς». Δεν άκουσα, δεν κατάλαβα τι άλλο είχε πει τότε ο Παπανδρέου.
Από το ’43 είμαι στην ΕΠΟΝ. Όπως και τώρα, έμενα στον Βύρωνα. Με το όνομα «Νίκη» και με καθοδηγητή τον «Αλέξη» (κατά κόσμον Χρήστο Πασαλάρη) ανήκω στην ομάδα της γειτονιάς Βύρωνας - Παγκράτι - Καισαριανή. Καθημερινά προσπαθούμε να κατεβάσουμε κόσμο στις διαδηλώσεις. Ο καιρός είναι ακόμα καλός, κι εγώ όπως περνώ από τα σπίτια λέω στις γριούλες που κάθονται έξω στις αυλές να έρθουν μαζί μου στη διαδήλωση. Και μια γριούλα μού λέει: «Θα έρθω όταν πια θα έρθει ο βασιλιάς…».
Εν τω μεταξύ έχει γίνει η κυβέρνηση, στην οποία μετέχουν και οι Εαμικοί… Τις πρώτες πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, στις 3, νομίζω, κατεβαίνουμε στη μεγάλη διαδήλωση. Γιατί; Γιατί μας αδικούν όλοι. Βρίσκομαι μπροστά στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», στη γωνία. Απέναντι είναι τα παλιά ανάκτορα, όπως τα λέγαμε τότε. H σημερινή Βουλή. Στη στέγη βλέπω έλληνες αστυνομικούς να πυροβολούν. Πιάνω έναν εγγλέζο αξιωματικό που ήταν εκεί δίπλα μου (η «Μεγάλη Βρεταννία» ήταν το αρχηγείο τους) και του λέω, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα:
– Τους βλέπετε αυτούς εκεί; Ήταν οι ίδιοι που χτυπούσαν και όταν κατεβαίναμε εναντίον των Γερμανών.
– Yes, Ι know (ναι, ξέρω).
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή του.
Από το Σύνταγμα προχωράμε, όλη η διαδήλωση, προς την Ομόνοια. Εκεί έγινε ο μεγάλος σκοτωμός. Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού, έβγαιναν από τα ξενοδοχεία… H διαδήλωση είχε φρουρούς του ΕΛΑΣ, οι οποίοι και άρχισαν να πυροβολούν προς τα πάνω, προς τα ξενοδοχεία. Έγινε σαματάς. Όλοι χτυπούσαν μεταξύ τους. Τη στιγμή όμως που οι Ελασίτες θα έμπαιναν εκεί από όπου έβγαιναν οι πυροβολισμοί (ένα ξενοδοχείο), φθάνουν οι Άγγλοι και τους εμποδίζουν.
Την επομένη, αν θυμάμαι καλά, γίνεται η κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης. H διαδήλωση, αυτή τη φορά, είναι επίσημη, την επιτρέπουν, όπως επιτρέπουν και την κηδεία. Περνάμε μπροστά από τη «Μεγάλη Βρεταννία» και στη συνέχεια από το ξενοδοχείο «King George», όπου μένουν οι Αμερικανοί. Και ξεσπούμε σε ζητωκραυγές υπέρ των Αμερικανών. Στην κηδεία δεν συνέβη τίποτε.
Οι ανατολικές συνοικίες είναι τελείως ελεύθερες. Ούτε Άγγλοι ούτε εθνοφρουροί. Οι Ελασίτες έχουν αρχίσει να κάνουν οδοφράγματα. Απέναντι από εκεί που είναι σήμερα το «Χίλτον», από τη μια είναι οι δεξιοί (ας πούμε) και από την άλλη οι αριστεροί. Τα οδοφράγματα γίνονται στην οδό Πρατίνου, ψηλά στο Παγκράτι. Εκείνο που θυμάμαι πολύ έντονα από τότε και περίπου ως τα Χριστούγεννα του ’44 είναι οι ελεύθεροι σκοπευτές. Τα θύματα του ΕΛΑΣ είναι από τους ελεύθερους σκοπευτές. Ο αδελφός της νύφης μου σκοτώθηκε έτσι. Σκοτώνανε αδιακρίτως, είτε τον ήξεραν είτε όχι, Ελασίτες και μη.
Εμείς ξέρουμε πια ότι οι Αμερικανοί είναι το αντίδωρο των Εγγλέζων.
Τότε αρχίζω να αποκτώ μια ιδέα για τη γενική σύγχυση που επικρατεί. Δεν υπάρχουν άγγελοι ούτε από τη μια πλευρά ούτε από την άλλη.
Μια μέρα, στο σινεμά «Παλάς», στην πλατεία στο Παγκράτι, βλέπω τρία πτώματα, κι από πάνω τους μια πινακίδα: «Χρησιμοποιώντας το όνομα του ΕΛΑΣ εγκληματούσαν». Τότε έμαθα ότι είχαν πάρει και τον γιο του Λούβαρη, μικρό παιδί, και τον είχαν σκοτώσει οι Ελασίτες. Συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη. Νιώθω ταραχή και σύγχυση. Με είχε επίσης σκανδαλίσει ένα άγημα που περνούσε από την οδό Φιλολάου, γεμάτο νέες κοπέλες, Ελασίτισσες, οι οποίες φώναζαν: «Ο λαός θέλει ψάρια. Ο λαός θέλει ψάρια…». Ρώτησα τι θα πει αυτό και μου είπαν ότι «ο λαός θέλει να ξεκαθαρίσει ο τόπος».
Όλα αυτά με έκαναν να καταλάβω και να αναρωτιέμαι: Τι γίνεται;
Φθάνουν πια τα Χριστούγεννα. Ο Βύρωνας «πέφτει»… Θα πρέπει να ήταν 26 ή 27 Δεκεμβρίου όταν μας λένε ότι πρέπει να φύγουμε από τον Βύρωνα, από το Παγκράτι, από την Καισαριανή. Περνάμε τον Υμηττό μέσα στην παγωνιά. Με κρατούσε από το χέρι ο Μάνος Χατζιδάκις. Στις αρχές Ιανουαρίου φθάνουν οι Εγγλέζοι στην Κυψέλη. Φεύγουμε ένα βράδυ κι από εκεί. Εγώ με κάτι μποτάκια στο χέρι, τα κρατούσα για τον δρόμο. Κι ο Μάνος τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Εκείνος σταμάτησε στο Σχηματάρι.
Εγώ, πιο θαρραλέα, συνέχισα ως τα Σκούρτα, κι από εκεί πήγα προς την Πύλη, τη Θήβα. Στον δρόμο με λυπήθηκε ένα αυτοκίνητο του ΕΛΑΣ και με πήρε. Το φορτηγό ήταν γεμάτο γυναικεία ρούχα. Ρώτησα να μάθω. Ήταν κοστούμια της Ντιριντάουα… Τι σύγχυση! Τα αεροπλάνα να θερίζουν από πάνω και το καμιόνι να είναι γεμάτο με ρούχα της Ντιριντάουα…
Έφθασα στη Λαμία. Στη Στυλίδα ο πατέρας μου είχε ελιές. Αποφασίζω να πάω, και από εκεί να φύγω για την Αθήνα με το πρώτο φορτηγό. Δεν έχει γίνει ακόμα η Βάρκιζα. Φθάνω στην Αθήνα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς τίποτα. Βλέπω στους τοίχους το σύνθημα: «KKE της ηττημένης».
Βρέχει ακόμα και φθάνω στο σπίτι. H μάνα μου μού λέει ότι πρέπει να φύγω, γιατί θα με πιάσουν. Μου λέει να πάω στο σπίτι του γαμπρού μας, στη Νέα Σμύρνη, του Νικολαΐδη. Έμεινα εκεί δυόμισι μήνες περίπου, ως τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Με τα λίγα αγγλικά που ήξερα έκανα φίλους Εγγλέζους. Όταν έγινε η Βάρκιζα ήρθαν και μας έβγαλαν από το σπίτι με… τανκς. Τότε πια άρχισα να καταλαβαίνω. Με έχει μαρκάρει αυτή η ιστορία. Κι έβγαλα ένα συμπέρασμα: Οι ταγοί στοχεύουν στα ανόσια.