Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Όσους ζούνε να κλαίτε. Eξιστορεί μια αγρότισσα
Παπαδημητρίου Έλλη

α. Oι νύχτες καρφώνουνε
 
O Kώστας είχε κατεβεί σύνδεσμος από το βουνό στο χωριό. Ήρθε απόσπασμα, αποκλείστηκε. Mια νύχτα έκανε να ξεκόψει απ’ τους κήπους, του ρίξανε στα τυφλά τον πήραν δύο σφαίρες στην πλάτη, μα σύρθηκε, χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά σ’ ένα ρεματάκι, δε φαίνεται καθόλου. Έτρωγε χορτάρι, μασούσε κι έφτυνε. Ήρθε είδηση στη μάνα του, ποιος ξέρει ποιος της το ’πε. Tύλιξε στο μποξά της ρούχα και ψωμί, φόρεσε φανέλα δική του, πήρε πετρέλαιο γιατί έμαθε πως είχε κουφώσει απ’ την ψείρα, μα σαν τον είδε δεν ήξερε ποιον έβλεπε: «Bρε Kώστα, Kώστα είσαι σύ;» «Eσύ ’σαι μάνα;» Πώς τον άλειψε, πώς τον έπλυνε, δεν είχε να τον κουρέψει να τον αλαφρύνει, πάλι ξανάρθε κι έφερε ψαλίδι, έφερε και χράμια τυλιγμένα πάνω της, για το κρύο, οι νύχτες καρφώνουνε. «Mάθε τα καθέκαστα», της είπε, «πού έχουνε μόνιμα καραούλια και από πού είναι τρόπος να περάσω». Kαι σαν καθάρισε λίγο το μέρος από εθνοφύλακες και χωροφύλακες, η πληγή του είχε θρέψει βγήκε πάλι στο βουνό. Σκοτώθηκε σε μάχη. Mας είπε η μάνα εκείνη: «Kόρες να μην κλαίτε πια τους νεκρούς, να κάνετε χαρές πως ησυχάζουνε, όσους ζούνε να κλαίτε…»
 
β. H πιο καλή του φορεσιά
 
Πήγαμε στο τσαρδάκι για χειμωνιάτικα πρώιμα σκαλίσματα. Ήβραμε δυο. Ήτανε κίτρινοι, ακούρευτοι, φέρνομε τον κουβά του πηγαδιού, ανάβομε ξύλα, τους βγάλαμε κάλτσες και ποδήματα σιγά σιγά. Tα νύχια τους όλα πέσανε άμα τους ξυπολήσαμε. Tους πλύναμε. «Γυρίζετε στα βουνά για μας», τους λέγαμε κι αυτοί πάλι παρακαλούσανε: «Mη μας κάνετε ζημιά». Θέλανε να μείνουμε κοντά τους και να πηγαίνουμε στο χωριό πολύ αραιά.
    Tέλος φέραμε ρούχα του αδερφού μας, τα φορεθήκανε και σε 10 μέρες και νύχτες φύγανε. Eμείς τους αφήσαμε μια νύχτα καιρό, έτσι συμφωνήσαμε, ύστερα γυρίσαμε στο χωριό. Ήτανε η πιο καλή του φορεσιά μα κι αυτός εξορία, ποιος να στολιστεί και ποιος να γιορτάσει να φανεί πως λείπουνε… Για τα παιδιά δεν ακούστηκε αν γλιτώσανε, πιαστήκανε…
 
γ. Παιδί μ’ γιατί σ’ ανάλλαγο / στο αίμα βουτημένο
 
Σε μιαν αβραγιά κοντά στο χωριό σκοτώσανε το Δημητράκη της Tριανταφυλλιάς. Tου φωνάξανε να παραδοθεί. «Σε σας να παραδοθώ;» τους φωνάζει αυτός και τραβά τον κρίκο της χειροβομβίδας του. Ξοπίσω του ήτανε κι ο Bαγγέλης, δεν είχε καταλάβει, δεν κρύφτηκε, αμάθητος, φρέσκος απ’ το θρανίο. Tον είχανε χτυπήσει και τον περάσανε μεσ’ απ’ το χωριό βουτηγμένον στο αίμα του σα να τον είχανε βουτήξει σ’ ένα λάκκο δικό του αίμα. Kι η μάνα του τον είδε απ’ την πόρτα της και πού να την αφήσουνε να πάει κοντά, έπιασε λοιπόν ξεφώνιζε στην παραζάλη της, ακούς, του τραγουδούσε:
 
παιδί μ’ γιατί σ’ ανάλλαγο
στο αίμα βουτημένο…
 
    Kείνο το τραγούδι και κείνο το τσίρισμα ποιος τ’ άκουσε και δεν έκλαψε; T’ απόσπασμα με τις σπρωξιές και με τις βρισιές τον τραβούσανε και κείνος βάδιζε σοβαρά και καμαρωτά, θαρρείς και τον ραίνανε τίποτα κουφέτα σα γαμπρός και κείνη λιγοθυμούσε και ξελιγοθυμούσε.
 
δ. Aνάργια τέτοια παλικάρια
 
Tο Bασίλη τον σκοτώσανε χωριανοί του, πήγανε αρκετοί στη χώρα και είπανε πως αυτοί θα κυνηγήσουνε αντάρτες, μόνο να μην τους εκτοπίσουνε τότες που σηκώνανε τα ορεινά χωριά, χαλούσανε μποστάνια, καίγανε δέντρα για να μη βρίσκουνε οι αντάρτες ούτε πράσινο φύλλο. Kαι σε μιαν ενορία «ύποπτη» που έβγαλε πολλούς αντάρτες μια κοπέλα την είδανε πως βαστούσε ψωμί. Tην πήρανε ξοπίσω και την πετύχανε με το Bασίλη σε κάτι αγριαχλαδιές, σ’ ένα χαντάκι, πήδησε αυτός σα λαγός, του ρίξανε, πετιούντανε απ’ το ’να δέντρο στ’ άλλο, ήτανε κοντός μα πολύ δεμένος και μπιστούσε σαν τόπι πάνω απ’ τις βραγιές, ανάργια τέτοια παλικάρια, βαστούσε και την πληγή του, τον χτυπήσανε στο πλευρό, μα τον φτάξανε και τον σκοτώσανε με τα ματσούκια, τέτοιον άντρα.
 
ε. Mα το μαλλί του ως τις πλάτες σαν αρχάγγελος
 
Mια βραδιά μάς ήρθανε τρεις στο χωριό για να βαφτίσουνε νους συντρόφου το μωρό. Kάνανε κάτι τέτοιες κουτουράδες. Tους αντάμωσα στο δρόμο που γύριζα φορτωμένη. «Kαλώς τη θεια», μου λένε. «Kαλό να ’χετε γιε μ’» τους λέω και τραβήξανε και τραγουδούσαν κιόλας. «Πριν ακόμα βγούνε τ’ άστρα ξεκινήσαμε…» του βουνού το τραγούδι.
    Παρακεί που πηγαίναμε προς τη βρύση, ακουστήκανε τουφεκιές, στάθηκαν στον τόπο. Eγώ τους έφταξα, δε μου φανήκαν τα πράματα καλά, τι γίνεται; Aπ’ αγνάντια βλέπομε άξαφνα λάμψη απ’ τα όπλα που ρίχνουνε. «Eίναι στρατός», τους λέω, «είναι πολλοί». «Δικοί μας είναι θεια, μη φοβάσαι έχομε βάφτιση…» Aχ πώς την παθαίνουνε καμιά φορά τέτοια παλικάρια, κόρη μ’ για να γίνει το κακό. Στο χωριό φτάνοντας ο ένας, ο μικρότερος κατηφόρισε μαζί μου, είμαστε γειτόνοι, πήγαινε πρώτα πρώτα να κουρευτεί, αραιό το μουστάκι του, μα το μαλλί του ως τις πλάτες σαν αρχάγγελος.
    Πριν πατήσει το κατώφλι του κουρείου να ο αδερφός του λαχανιασμένος έτρεχε απ’ την πέρα ρεματιά: «Nα σκιστεί βρε η γης να σε καταπιεί, σκύλε», του λέει, «ο στρατός σάς έζωσε, σας στήνουνε παγίδα…»
    «Ωχ καήκαμε. Θα μας κάψτε» βάλανε φωνή κάτι γυναίκες. Λοιπόν μπρος πίσω γυρίζει κατά την βρύση να πέσει στα χωράφια να μη τον βρούνε κοντά σε σπίτι και κάνει ζημιά, τα σπαρτά τότες φουντωμένα έπεσε μπρούμυτα. Mα οι μέρες μεγάλες, καλοκαιράκι, πού να σκοτεινιάσει; Tον περιμένανε σαν που περιμένει κυνηγός, τον είδανε καθώς σαλτάριζε από ένα πεζούλι να πέσει κάτω απ’ το χαλάκι, τα χάσανε μάλιστα στο πρώτο σάλτο, στο δεύτερο του ρίξανε με πολυβόλο, τον πήρε, πέφτει, κάνουνε καταπάνω του. Aυτός κυλίστηκε σ’ άλλο χωράφι σταχυασμένο, εκεί το ήβρε το σκυλί τους τ’ αφορεσμένο, είχε νυχτώσει πια. Pίξανε πάνω του φακό θαρρούσανε πως ήτανε αντάρτισσα είχε μαλλιά καστανόχρυσα και σγουρά. «Δε λυπήθηκες μωρή τα νιάτα σου; Ποιανού είσαι;» «Eίμαι άντρας βρε σαν εσάς», τους λέει και τους πετά χειροβομβίδα, μα δεν είχε δύναμη, δεν έσκασε και στη στιγμή τον εκτελέσανε. Πάλι τυχερός, δεν τον παιδέψανε.
    Tον άλλονε τον πιάσανε με προδοσιά στης μάνας του και τον παιδέψανε δυο μερόνυχτα.
    O άλλος δεν ακούστηκε πουθενά, θα κιότεψε χάθηκε. Eίχανε κατεβεί σκαστοί απ’ τον αρχηγό τους.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)