Ο νους τ’ ανθρώπου δε θέλει και πολύ για να στρίψει. Βίδα είναι αυτή και χαλάει. Κι έχουμε δει στις κοινωνίες και στις πολιτείες ανθρώπους παλαβούς και μισότρελους να διευθύνουν κράτη, να κυβερνούνε κόσμο. Κι η κάθε τρέλα έχει το γούστο της. Κι όταν στρίψει κανενός έτσι, στα καλά καθούμενα, αν και δεν είναι βέβαια ευχάριστο το πράμα, κάτι πάει κι έρχεται. Επιτέλους, έχει τους δικούς του, υπάρχουνε κλινικές και φρενοκομεία που μπορεί να τον κλείσουνε και να γιάνει, κάτι θα του κάνουν. Μα να του στρίψει έτσι τραγικά, σαν όπως έστριψε του Γιώργη μέσα στο νεκροταφείο, είναι πάρα πολύ. Το φουκαρά… Να πώς έγινε η δουλειά: καθόμαστε τ’ απόγιομα σαν κατεργαρέοι στον πάγκο τους, που μουφλουζέψανε. Άλλος ματσούλαγε ξεροκόμματα σαν κατσίκα, άλλος κάπνιζε, άλλος σκάλιζε τη μύτη του –ας μας συγχωρηθεί η κακή ανατροφή που πήραμε εδώ μέσα–, κι άλλος πραγματοποιούσε το στίχο του Σολωμού: «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Ξαφνικά, αυτή η μακαριότητα της δυστυχίας μας ήρθε να ταράξει μια εκπυρσοκρότηση. Πίσω απ’ το νεκροταφείο, στο βορειοανατολικό μέρος, ήτανε ο σταθμός Αϊντινίου. Οι Έλληνες φεύγοντας άφησαν βαγόνια γιομάτα πυρομαχικά. Τώρα, ή γιατί δεν τα χρειαζότανε οι Τούρκοι, ή έτσι τυχαία, πιάσανε μπουρλότο κι άρχισε η έκρηξη. Κείνο που γινότανε είναι αφάνταστο. Τρομαγμένοι απ’ τη φωτιά, με το φόβο στην ψυχή κι αποκαμωμένοι, τα χρειαστήκαμε. Το τραγικότερο ήτανε όταν κομμάτια κόκκινα σίδερα άρχισαν να πέφτουν μέσα. Θε μου φύλαγε! Τότε, έγινε μάλε-βράσε. Πού να πας και πού να σταθείς. Μέσα στους τάφους μπήκανε όσοι μπορέσανε. Όξω, περίμεναν οι τσέτες, κι όσοι πηδήσανε απ’ τη μάντρα, τους βουτήξανε. Κι οι γυναίκες να ξεφωνίζουν και να ουρλιάζουν σαν τσακάλια. Ο ένας κρυβότανε πίσω απ’ τον άλλον, κι ούλοι μαζί κουρνιάζαμε πίσω απ’ τα δέντρα και τα μαρμάρινα μνήματα. Ένα κομμάτι οβίδας βρήκε κάποιον στην πλάτη και του άνοιξε ένα τόσο αυλάκι, απ’ όπου μπορούσε να τρέχουν περίφημα σα νεράκι γάργαρο τα παχιά λόγια των ρητόρων περί πατρίδας και θρησκείας και πολιτισμού της ανθρωπότητας. Κι άλλο ένα θραύσμα έκανε πίτα το κεφάλι της κόρης του Γιώργη, μιας ξανθιάς κοπέλας, ίσαμε δεκαεφτά χρόνων και την άφησε στον τόπο. Θυμάμαι που ’χε τεζαριστεί μπρούμυτα η κακομοίρα, σαν από εξαιρετική ευλάβεια, για να πατήσει απάνω της η τέτοια εκδήλωση του πολιτισμού, που της είχε δώσει αυτόν τον τραγικό θάνατο. Ο πατέρας της –μάνα δεν είχε, κι η ίδια ήτανε μοναχοκόρη–, άλλοτε έμπορας με πολλούς παράδες, ξεφώνιζε και δεν ήξερε τι έλεγε. Ξαφνικά, κει που φώναζε και δερνότανε, κι ενώ άλλοι του παράστεκαν στον πόνο του, ξεπετιέται, κι αρχίζει ένα άγριο, κανιβαλικό πήδημα γύρω απ’ το πτώμα, κι έλεγε τραγούδια χαράς, τραγούδια γάμου. Γιατί όχι; Η κόρη του είχε παντρευτεί έτσι απίθανα με το χάρο. Για να πάψει όμως αυτό το σπαραχτικό πράμα, σήκωσαν μερικοί το πτώμα να το θάψουνε. Παπάς δεν υπήρχε, κι ούτε χρειαζότανε. Είχε η δύστυχη ούλα τα προσόντα για να πάει στον Παράδεισο και ν’ αντικρύσει ακόμα κατάμουτρα τον Πλάστη, για να του πει τα όσα δε σέρνει η σκούπα. Πού να τη θάψουν όμως; Σ’ ούλες τις μεριές ήτανε θαμμένοι οι ζωντανοί. Δεν είχε χώρο για τους πεθαμένους. Άταφη, θα βρωμούσε. Μη βρίσκοντας λοιπόν πού να τη θάψουν, τη ρίξανε στο λάκκο με τα σκατά. Κι εκείνα αγκάλιασαν το κορμί της με όσο πόθο θα τ’ αγκάλιαζε κι ένας εραστής. Ο πατέρας ακόμα χόρευε…
Όταν στρίψει η βίδα
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)