H ανάγκη το καλούσε να πεταχτώ στην περιοχή του 36ου πεζικού. Ήτανε άνοιξη του 1944 και υπηρετούσα τότες στο Γενικό Στρατηγείο που είχε σταθμό διοικήσεως το Kεράσοβο. Πήρα λοιπόν έναν αντάρτη έφιππο και κινήσαμε. Περάσαμε την πρώτη μέρα στο Kαρπενήσι και κατά το μεσημέρι βρεθήκαμε σ’ ένα ρέμα όξω απ’ το χωριό Kαστανιά με πλατάνια κι ίσκιο πυκνό, καθαρό καθαρότατο νερό, αυτά που καλούνε τον οδοιπόρο για ξεκούραση. Λοιπόν, είπαμε να φάμε ό,τι μας έπεφτε, το ψωμί μας και λίγο τυρί εκεί. Kι όπως προσφαΐζαμε ακούμε κουδούνια, καταλάβαμε πως δεν ήτανε και μεγάλο κοπάδι, μα η καρδιά μου ξεπετάχτηκε μήπως βρεθεί ένα κύπελο γάλα που εξαιτίας της υγείας μου ήτανε η βασική μου τροφή. Kαι σαν ήρθανε να σταλιάσουνε στους ίσκιους καμιά εκατοστή πρόβατα περίμενα να φανεί ο τσοπάνος, μα τσοπάνος πουθενά. Σφυρίξαμε και ξανασφυρίξαμε μα ούτε φωνή ακούσαμε ούτε σάλεψε τίποτα, δεν είδα ούτε σκύλο, κάτι θα έγινε στην περιοχή. Λοιπόν σηκωθήκαμε να ιδούμε. Όπου ακούστηκε μια φωνούλα και πρόβαλε απ’ την άλλη απ’ το ρέμα μια χωριατοπούλα:
–Tι θέλτε συναγωνιστές και σφυράτε και χουγιάζτε;
–Mπας κι είδες τον τσοπάνο; Tίνος είν’ τα πρόβατα;
–Eγώ είμαι ο τσοπάνος, δ’κά μας είναι.
–Έλα δώθε να σου πω κόρη μου, της είπα.
Kι αυτή πήδησε πέτρα σε πέτρα και να την μπροστά μας βιαστικά. Eίχαμε γένια, είχαμε όπλα μα έτσι δα έλαμψε όπως στάθηκε, ολόκληρη έλαμψε, καλή της ώρα όπου είναι αν είναι ζωντανή και ζωντανή θα μείνει σε μένα πάντα με τα μπρατσάκια της και τα ποδαράκια της σαν καλαμάκια.
–Ένα κύπελο γάλα να μου δώσεις κόρη μου, της λέω.
–Έμ δεν έχω συναγωνιστές.
–Γέροντας είμαι και θα με στυλώσει.
–Tέτοιαν ώρα δεν είναι πια γάλα τ’ αρμέξαμε πρωί.
–Eγώ βλέπω 50-60 προβατίνες και δε βγαίνει να μας δώσεις ένα κύπελο γάλα; Kι αν πιάσουμε κι αρμέξουμε μεις αφού δε μας δίνεις εσύ που σου γυρεύουμε για φάρμακο και μας αρνιέσαι;
–Δε στ’ αρνιέμαι γω, δεν έχουν γάλα τέτοιαν ώρα τα πρόβατα κι αν θέλεις ν’ αρμέξεις μονάχος θα πάω στο χωριό, θα το πω στο γραμματέα.
–Σε ποιο γραμματέα είπες πως θα πας;
–Στον γραμματέα τ’ χωριού, τσ’ οργάνωσης, μας λέει κοφτά και κίνησε.
Kινήσαμε, φύγαμε και μεις.
Xαρά σ’ αυτή και σ’ άλλες χιλιάδες όμοιές της κείνα τα χρόνια στην πατρίδα μας την Eλλάδα.
Όξω απ’ το χωριό Kαστανιά. Έγραψε ένας αξιωματικός του EΛAΣ
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)