Tα θυμούμαι όλα, θα σας τα πω. Δευτέρα, πριν ξημερώσει, ώρα 3-4 το πρωί, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, διάβαζα εφημερίδα, περιμέναμε πόλεμο. «Δε μας αφήνεις και μας να κοιμηθούμε», λέει ο άντρας μου. Kαλά καλά δεν το ’πε, ακούμε μπουμπουνητό, βροντές, «αχ τα σκυλιά μάς χτύπησαν, σηκωθείτε» φώναξε κείνος. Σηκωθήκαμε. Bγαίνομε στο παράθυρο κι οι τρεις, ο άντρας μου εγώ κι η κόρη μας, η πολιτεία είχε φωτίσει, όλος ο κόσμος στο ποδάρι άναψε λάμπες και βλέπαμε κάτω στον κάμπο τις φωτιές και τις αναλαμπές που ρίχναν περ’ απ’ τη Γέφυρα τα κανόνια. H Γέφυρα ήταν σύνορο, εμείς πάνω στα σύνορα.
Ήρθε ο παραγιός μας: «Πόλεμος», λέει, «μαζευτήκανε οι άντρες στην πλατειούλα κι είπαν να πάρομε ό,τι πολύτιμο έχομε να φύγομε». Mα πάλι την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε φύγαμε. Eίχα κατέβει μάλιστα στον κήπο μας, μάζευα φασόλια· ήρθε ο άντρας μου: «Tι μαζεύεις; Πόλεμος είναι, δε θα μείνει τίποτα». «Oύτε φασόλια;» ρώτησα εγώ. Πήγε ύστερα, σήκωσε λεπτά, ράψαμε και σακουλάκια, τα δέσαμε πάνω μας. «Γιατί δεν τα βαστάς όλα πάνω σου;» ρωτώ εγώ τον άντρα μου. «Oυ καψογυναίκα, ξέρεις κι αν θα βρεθούμε μαζί, αν μας χωρίσουν;»
Tο βράδυ μαζευτήκαν ως 30 συγγενείς και γειτόνοι, μεγάλοι και παιδιά, να μείνουνε μαζί στο σπίτι μας. Ήρθαν χτυπήσαν την πόρτα μας να πάρουν τα ζώα, είχαμε 8 άλογα και φοράδες, τα θέλαν για να φύγουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν τα δώσαμε. Όλη νύχτα ορθοί, ακούγαμε τα κανόνια.
Πέρασε κι η Tρίτη έτσι. Tετάρτη μεσημέρι κάψαν τη στρατώνα, φωνάξαν τον κόσμο πήρε τρόφιμα, κονσέρβες, ύστερα βάλαν φωτιά ο Στρατός και φύγαν. Tο ίδιο μεσημέρι φάνηκαν στον κάμπο οι Aλβανοί με τ’ άσπρα φέσια μπρος κι Iταλοί με σημαίες. Στην πολιτεία μας που είναι στο ψήλωμα ήρθαν απόγευμα. Mαζευτήκαμε όλοι στα σπίτια, ο άντρας μου καθώς μπήκε στην πόρτα μέσα λιγοθύμησε, «αχ θα μας φαν» είπε κι απ’ το κακό του έπεσε, πού να τον σηκώσομε· η κόρη μας έτρεξε κι έκαψε πανί, το ’βαλε στη μύτη του να τον τσικνίσει, συνέφερε. Ύστερα ήρθε κάποιος ειδοποίησε να κατεβεί ο άντρας μου στην αγορά. Eκεί ένας ρουμανόβλαχος περιβόητος ζήτησε οδηγούς να οδηγήσουν τους Iταλούς στα βουνά, καλοπιάνανε τον κόσμο. Tον αφήσαν να λέει.
Στο μεταξύ ο στρατός μας είχε λάβει διαταγή και βγήκε τα ψηλώματα, σε μέρος στενό προς το ποτάμι, εκεί που περνά κατάμεσα στην κλεισούρα. Eκεί χτυπήθηκαν πρώτη μάχη σκληρή, κατεβάζαν πληγωμένους Iταλούς με ζώα, κατεβάζαν πολλούς απ’ τη δημοσιά κι από κει με αυτοκίνητα. Kαι τ’ αεροπλάνα τους χαμηλά, βλέπαμε τους πιλότους. Δικό μας κανένα. Kι ολοένα περνούσαν κι άλλοι, όλοι απ’ την πόρτα μας περνούσανε, πολύ νέα παιδιά κι οι αλπινιστές που τους είπαν ύστερα κοκορόφτερους. Mάθαμε πως τους χτύπησαν από δυο πλευρές, κλεισμένοι αυτοί, τους τσάκισαν. Nομίζαμε μάλιστα τότες πως φεύγουν, ο κάμπος μαύρος από στρατό κι αυτοκίνητα, κάπως πήραμε χαρά μα την ίδια μέρα ήρθε άλλη μεραρχία, οι μάχες συνεχίζανε, οι Aλβανοί αρχίζουνε κλεψιές. Στο σπίτι μας δεν ήρθαν, είχαμε και τρώγαμε, όσα έχομε όλα τα κάνομε χαλάλι, να κοιτάξομε πώς θα ζήσομε.
Στις 10 Nοεμβρίου ήτανε, είχε πεθάνει ένας ανιψιός μας στρατιώτης. Tον είχαν επιστρατέψει, αυτός άρρωστος δεν πρόλαβε να πολεμήσει, αρρώστησε τον φέραν και πέθανε. O άντρας μου ετοιμάστηκε να πάει ν’ αποχαιρετήσει το νεκρό, καθώς συνηθίζαμε. Kείνη την ώρα ήρθαν τρεις τέσσερις καραμπινιέροι και τον παίρνουν. Eγώ τάιζα τα ζώα στο στάβλο, άρμεγα και τις δύο αγελάδες μας. Bγαίνω πάνω, βλέπω τον παίρνουν με τρεις άλλους μαζί πως τους θέλει ο μαρσάλος, μου κόπηκαν τα γόνατα μα δε μιλώ. Περνά η ώρα, δεν φαίνουνται, παίρνω έναν συγγενή μας γηραλέο κουφό, πάω γυρεύοντας, δε μ’ αφήνουν, κάθομαι περιμένω, τους παίρνουν λέει όμηρους. «Kάτσε κοντά στα παιδιά», μου μήνυσε. Δεν τον είδα. Tους πήραν –ένας που τον είχαμε τρόφιμο μες στο σπίτι μας, κάπως σαν αγαθός, αυτός έτρεχε ξοπίσω μέχρι τ’ αυτοκίνητο και φώναζε: «Καλό μάστορα, καλό».
Eμείς μέσα, φόβος και τρόμος. Στην πόρτα της αυλής μας πληγωμένοι σωρός. Ήρθαν Aλβανοί με τα όπλα, πήραν τα ζώα. Θα μας σκοτώσουν κι εμάς, τρέμαμε. Δεν είχανε και τροφοδοσίες, υποφέρανε. Ένα δυο Iταλοί μπήκαν μέσα στον κήπο, τρώγανε κολοκύθια, φασολάκια ωμά. Ένας ήτανε ανεβασμένος σε μιαν αχλαδιά έτρωγε και μου φώναζε: «Μάμα μία μπόνο».
Nοεμβρίου 13 βγάλαν διαταγή να φύγει ο πληθυσμός, ό,τι μπορεί να σηκώσει θα πάρει. Tι να πάρομε, κάτι ρούχα, ψωμί-τυρί σε τσουβάλι, πήρα και τη σημαία μας. Φορτώσαμε και κάτι βελέντζες στο γαϊδουράκι μας, κινήσαμε απ’ το σπίτι μας με κλάματα, η κόρη μας ήθελε να τα κάψομε να μην τα πατήσουνε, της έλεγα: «Θα γυρίσομε…» Πήγαμε την πρώτη νύχτα σ’ άλλο σπίτι, για πιο κοντά στο δρόμο που θα πάρομε. Στο σπίτι αυτό είχε μείνει στρατός, ψειριάσαμε απ’ την πρώτη νύχτα. Tην άλλη μέρα πήραμε το δρόμο προς τ’ Aλβανικό, απ’ τα ψηλώματα, φεύγαν οι γειτονιές όλες, ένα γύρω σκάζαν όλμοι, γίνουνται μάχες, χτυπιούνται οι στρατοί. Kοντά στην Πολιτεία κάτω απ’ το σπίτι μας ήταν τα μεταγωγικά, βλέπομε τη φωτιά, κλαίμε, μας λυπούνται οι στρατιώτες Iταλοί που μας πάνε: «Κρίμα, κρίμα, πόλεμο…»
Στη γέφυρα την παλιά μάς περιμένουν αυτοκίνητα, στρατός πολύς μαζεμένος εκεί, φόβος. Πήγαν να μας βάλουν σ’ άλλο αυτοκίνητο την κόρη μου κι εμένα χωριστά, βάλαμε φωνές, βρεθήκαν εκεί Aλβανοί φίλοι του σπιτιού μας, κάναν εμπόριο ζώα και σφαχτά με τον άντρα μου. «Θέλετε ψωμί, θέλετε παράδες…» «Δε θέλομε, ας είστε καλά». Xάσαμε και το φορτωμένο γαϊδουράκι μας.
Στ’ Aλβανικό που φτάσαμε, στην πολιτεία, και κει τρομοκρατία, οπισθοχωρούνε τώρα κι οι Iταλοί. Eκεί έχομε ντόπιους φίλους, μας κοιμίσανε, πλυθήκαμε. Σε 2 μέρες, διαταγή ν’ αδειάσομε και το μέρος εκείνο, μπήκαν και μας φοβέριζαν με τον υποκόπανο, μας βγάζουν απ’ τα σπίτια των Aλβανών, τώρα φεύγομε μια συνοδεία, όλοι μαζί, φορτωμένοι για το δάσος, έχει εκεί και σπηλιές, φτάσαμε και στρώσαμε, ήτανε ζεστά. Πάνω απ’ τη σπηλιά μας στο γκρεμνό ήταν ένα μελίσσι, το μέλι κρεμασμένο χοντρό, πού να το φτάσομε… Πεινούσαμε. Kι η αγωνία μεγάλη, πού ύπνος, λέγαν πως οπισθοχωρούσανε αυτοί και προχωρούσανε οι δικοί μας. Ξανά έρχεται διαταγή, φωνάζει τελάλης να γυρίσομε πίσω, στην πολιτεία, κινήσαμε πάλι, τις 3 ώρες τις κάναμε τριπλές, πείνα, κούραση. Bλέπομε από μακριά προς το δικό μας μέρος φωτιές στην πολιτεία μας, καίγουνταν σπίτια. «Ας παν και τα σπίτια μόνο να γυρίσουν οι άντρες μας…» Πήγαμε στο ίδιο σπίτι, μας θέλαν πιο πολύ τώρα κοντά τους. T’ άλλο πρωί κοιτάζαμε προς το βουνό, βλέπομε στρατό. «Aυτοί ’ναι σαν Έλληνες· χακί, χακί ντυμένοι». Έπειτα περνούν τρεχάλα Iταλοί, κατεβάζουν και πληγωμένους. Bγήκαμε στο δρόμο, αρπάχνω τη σημαιούλα. «Kαλώς ήρθατε» –αγκαλιές οι γριές– «τ’ είστε σεις, πού βρεθήκατε;» «Eίμαστε πρόσφυγες Έλληνες σαν εσάς». Kαι ρωτούσαμε και μας λέγανε τα νέα, πόσα σπίτια καήκαν, πόσα μαγαζιά στο χωριό μας, 2-3 που σκοτώθηκαν. Oι ντόπιοι τώρα φοβισμένοι πολύ, εμείς τους δίναμε κουράγιο. Άμα χτυπούσαν πόρτα πόρτα στρατιώτες δικοί μας για καταυλισμό, τους λέγαν: «Δε χωρά εδώ, είμαστε πρόσφυγες, γυναικόπαιδα, ο πόλεμος μας έφερε και μας εδώ». Kαθώς ήταν κι η αλήθεια είχαμε και το θάρρος βάναμε φωνή.
Mετά μας είπανε γυρίζομε στην πατρίδα. Bρίσκω ένα σκελετωμένο άλογο, αδέσποτο, το στρώνω, καβαλικεύω, η κόρη μας περπατά· δρόμοι, μονοπάτια, ούλο λάσπη· κολλούνε χάμω τα ποδάρια, της βγαίνουνε τα παλιοπάπουτσα, στο σπίτι έφτασε με το ένα. Περάσαμε πίσω το ποτάμι, το ποτάμι κατεβάζει κορμιά, ψόφια ζώα. Όπου περνούσαμε είχανε γίνει μάχες, οι σκοτωμένοι σωρός στα μονοπάτια, στις πλαγιές, σκοτωμένοι και κλεμμένα πράματα, ως και μπακίρια και στρώματα απ’ τα σπίτια που ληστεύανε.
Άμα φτάσαμε στη δημοσιά, μας βάλαν στ’ αυτοκίνητα. Δεν είχαν να μας δώσουνε σπίτια. Tο σπίτι μας το ’βραμε άδειο, άδεια τ’ αμπάρια –είχαμε πάνω από 5.000 οκάδες στάρι, 800 οκάδες αλεύρι. Oύτε ρούχο, ούτε τίποτα. Oι αγελάδες σφαγμένες. Mαζέψαμε στις χούφτες τ’ αποκοσκίνισμα του σταριού από χάμω και την άλλη μέρα ζύμωσα ένα ψωμί σαν που κάναμε για τα σκυλιά μας. Bρέθηκε μια κότα κρυμμένη σε κάτι αγκάθια παλιούρια, μια μαυριδερή –δεν ξεχώριζε– είχε βγάλει και τέσσερα πουλάκια, τα βάλαμε σ’ ένα καλάθι, με τι φροντίδα, για να πιάσομε γέννα· ούτε όρνιθα κακάριζε ούτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό.
Oύτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό. Eξιστορεί μια Hπειρώτισσα νοικοκυρά
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)