Γεννήθηκα στη Σμύρνη… (Είναι τώρα ερείπια…) το 18… (καλύτερα να κρύψω τα χρόνια μου) στη Σμύρνη… δεν έχει σημασία… αφού καμιά πόλις δεν θα ερίζει μετά θάνατον για μένα.
Από μικρό παιδάκι είχα λατρεία για το θέατρο. Ήμουν θυμάμαι στο Νηπιαγωγείο όταν σε κάποια εορτή του σχολείου ο μεγαλύτερός μου αδελφός απήγγειλε ένα μονόλογο.
Η ανάμνηση αυτή είναι ολοζώντανα χαραγμένη στη μνήμη μου. Ένα μικρό ξύλινο θεατράκι πρόχειρα στημένο στη μεγάλη αυλή του σχολείου και ο αδελφός μου έκανε τον τυφλό μ’ ένα ραβδί στο χέρι. Η απαγγελία του είχε ενθουσιάσει το πλήθος των θεατών. Εγώ στριμωγμένος σε μια γωνίτσα ένοιωθα τα δαγκώματα της ζήλειας. Η καρδούλα μου κτυπούσε δυνατά κι έλεγα μέσα μου: «Ναι, εγώ θα το ’λεγα καλύτερα». Οι γονείς μου δεν τολμούσαν να πάνε στο θέατρο χωρίς εμένα. Ένα βράδυ ο πατέρας ζήτησε να με ξεγελάσει ότι θα πήγαιναν δήθεν με τη μητέρα σε κάποια επίσκεψη. Κατάλαβα ότι μου λέει ψέματα. Μόλις τους άκουσα να κλείνουν την εξώπορτα τινάχτηκα γυμνός απ’ το κρεβατάκι μου, έτρεξα στην κάμαρά τους που ’βλεπε στο δρόμο και απ’ τις γκρίλιες παρακολουθούσα με αγωνία να ιδώ πού θα πήγαιναν γιατί θα ’πρεπε να πάρουν τον δρόμο αριστερά. Τους είδα να στρίβουν δεξιά, τον δρόμο του θεάτρου. Εκάθισα γυμνός στο επάνω σκαλοπάτι της σκάλας μας και έκλαιγα όλη τη νύχτα. Κάποτε γύρισαν απ’ το θέατρο. Πρώτη ανέβαινε τη σκάλα η μητέρα μου. Σήκωσα με λύσσα τα χέρια μου και δίνοντάς της δυο μούντζες, της είπα ανάμεσα στους λυγμούς μου: «Νά, νά, να πεθάνεις που δε με πήρες στο θέατρο». Ξωπίσω ανέβαινε ο πατέρας και με υπεδέχθη με ξύλο αλύπητο.
Το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στο μεγάλο θέατρο της Σμύρνης. Θα ήμουν τεσσάρων ετών τότε που κάηκε το θέατρο. Ο πατέρας μ’ έπαιρνε πολύ συχνά καβάλλα στον ώμο του. Εκείνο το βράδυ παίζανε το Λάζαρο το Βοσκό. Θυμάμαι ακόμη τη σκηνή που ρίχνει ένας δηλητήριο στο ποτήρι του άλλου. Στο μυαλουδάκι μου δεν μπορούσε να χωρέσει πως αυτό ήταν ψέμα. Ενόμιζα ότι τον δηλητηριάζανε στ’ αλήθεια, έτρεμε η καρδούλα μου και ρωτούσα ολοένα τον πατέρα μου:
– Τι θα γίνει τώρα μπαμπά; Θα πεθάνει αυτός;
– Όχι παιδί μου, αυτά όλα γίνονται στα ψέματα.
– Στα ψέματα, επανέλαβα και σώπασα.
Αυτό μ’ απογοήτευσε κάπως. Δέκα λεπτά μετά το τέλος της παραστάσεως το θέατρο πήρε φωτιά. Την άλλη μέρα ο πατέρας μού λέει.
– Μήτσο, ξέρεις, το θέατρο κάηκε χθες το βράδυ.
Έπεσα κάτω στο πάτωμα και σπάραζα απ’ το κλάμα. Έκανα πολύ καιρό να παρηγορηθώ. Στο σχολαρχείο είχαμε για μάθημα τη μετάφραση της Ιλιάδος. Αυτό ήταν το πιο αγαπημένο μου μάθημα. Ήμουν ξετρελλαμένος με την έριδα Αχιλλέως και Αγαμέμνονος. Το είχα αποστηθίσει όλο, και σε κάθε ευκαιρία ανέβαινα σε μια καρέκλα να τ’ απαγγείλω. Ο πατέρας δεν μου ’λεγε ποτέ προ του φαγητού ότι θα με πήγαινε στο θέατρο. Αυτό μου έκοβε την όρεξη κι απ’ τη χαρά μου δεν έτρωγα. Μου το ’λεγε μετά το φαγητό. Η σοφίτα του σπιτιού μας είχε μεταβληθεί σε θέατρο. Διοργάνωνα κάθε τόσο παραστάσεις και καλούσα τα διάφορα παιδιά της γειτονιάς βάζοντας είσοδο ένα μεταλίκι το άτομο για να καλύψω τα διάφορα μικροέξοδά μου. (Περίεργο, τότε τουλάχιστον είχα λίγο επιχειρηματικό πνεύμα). Σπαθιά ξύλινα, καπέλα από χαρτόνι, και άλλα σύνεργα για το διάκοσμο της σκηνής. Για μαντέλλο προμηθευόμουνα απ’ τα ντουλάπια της μάνας μου τις κουβέρτες και κατά προτίμηση τις κόκκινες. Πολύ συχνά, οι κόκκινες αυτές κουβέρτες έγιναν αφορμή να μου κοκκινίσει τα μάγουλα η μητέρα μου. Είχα για βοηθούς τους δυο μικρότερους αδελφούς μου. Ο Βελέιλ ή ο Υιός της Νυκτός ήταν το ευνοούμενόν μου έργο και ψόφαγα κυριολεκτικά για μονομαχίες. Μια μέρα κατά την παράσταση, μονομαχούσα με τον έναν απ’ τους αδελφούς μου κι αυτός δεν εννοούσε να πέσει.
– Πέσε, πέσε, του ψιθύριζα εγώ, πέσε, σε σκότωσα.
Εκείνος τότε γυρίζει και μου λέει φουρκισμένος.
– Μα, τι; Όλο εγώ θα πέφτω; Πέσε και συ μια φορά!
Το δράμα μετεβλήθη ευθύς σε κωμωδία. Έγινα θηρίο απ’ το κακό μου. Το επεισόδιο αυτό με είχε θίξει στα ιερώτερα. Έκανα πολύ καιρό να ξαναδώσω παράσταση.
Οι γονείς μου είχαν μεγάλη αδυναμία σε μένα. Ίσως γιατί ήμουν φιλάσθενο παιδί και πολλές φορές κινδύνεψε να με χάσουν. Μα περισσότερο νομίζω, γιατί απ’ τη μέρα που γεννήθηκα όπως μου ’λεγε κάποτε η μητέρα, έφερα την ευτυχία στο σπίτι μας. Την πρόληψη αυτή την είχε ιδιαιτέρως ο πατέρας. Το ξέρω καλά απ’ το εξής, μεγάλο γεγονός, που έγινε η πρώτη αφορμή να ρημάξει το σπίτι μας. Ο πατέρας εργαζότανε στο κατάστημα Wittal για χρόνια πολλά ως αποκλειστικός μεσίτης και είχε την εύνοια του ενός εκ των αδελφών της οικογενείας, του Ρίτσαρ Wittal με τον οποίον τον συνέδεε φιλία αδελφική.
Ένα μεσημέρι βγαίνοντας απ’ το γραφείο τού λέει: «Μουράτ, μου προτείνουν δουλειά με την Ελληνική Κυβέρνηση να προμηθεύσω κριθάρι, αλλά δεν θα δεχθώ», (ομιλούσε καλά τα ελληνικά), (τη φράση αυτή την είπε αγγλιστί:) «Because Greeks are thieves» (γιατί οι Έλληνες είναι κλέφτες). Αυτό που λες με θίγει και μένα, του απαντά ο πατέρας, γιατί είμαι Έλλην και αναλαμβάνω την υπόθεση αυτή υπ’ ευθύνην μου. Ήμουν μικρός και δεν μπόρεσα να καταλάβω πως όλη αυτή η δουλειά εδικαίωσε τα λόγια του Άγγλου. Ξέρω μόνο πως ο πατέρας, έφυγε σαν τρελλός απ’ τον Πειραιά, με ζημία 5 χιλ. λίρες. Κάποια τρικλοποδιά τού είχε γίνει στο συμβόλαιο. Είχε αυτό το ποσόν περίπου κατατεθειμένο στο κατάστημα. Επήγε στο γραφείο του Ρίτσαρ Γουίτωλλ και του είπε: «You are right, Greeks are thieves». Να κρατηθεί η ζημία απ’ τα χρήματα που έχω στο ταμείο σας. Εκείνη την εποχή, ήταν θέρος, μας είχε στείλει τα τρία μεγαλύτερα αγόρια να περάσωμε το καλοκαίρι μας στο σπίτι του Άγγλου καθηγητού μας Κράμερ, σ’ ένα μακρινό χωριό της Σμύρνης, Τζιμόβασι. Την κακοτυχία του όλη στην υπόθεση αυτή την απέδωκε στο ότι έλειπα εγώ απ’ το σπίτι. Το θεώρησε γρουσουζιά. Έστειλε αμέσως τηλεγράφημα: «Στείλε μου πίσω το Μήτσο». Στην υπόθεση αυτή δυστυχώς είχε ανακατωθεί και ο αδελφός της μητέρας μου. Αυτό ήταν η αφορμή που έφερε την πρώτη διχόνοια ανάμεσα στους γονείς μου. Ακολούθησαν έπειτα και άλλα λυπηρά γεγονότα και κατέληξαν στη μοιραία και αναπόφευκτη ανάγκη να χωρίσουν. Η ρήξις έγινε υπό περιστάσεις πολύ τραγικές. Τόσο που για πολύ καιρό η ευαίσθητη καρδιά μου πονούσε και θλιβότανε και που η ανάμνησις και τώρα ακόμη είναι τόσο θλιβερή ώστε να μου κάμει αδύνατη την εξιστόρηση.
Ο πατέρας γυρίζοντας απ’ τας Αθήνας τότε, ήταν κυριολεκτικά σε μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Μας απηγόρευσε να μιλούμε ελληνικά και μας υποχρέωσε με την Εγγλέζα τη γκουβερνάντα που είχαμε να κάνωμε και την προσευχή μας αγγλιστί. Ήταν τόσο έξαλλος που ήθελε για μια στιγμή ν’ αλλάξει και τη θρησκεία του.
Θα ήμουν τότε πέντε έως έξι χρονών και όμως θυμάμαι καλά πως οι αποφάσεις του αυτές είχαν αναστατώσει την παιδική μου ψυχή. Στη δασκάλα μπροστά έλεγα την προσευχή μου αγγλιστί μα μόλις έπεφτα στο κρεβατάκι μου και έμενα μόνος, σηκωνόμουνα σιγά σιγά στα γόνατα και την ξανάλεγα στη γλώσσα μας.
Εκείνη η κοκκαλιάρα η Εγγλέζα με το φλεγματικό της βρετανικό ύφος, που εννοούσε να μας επιβάλλει τη σκληρή αυτή απόφαση του πατέρα μας, ν’ απαρνηθούμε δηλαδή τον εθνισμό μας, μου καθόντανε στο στομάχι και καραδοκούσα μια ευκαιρία να ξεθυμάνω επάνω της και να βγάλω το παιδικό μου άχτι.
Ένα απόγευμα κατέβαινε με τη μαύρη της νταντελένια τουαλέττα να κάνει το μάθημα του πιάνου. Δεν ξέρω γιατί εκείνη την ημέρα μού φάνηκε μπροστά μου σαν σκιάχτρο. Εκάθισα δίπλα της πολύ δύσθυμος. Άρχισα τα exercices. Με τις πρώτες νότες τα θαλάσσωσα. Μ’ αντιπαθούσε κι αυτή εξ ενστίκτου όσο κι εγώ. Με το πρώτο λάθος μού δίνει μια γερή ξυλιά στα χέρια μ’ εκείνο το εγγλέζικο ξερακιανό χέρι της.
Αυτό μ’ έκανε θηρίο. Τινάχτηκα σαν σούστα, όρμησα επάνω της σαν αστραπή, εκόλλησα σαν βδέλλα στο κορμί της και με υστερική λύσσα της κουρέλιασα την νταντέλλα του φορέματός της.
[Παιδικά χρόνια]
(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)