Σε λίγες μέρες έπεσα κάτω από ένα άλογο και έσπασα το αριστερό μου χέρι. Πήρα φύλλο πορείας για το Νοσοκομείο του Μεγάλου Χωριού. Μου το έδεσε ο γιατρός και μου λέει: «Πόσο χρονών είσαι;» 18 του λέω. «Σε 18 μέρες λύσε το». Έφυγα με άδεια για το χωριό μου και σε 17 μέρες πάλι στο σύνταγμα. Την πρώτη μέρα που πήγα, το βράδυ έμεινα στο σχολείο. Επειδή όμως δεν έκλεινε καλά η πόρτα βάζανε ένα κούτσουρο από τη μέσα μεριά. Εγώ δεν το ήξερα και τη νύχτα που βγήκα «πρός νερού μου» μπερδεύονται τα πόδια μου στο κούτσουρο, ακουμπάω στην πόρτα με δύναμη και ξανασπάει το χέρι μου. Το πρωί πάλι για το νοσοκομείο του Μεγάλου Χωριού να μου δέσουνε το χέρι. Τώρα το είχα δεμένο ένα μήνα. Πήγα με άδεια πάλι στο χωριό μου, το έλυνα, του έκανα μπάνιο και άσκηση κάθε μέρα για να μην πάθει αγκύλωση και το ξαναέδενα. Αφού τελείωσε η άδεια, ξαναπήγα στο σύνταγμα.
Τώρα με τοποθέτησαν στην υποδειγματική ομάδα της ΕΠΟΝ του Λόχου Διοικήσεως του 36ου Συντάγματος. Η αποστολή μας ήταν να γυρίζουμε στα χωριά, προ παντός στα καμποχώρια του Λαμιακού κάμπου και τραγουδάγαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια και εμψυχώναμε τον κόσμο. Μετά τη διάλυση του Ψαρρού, το σύνταγμά μας πήγε στο Μπέρικο Ευρυτανίας. Εκεί η περιοχή είχε κοιλιακό τύφο και κάναμε αντιτυφικά εμβόλια. Μόλις έκανα το τρίτο εμβόλιο με έπιασε πολύς πυρετός και με πάνε στο αναρρωτήριο του συντάγματος. Εκεί ο γιατρός, ξέροντας ότι έχω κάνει εμβόλια, διαγνώνει κρυολόγημα και άρχισαν τα ζεστά. Σε 3-4 ημέρες έχασα τις αισθήσεις μου από τον πολύ πυρετό και άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Τότε κατάλαβαν ότι έχω τύφο. Άρχισαν τα κρύα και το χιόνι που έφερναν από το βουνό. Όταν ήμουν σ’ αυτή την κατάσταση, φεύγει το 36ο Σύνταγμα από την περιοχή και έρχεται το 42ο όπου με παραδώσανε σ’ αυτό, με καπετάνιο τον Μπελή και πολιτικό τον Περικλή. Μόλις με είδανε, με γνωρίσανε και φωνάζουν τον νοσοκόμο, Φώτη Τουρναβίτη απ’ το Περίβλεπτο, και του δίνουν εντολή να με αλλάζει και να με ταΐζει. Δεν άνοιγε το στόμα μου και με λάστιχο από τη μύτη μου έριχναν γάλα στο στομάχι. Έτσι όπως ήμουν αναίσθητος πέρασε και ο Ιούλιος μήνας.
Τον Αύγουστο του ’44 οι Γερμανοί άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ξεκίνησε φάλαγγα από το Αγρίνιο, φάλαγγα από τη Λαμία με σκοπό να ενωθούν στο Καρπενήσι. Με πήρανε με φορείο και σε 3-4 μέρες με φέρανε στο χωριό Χελιδόνα, λίγο πιο μακριά από το μοναστήρι του Προυσσού. Εκεί με άφησαν στην οργάνωση να με φυλάξει και η ομάδα ανταρτών που με κουβαλούσε έφυγε. Από εκεί η Οργάνωση της Χελιδόνας με μετέφερε στο βουνό, στα έλατα, σε μια σπηλιά και άφησαν μαζί μου, για να με προσέχει, τον χωριανό γερο-Λαμπροκώστα. Του είπαν να μου δίνει μόνο γάλα. Εγώ ακόμα δεν είχα επαφή με το περιβάλλον και ούτε καταλάβαινα τι μου γινόταν και πού ήμουνα.
Κάποια μέρα άνοιξα τα μάτια μου και άρχισα να συνέρχομαι αλλά δεν άκουγα και δεν μπορούσα να κουνήσω το αριστερό μου χέρι. Ήμουν ένας σκελετός, μόνο κόκαλα, νεύρα και φλέβες. Όπως ήμουν στο φορείο άρχισα σιγά σιγά να σηκώνω το αριστερό μου χέρι με το δεξί, μα όταν το άφηνα αυτό έπεφτε κάτω σαν ξύλο. Αυτό το έκανα όλη την ημέρα.
Οι Γερμανοί ήλθαν στο χωριό, κάθησαν 5-6 μέρες, αλλά δεν το έκαψαν. Έκαψαν όμως το μοναστήρι του Προυσσού. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, σε λίγες μέρες, μου λέει ο παππούς: «Ξέρεις γράμματα;», γιατί αυτός δεν ήξερε. Να γράψεις ένα γράμμα στην οργάνωση να έλθουν να μας πάρουν. Οι Γερμανοί έφυγαν απ’ το χωριό. Μου δίνει ένα μολύβι και χαρτί, πήγα να γράψω, αλλά δεν μπορούσα να πιάσω το μολύβι στα δάχτυλά μου. Προσπάθησα, αλλά τίποτα. Σε λίγες μέρες ήλθε η οργάνωση και με κατέβασε στο χωριό. Ήμουν σε κακά χάλια. Στον πισινό μου είχα δυο καλόγερους που έβγαζαν πύον. Προσπάθησαν να με σηκώσουν, αλλά ήμουν σκελετός. Δεν ήταν δυνατό να σηκωθώ όρθιος. Με πλένανε σε μια σκάφη, μου κινούσαν τα πόδια και με τα πολλά κατάφερα, κάποια μέρα, να σταθώ όρθιος. Με τον καιρό, κρατώντας τον τοίχο άρχισα να κάνω σιγά σιγά λίγα βήματα και με την βοήθεια των παιδιών της ΕΠΟΝ κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να καθήσω σε καρέκλα. Όταν η οργάνωση κατάλαβε ότι μπορώ να σταθώ καβάλα, με βάλανε σ’ ένα μουλάρι και με φέρανε στο νοσοκομείο που ήταν στο χωριό Κορυσχάδες. Στο νοσοκομείο όμως δεν είχαν σχεδόν τίποτα για φαγητό. Μόνο ρεβύθια και κουκιά, τίποτε άλλο.
Μια μέρα μου λέει ο γιατρός: «Όπως βλέπεις, Ατρόμητε, δεν έχουμε τίποτε να φάς, εσύ χρειάζεσαι καλή τροφή για να αναρρώσεις. Αν μπορείς να πας στο χωριό σου». Και εγώ του είπα: «Ναι, με ζώο καβάλα». Μου δίνει λοιπόν χαρτί να το δώσω στην οργάνωση για να με προωθήσουν με ζώο στο χωριό μου, όπου έφθασα αλλά σαν ένας ζωντανός σκελετός. Δεν με γνωρίσανε. Τα μαλλιά μου είχαν πέσει και το κεφάλι μου έβγαζε χνούδι.
Πάλι τραυματίας και τύφος
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)