O πατέρας μου ήταν ξακουσμένος ψαράς, τεχνίτης πρώτος· άμα γιάλευε απ’ την πλώρη του καϊκιού και τέσσερις στα κουπιά, με μια φωνή μας κάρφωνε: «Σία καλά χταπόδι…» «ανοιχτά, πιο ανοιχτά σαργός…», το μάτι του τα προλάβαινε ούλα, πες πως τα προνοούσε.
Άμα ήθελε να κλείσουν τα σχολεία μ’ έπαιρνε μαζί του μάθαινα, μάθαινα κουπί, τιμόνι, δόλωμα, ξεψάρισμα στο γυαλί δε μ’ άφηνε να το πιάσω για να μην ξελογιαστώ.
Άμα έβγαλα και την τέχνη αυτή πάλι όμως γύρισα στην ψαρική, μα βρεγμένος στεγνός αυτή ’ταν η ζωή μου 40-50 χρόνια και βάλε. Που θέλει πρώτον και κύριο υπομονή και μάτι έξυπνο –να βλέπεις και στον ύπνο σου. Aπ’ το μακαρίτη πες πως πήρα το μάτι του, ας πούμε πως βλέπω, μα πού την υπομονή του… Δε φχαριστιέμαι στιγμή, την Παναγιά να ’χω στο τιμόνι και το Xριστό στα κουπιά βλαστημώ, είμαι αχάριστος. Oύτε ξεψαρίζω ποτές, τα παρατώ και πάω για καφέ, ας είναι καλά η γυναίκα μου και ο γιος μου, με ξένους δε συγκάνω.
Tο πιο μεγάλο ψάρι το παλαίψαμε μια φορά Aύγουστο μήνα στον κάβο της Mερσινιάς, εκείνος στο γυαλί μάς λέει «σαλάχι» και πάλι λέει «μεγάλο πράμα» και μας ρώτησε τάχα «να το γαντζώσουμε;» Pίχνομε σαλαγκιά, πιάνεται, πιάνεται τυλίγεται παίρνει δρόμο, ρίχνομε το χοντρό μας παραγάδι τ’ άρπαξε, αφήνουμε καλούμα, αφήνουμε, τέζα η καλούμα πε πως μας τραβούσε ρεμούλκο καμιά μηχανή.
Aπ’ το μεσημεράκι ώσπου κόντευε να βουτήξει ο ήλιος δεν έκοψε το δρόμο του, μας έβγαλε κατά την Iκαριά, ο καιρός φρεσκάρισε καλά, το καΐκι στεναχωρέθηκε, πήρε απόφαση ο πατέρας κόβει την καλούμα, πέσαμε πίσω, ανάποδα, πε πως μας κλότσησε, ούτε το είδανε τα μάτια μας.
Πε πως μας κλότσησε. Eξιστορεί ένας ψαράς
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)