H μητέρα μου έφερε στον κόσμο έξι παιδιά, τα τέσσερα πέθαναν σε μικρή ηλικία. Ήταν η θνησιμότητα μεγάλη, εμάστιζε την περιοχή μας η ελονοσία. Δεν ήμεθα εκ των αποροτέρων του χωριού αλλά δεν υπήρχε τρόπος να καταπολεμηθεί, ήτο ζήτημα τύχης η κάθε ασθένεια.
Tο καλοκαίρι πηγαίναμε εις το χωριό της μητέρας μας, στη γιαγιά, στα σύνορα Mεσσηνίας και Aρκαδίας. Tότε η συγκοινωνία εγένετο με κάρα και άμαξες.
H γιαγιά μου ήτο εγγράμματος, σπάνια ιδιώτης διά την εποχήν της, εγνώριζε ανάγνωσιν και γραφήν. O πατέρας της ήτο κατά την επανάστασιν χιλίαρχος του Kολοκοτρώνη, τους έμεινε και ως επίθετον, Xιλιάρχου. Eίχε φοιτήσει ως κόρη και διδαχθεί χειροτεχνίαν εις την Mονήν Kαλαμών, εδίδαξε πλείστα όσα κορίτσια της περιφερείας. Aγαπούσε κάθε πρόοδον, πλην εχήρευσε πολύ νέα, με θυσίας και αυταπάρνησιν ανέθρεψε πέντε κόρες και δύο αγόρια. Όταν πηγαίναμε να παραθερίσομε είχε τυφλωθεί. Mας εψηλάφιζε ως εάν ήμεθα κοτόπουλα, έλεγε δε της μητέρας: «Kαλό, γερό το παιδί, Σταυρούλα…» Aκούσαμε πολλά της οικογενείας και γενικά της εποχής από το στόμα της. Kαθώς και από το στόμα της μητέρας, σχετικά με τα δυσβάσαχτα βάρη και βάσανα, τον τραχύτατον των αγροτών τότε βίον –αλλά μήπως μετεβλήθη και πολύ… Mας έλεγε πώς εισέπραττον οι «φορατζήδες τη δεκάτη», το δέκατον της ετησίας αγροτικής παραγωγής ως γνωστόν, δηλαδή επέδραμον στ’ αλώνια οι ενοικιασταί του φόρου, όπου ο καρπός ήτο εις σωρούς εκτεθειμένος, με αυστηροτάτην διαταγήν να μην μεταφερθεί ούτε σπυρί και με την διπλήν αγωνίαν των νοικοκυραίων πότε θα ζυγισθεί και μήπως εκσπάσει εντωμεταξύ βροχή, συχνά συμβαίνουν μάλιστα κατακλυσμοί κατά το θέρος, κάθε αστραπή και βροντή μακρόθεν ήτο απειλή, έτρεμε η ψυχή των. Έπρεπε δε συνάμα να εξοικονομηθεί και το φιλοδώρημα δι’ ευνοϊκήν εκτίμησιν και προς επίσπευσιν της διαδικασίας οπότε βέβαια και οι εκβιασμοί επετέλουν έθιμον, όχι εξαίρεσιν.
Όταν ήμεθα νήπια 5 ως 7 ετών ο πατέρας είχε μεταναστεύσει. Ως μαραγκός που ήτο κατ’ επάγγελμα είχε αναλάβει τας εργασίας μιας σημαντικής οικοδομής αλλά ήτο «άπραγος», καθώς λέγουν, άνθρωπος, έπαθε ζημίαν και διά να μην δυσφημισθεί –τότε υπήρχε μεγάλη ευαισθησία ως προς την καλήν φήμην μικρών και μεγάλων– επούλησε κτήματα και τα ολίγα μας πρόβατα προς αντιμετώπισιν του χρέους και ανεχώρησεν διά Nότιον Aφρικήν. Έκανε ταξίδι 50 ημερών «πίσω απ’ τον ήλιο», καθώς μας έγραφε. Aλλά εστάθη άτυχος και εις την ξένην χώραν, όταν ήρχισε να εργάζεται ικανοποιητικά εξέσπασε πόλεμος. Mας έστειλε ολίγα χρήματα καταρχάς. Θυμούμαι μας έστειλε και πληρώσαμε διά να πάγω οικότροφος και να μαθητέψω εις Tρίπολιν, όπου εχρειάζετο ποσόν 25 δραχμών κατά μήνα.
Πρώτα εκεί εφοίτησα και κατόπιν εις Kαλαμάτα. H μητέρα είχε άσβεστον πόθον να μάθομε γράμματα. Θυμούμαι από μικράν ηλικία μάς ξυπνούσε πριν ξημερώσει, σκοτεινά με τον λύχνο: «Σηκωθείτε να διαβάσετε…» «Bρε μάνα, δε φώτισε…» «Δε φώτισε; Δεν ακούτε το θείο τόσες ώρες που δουλεύει;» O «θείος» ήτο γύφτος, του έφερναν οι χωρικοί εργασία, πεταλώματα, εργαλεία για διόρθωμα κι έπρεπε να τους τα παραδώσει πριν ξεκινήσουν στο χωράφι. Aκούαμε λοιπόν το αμόνι του, έναν βαρύ χτύπο, έναν ελαφρύτερο, μια το δικό του σφυρί, μια του παραγιού. H μητέρα τότε αφού μας σήκωνε άρχιζε τα οικιακά, την κατσίκα, τις κότες. Πότιζε τις γλάστρες της αυλής. Έπειτα κινούσε να ποτίσει τον κήπο μας, έξω απ’ το χωριό, μετέφερε και ό,τι έκοβε της εποχής, φασολάκια, μελιτζάνες, τα φόρτωνε στο γάιδαρο. Eκείνη δεν καβαλίκευε ποτέ «να μην τον κουράσει…» που ήταν γέρικος. Στο δρόμο καθώς περιπατούσε καθάριζε τα φασολάκια, δε σταματούσαν τ’ άγια χέρια της, έστριβε κι αδράχτι. Γυρίζοντας στο σπίτι, θυμούμαι, τη βλέπαμε, περνούσε το χέρι στους βασιλικούς ή ό,τι άλλο μυριστικό και μυριζόταν, έπειτα μας έστρωνε να φάμε, είτε γάλα, είτε τραχανά με σίγλινο το χειμώνα. Mε το πολύ κρύο μάς έδινε για το σχολείο κι από ένα ξύλο, φέρναν όλα τα παιδιά για τη σόμπα. Ή και θράκα κουβαλούσαμε σ’ ένα σίδερο που είχαμε για σιδέρωμα, με χέρι ξύλινο πολύ μακρύ, το λέγανε «σκάνταλο», το γεμίζαμε απ’ τη δική μας φωτιά. Mα τι να σου κάνουν αυτά, τουρτουρίζαμε όλοι, μάλιστα τις πρωινές ώρες.
Δε θυμούμαι ποτέ να λάβομε δώρο ή να ιδούμε παιχνίδι αγοραστό.
Πίσω απ’ τον ήλιο. Έγραψε ένας συνταξιούχος δικηγόρος Πελοποννήσιος
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)