Από ψηλά, από τα αναμερισμένα παραπέτα του αμπαριού φαινόταν πως δεν είχε ξημερώσει ακόμα, όταν ακούμε να μπαίνουν σε κίνηση οι μηχανές και ύστερα από κάτι σφυριξιές, να τραβιέται η άγκυρα και να ξεκινά το καράβι…
Και τότε, χωρίς να ξέρουμε το γιατί, άρχισε η καρδιά να χτυπά γρήγορα και κάπως άρρυθμα.
Ίσως γιατί, στεργιανοί εμείς, που δεν είχαμε ξεμυτίσει από το χωριό ή που, το πολύ-πολύ, να ’χαμε πάει για κάποια δίκη ώς την πρωτεύουσα της επαρχίας, ταξίδι με καράβι δεν είχαμε ματακάνει.
Ίσως γιατί, στη θάλασσα τώρα, καθώς το κύμα ακούγονταν δίπλα μας όλο και δυνατότερο να χτυπά στα πλευρά του κύτους δεν νιώθαμε σιγουριά.
Ίσως, πάλι, γιατί μόνο τώρα ξανοίγοντας σε πέλαγα γινόταν πιο σκοτεινό το αύριο, αβέβαιο το τέρμα, πιο άγνωστοι οι μακρινοί ξένοι τόποι που μας περιμένανε.
Κατάκοποι από το ολονύχτιο ταξίδι και μ’ εναλλασσόμενη την αγωνία με την ελπίδα άρχισε να μας πιάνει ο ύπνος…
Στρωματσάδα στ’ αμπάρια του καραβιού. Δεν νιώθαμε ούτε πείνα ούτε δίψα. Θέλαμε ύπνο. Βοηθούσε και το μαλακό «ντου-κου, ντου-κου» των μηχανών, το ρυθμικό κούνημα του πλοίου, το κύμα που χτυπούσε στα πλευρά του.
Χάρη στον ύπνο, ελάχιστοι πειραχτήκανε από ναυτία.
Ν’ ανεβείς στο κατάστρωμα την ημέρα απαγορευόταν. Κι εμείς, που έχουμε αποθέσει την τύχη μας στα χέρια των αρχηγών, συμμορφωνόμασταν με κάθε διαταγή, με κάθε περιορισμό στις κινήσεις μας. Μα η διοίκηση όχι του καραβιού, η δική μας, δεν βασίζονταν μόνο στην πειθαρχία μας. Καλού-κακού μπήκανε σκοποί, με βάρδιες όλη την ημέρα. Ένας στη βάση του αμπαριού όπου κατάληγε η στενή μεταλλική σκάλα και άλλος επάνω, εκεί που σ’ έβγαζε στο ανοιχτό κατάστρωμα.
«Μέτρα ασφαλείας…» μας εξήγησαν.
Ελληνικά και αμερικάνικα πολεμικά μπορεί να περιπολούν στη θάλασσα. Ο εχθρός «βρίσκεται παντού». Ενδέχεται, λοιπόν, να μυρίστηκε την μετακίνησή μας, να σταματήσει το πλοίο για να κάνει νηοψία. Το πλοίο είναι φορτηγό «μεταφέρει εμπορεύματα». Έτσι το ’χουν νηολογημένο, οι φίλοι… Και πρέπει να παραμείνει φορτηγό. Καμιά ασυνήθιστη κίνηση στο κατάστρωμα, που να προδίδει ότι μεταφέρει ανθρώπους.
Όλοι κάτω, λοιπόν. Στ’ αμπάρια την ημέρα.
Κι αυτό θα ’ναι το πρόγραμμα και η σειρά της ζωής μας στη θάλασσα: ύπνος, λούφα την ημέρα στ’ αμπάρι. Κατάστρωμα, λίγη κίνηση τη νύχτα, στο σκοτάδι.
Κι αν σ’ έσφιγγε η ανάγκη; Ζητούσαμε ένας-ένας, το πολύ δυο-δυο, άδεια από τον σκοπό. Ανεβαίναμε στο κατάστρωμα τρέχαμε στην τουαλέτα και γυρνούσαμε αμέσως για να ξαναχαθούμε στο μισοσκότεινο αμπάρι.
Ελάχιστοι από μας είδαμε θάλασσα. Και ακόμα πιο λίγοι ταξιδέψαμε στα νερά της. Αλλά να που και τώρα ακόμα, όσοι δεν χρειάστηκε να πάμε την ημέρα «για νερού» μας και να βγούμε στο κατάστρωμα και ν’ αρπάξει κάτι το μάτι δεν ξέρουμε τα χρώματά της, δεν αγναντέψαμε τη στεριά από θάλασσα, δεν είδαμε ακρογιάλι. Αν ώς το τέλος της ζωής μας μείνουμε με την κατάμαυρη εικόνα της, που αντικρίζουμε τις νύχτες από το κατάστρωμα, δεν θα νιώσουμε ποτέ καμιά λαχτάρα για την ομορφιά της. Για την ώρα τη γνωρίζουμε από… δεύτερο μάτι. Ήταν δυο-τρεις ηλικιωμένοι της κοντινής παρέας. Πριν βγούνε αντάρτες, αλλά και πιο παλιά, κάνανε λέει, φυλακές και εξορίες. Από μεταγωγή σε μεταγωγή, από τον Πειραιά στην Ανάφη κι απ’ την Καβάλα ώς τον Αη-Στράτη και τη Γαύδο και την Ακροναυπλία ταξίδεψαν με καράβι. Κι ας ήτανε με χειροπέδες κι ας τους περίμενε στο ξερονήσι μαύρη ζωή, χάρηκαν, λέει, τα χρώματα της θάλασσας που αλλάζανε κατά πώς ήτανε ο ουρανός –μουντός ή φωτεινός: βαθιά σκούρα, γαλάζια, γαλαζοπράσινη. Και την είδανε τη θάλασσα και θυμωμένη και άγρια και φοβερή, μα και ήρεμη και ήσυχη, παιχνιδιάρα, αγαπητικιά που σε τραβά στην αγκαλιά της…
Τα ’λεγαν κι εμείς τ’ ακούγαμε μαγεμένοι σαν μικρά παιδιά. Και όσοι απ’ την πρώτη μέρα βγήκαν στο κατάστρωμα και αρπάξανε στα κλεφτά ένα κομμάτι θάλασσας επιβεβαίωναν τα λόγια των παλιών συντρόφων: «Ναι, ναι. Τέτοια είναι η θάλασσα. Γαλαζοπράσινη».
Σαν ξημέρωσε οι σκοποί της σκάλας δεν ήξεραν πού ν’ αποδώσουν την ασυνήθιστη κίνηση…
Η «απόλυτη μυστικότητα» έμελλε φαίνεται να μας βασανίσει σ’ όλο το ταξίδι.
Έχουμε περάσει το πρώτο νυχτοήμερο στη θάλασσα –αμπάρι τη μέρα, νύχτα στο κατάστρωμα– και δεν ξέρουμε προς τα πού κατευθύνεται το πλοίο. Και οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν όμοιες στην μονοτονία τους, με τ’ άγνωστο μπροστά μας.
Μια νύχτα, μ’ αδύνατο φεγγάρι, καθώς ξεμυτίσαμε στο κατάστρωμα και βλέπαμε τον μαυριδερό κρύο όγκο της θάλασσας να μας ζώνει απ’ ολούθε έσπασε ξαφνικά η πειθήνια υπακοή σ’ εντολές και υποδείξεις.
– «Μέτρα ασφαλείας, είπαμε…» επανέλαβε ο ταγματάρχης, όταν ένας αντάρτης –πανύψηλος ναυτεργάτης– παραεπέμενε να του πει «τέλος πάντων, για ποιο πόρτο προοριζόμαστε».
– «Τι μέτρα ασφάλειας, ρε συναγωνιστή» φώναξε ο ναυτεργάτης. «Καλά όσο ήμασταν στην Αλβανία. Μα και τώρα; Τι δηλαδή; Φοβάστε μπας και πηδήξουμε στο πέλαγο και πάμε κολυμπώντας σ’ άλλο λιμάνι από αυτό που θέλετε να μας βγάλετε; Ή μήπως στασιάσουμε; Για μωρά μας περνάτε;».
Οι άλλοι, που ακούσαμε το καυγαδάκι επιδοκιμάσαμε τα λόγια του ναυτεργάτη, μα δεν βγάλαμε άχνα. Κι ο ταγματάρχης γύρισε από την άλλη μεριά και δεν πρόσθεσε τίποτε.
Τι να ’λεγε;
Τι περισσότερα ήξερε κι αυτός;
Μόνο αυτό που του ’πανε να λέει για να κατευνάζει την αδημονία μας.
«Μέτρα ασφάλειας».
Στο πλοίο, εκτός από τον καπετάνιο του και το πλήρωμα, που δεν βγαίνανε ποτέ μπροστά μας, υπήρχε ένας μόνο άνθρωπος δικός μας, που ήξερε τον προορισμό μας. Ο επικεφαλής της αποστολής. Γιατί σε κάθε καραβιά υπήρχε και ένας «υπεύθυνος» –ανώτερο στέλεχος της ηγεσίας. Σε μας έλαχε το αξέχαστο εκείνο παλικάρι, ο Νίκος Μπελογιάννης. Κοιμόταν σίγουρα στην καμπίνα του καπετάνιου, θα συζητούσε τσάτρα-πάτρα μαζί του και γνωρίζοντας τον προορισμό, θα επαλήθευε την πορεία πάνω στον χάρτη, θα ’βλεπε τις ακτές που αφήναμε και τα πέλαγα στα οποία μπαίναμε και θα σημάδευε με ακρίβεια το σημείο που κάθε τόσο βρίσκεται το καράβι.
Ο «επικεφαλής» λοιπόν, ήξερε. Κι όχι μόνο πού θ’ αράξει το πλοίο μα και για ποιες χώρες προορίζεται η αποστολή. Μα δεν έλεγε κι αυτός τίποτε. Σαν τύχαινε και αντάμωνε κανένα μας στο κατάστρωμα, έλεγε πρώτος το «γεια σου», χαμογελούσε εκείνο το πικρό χαμόγελο που άφηνε να φαίνονται κάτι ωραία δόντια και χωρίς τίποτε άλλο, χανόταν στον λαβύρινθο του πλοίου.
Και μέναμε στην αβεβαιότητα και στην αγωνία.
Και πλέαμε προς το άγνωστο.
Πλεύση προς το άγνωστο
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)