Εκεί που δεν βρίσκει κανείς λογαριασμό είναι με τον πληθυσμό. Οι πληροφορίες διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους. Σύμφωνα με μια τούρκικη στατιστική του 1910, στην Άγκυρα ζούσαν 991.666 Τούρκοι, 52.280 Έλληνες, 101.388 Αρμένιοι, 901 Ισραηλίτες και 12.393 διάφοροι. Σύμφωνα με τη στατιστική του Πατριαρχείου, το 1912 οι Τούρκοι ήσαν 668.400, οι Έλληνες 45.873, οι Αρμένιοι 98.740. Ενώ με τις πληροφορίες του Σταμάτη Αντωνόπουλου η εικόνα αλλάζει σημαντικά, προπαντός ως προς τους χριστιανούς. Κατά τον Αντωνόπουλο οι Τούρκοι ήσαν 22.424, οι Έλληνες 1251 –μεταξύ του 1910 και του 1919 είχαν φύγει πολλοί χριστιανοί– οι Αρμένιοι 1016, οι Αρμενοκαθολικοί (Κατολίκ) 6.611 κι αρκετοί Ισραηλίτες.
Ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων αυτών είχαν έλθει από άλλα μέρη. Η Καισάρεια, το Ικόνιο, η Προύσα, το Υοζγκάτ, το Τζορούμ κι άλλες περιοχές, ακόμα και η Ήπειρος (φουρνάρηδες) κι ο Πόντος αντιπροσωπεύονταν καλά. Ο παππούς μου ήταν απ’ την Τήνο! Έτσι στο σύνολό τους οι κάτοικοι πρέπει ν’ αποτελούσαν ένα παρδαλό πλήθος, άλλοι με σαλβάρια, άλλοι με σαρίκια, άλλοι με λογιών-λογιών τοπικές ενδυμασίες κι άλλοι με ευρωπαϊκά ρούχα.
Οι Αρμένιοι και οι Αρμενοκαθολικοί, γνωστοί ως Κατολίκ, αποτελούσαν δύο πολύ αναπτυγμένες κοινότητες. Με τα πολλά ταξίδια τους, σχεδόν είχαν φέρει την Ευρώπη στην Άγκυρα και ζούσαν σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτοί κι οι Έλληνες έδιναν και τη σφραγίδα τους στην πόλη. Φαίνεται όμως πως υπήρχε και κάποιος ανταγωνισμός μεταξύ τους. Έλεγαν πως οι καμπάνες των τριών κοινοτήτων ηχούσαν διαφορετικά. Οι καθολικές: «Din dir bu, dön de gel – Din dir bu dön de gel-dön de gel, αυτή είναι πίστη άλλαξε την πίστη σου κι έλα». Οι αρμένικες: «Buda öile-Buda öile, κι αυτή τέτοια είναι». Οι ορθόδοξες: «Dangalaklar-Dangalaklar, ανόητοι-ανόητοι».
Οι Έλληνες της Άγκυρας ήταν αστοί. Το κύριο μέλημά τους ήταν το εμπόριο με όσο το δυνατό περισσότερο κέρδος. Υπήρχαν και μερικοί τσιφλικάδες. Ο Καρασούλης κοντά στ’ άλλα είχε ένα τσιφλίκι στην περιοχή της εύφορης Χάιμανα, μ’ έκταση 62.000 στρέμματα και 30 σπίτια για το προσωπικό του. Τα χτήματά του υπολογίζονταν σε 300.
Ευτυχώς για τους εμπόρους ήταν άφθονες οι πρώτες ύλες. Το τιφτίκι (αγκορά), αυτό το ιδιαίτερα μαλακό, μακρόκλωνο και στιλπνό μαλλί της ιδιαίτερης ράτσας της κατσίκας της Άγκυρας, που δεν μπόρεσαν να το μεταφυτέψουν πουθενά, το σιτάρι, τ’ απόσταγμα του μελιού, το κερί, τα δέρματα, τα χαλιά ήταν μερικά απ’ τα είδη που το εμπόριό τους ανάδειξε σε μεγιστάνες πλούτου και σ’ εκλεκτά τζάκια τους Καρασούληδες, τους Αλτιντόπ, τους Σισμάνογλου, τους Κιουπετζήδες, τους Γκοτζαμάνηδες, τους…, τους…, «ων ουκ έστι τέλος». Ένα ιδιαίτερα επικερδές είδος ήταν και το κεχρί. Αυτό ήταν άγριος μεγάλος θάμνος που οι καρποί του έμοιαζαν με μπλε στραγάλια κι ήταν περιζήτητο στην Ευρώπη για βαφές.
Ο Καρασούλης πεθαίνοντας είχε αφήσει στο γιο του 52 κλειδιά, τα οποία η οικογένεια στην προσφυγιά τα είχαν φέρει μαζί τους στην Ελλάδα, για να τα έχουν σίγουρα και πρόχειρα μαζί τους την ώρα της επιστροφής! Ένα απ’ αυτά τα κλειδιά ήταν του χαμαμιού του Καρασούλη, όπου κατά προτίμηση πήγαιναν οι χριστιανοί. Η ημέρα του χαμαμιού ήταν για τις γυναίκες μεγάλο γεγονός. Γλέντι σωστό. Πολλές φορές μια πλούσια οικοδέσποινα νοίκιαζε όλο το χαμάμι και καλούσε τις φίλες της σε «χαμάμ πάρτι», που ακόμα το θυμούνται οι Αγκυρανές. (Περιγραφή του χαμαμιού στο βιβλίο μου Η Αμάσεια1).
Οι εντολοδόχοι του τιφτικιού συναλλάσσονταν με τους Ralli Brothers, τους Gerges Gatheral Esq., τους John Seages Esq. κι άλλους όμοιους οίκους, με πολλά κέρδη. Ήταν πλούσιοι, πλούσιοι όμως ήταν και σ’ ευεργεσίες. Τα πλούτη τούς έκαναν ξακουστούς, οι ευεργεσίες τους σε Τούρκους και χριστιανούς, αγαπητούς. Ο παππούς Αλτιντόπ ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη με ιδιαίτερο ραντεβού να παίξει χαρτιά με τον Σουλτάνο. Ο Γκοτζαμάνης είχε χτίσει το ωραίο θέατρο, όπου εκτός από παραστάσεις, γίνονταν κι οι σχολικές γιορτές, στις οποίες η καθιερωμένη στολή των μαθητριών ήταν άσπρη με γαλάζιες κορδέλες, και οι σχολικές παραστάσεις γίνονταν με μεγάλη εθνική έξαρση. Κάποτε πήγαν τον μαθητόκοσμο και σε μια υποδοχή του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ και τα παιδιά τραγουδούσαν:
«Τον Αμπτούλ Χαμίτ
Ουρανόθεν επιδών
Κράτυνον, Θεέ των όλων,
Κράτος Οσμανιδών!»
Η Δέσποινα Κιουπετζή είχε χτίσει το Παρθεναγωγείο. Ο Σισμάνογλου μετά την προσφυγιά, με τα υπολείμματα της περιουσίας του, πρόλαβε και στην Ελλάδα να χαρίσει μερικά αξιόλογα ιδρύματα. Ήθελε ν’ ανοίξει κι ένα εργοστάσιο όπου να δουλεύουν οι συγγενείς του. Αυτοί όμως προτίμησαν τα έτοιμα, και τους έδωσε, στους πιο κοντινούς, από μια μονοκατοικία. Σ’ έναν άλλο συγγενή του που ήταν αθεράπευτα χαρτοπαίκτης, έδωσε μηνιαίο επίδομα!
Η περιοχή ήταν πλούσια σε θηράματα όπως και σε βλάστηση. Έλεγαν ότι μια ρίζα στάχυ έβγαζε 80 διακλαδώσεις, και ψήλωναν τόσο που οι βοϊδάμαξες δεν φαίνονταν απ’ τα στάχυα. Αλλά πολλές φορές οι καρποί ξεραίνονταν το καλοκαίρι, απ’ την πολλή ζέστη. Γι’ αυτό πιο ονομαστοί ήταν οι χειμωνιάτικοι καρποί. Φημισμένα ήταν τ’ αχλάδια της Άγκυρας.
Εκείνο που είναι αξιοθαύμαστο με τους Αγκυρανούς, δεν είναι που είχαν πολλά πλούτη αλλά ότι ήξεραν να τα χαίρονται. Ένας κοσμογυρισμένος γιατρός, ο Σταύρος Βιτάλης, έλεγε ότι πλούτη υπάρχουν και σε άλλα μέρη αλλά πουθενά δεν τα χαίρονται όσο οι Αγκυρανοί. Οι Αγκυρανοί ήταν πλασμένοι πιο πολύ για διασκεδάσεις και συμπόσια παρά για δουλειά, όπως πολύ σωστά τόνισε ο κ. Ιορδάνογλου στη διάλεξή του: «Η ορθόδοξη κοινότητα της Άγκυρας».
Ήταν πιο πολύ μαθημένοι στην πολυτέλεια της σχόλης παρά στον αγώνα της ζωής. Ήξεραν να χαίρονται τα καλοβαλμένα σπιτικά, τα φημισμένα αμπέλια –θέρετρα– τα εκλεκτά φαγητά και την ανοιχτή συντροφιά με τις γυναίκες, που η αξιοσύνη, η προκοπή και το γούστο τους ήταν απαράμιλλα.
Οι πλούσιοι περνούσαν για τις εμπορικές τους υποθέσεις ή και για χαρτοπαιξία, πολλούς μήνες σ’ ευρωπαϊκά κέντρα: Λονδίνο, Παρίσι, Μιλάνο κ.ά., απ’ όπου κάτι έπαιρναν, κάτι έφερναν απ’ τον αέρα της Ευρώπης. Το τραίνο που συνέδεε την Άγκυρα με την Πόλη, συχνά έφερνε τα μηνύματα των Ευρωπαίων που ζούσαν εκεί. Έτσι ίσως εξηγείται πως στην Άγκυρα αναπτύχθηκε, ανάμεσα στις χριστιανικές κοινότητες, ένας τρόπος ζωής που τον διέκρινε μία υψηλή κοινωνική αγωγή, που όμως σ’ όλες τις λεπτομέρειές της ήταν πηγαία αγκυρανή.
Για όλους αυτούς τους λόγους όμως, όταν ήρθαμε ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, οι Αγκυρανοί καθυστέρησαν πολύ να βρουν τη σειρά τους. Οι γυναίκες θεώρησαν ντροπή τη δουλειά και δε ρίχτηκαν στη βιοπάλη κι οι άνδρες δεν ήξεραν από πού ν’ αρχίσουν. Ελάχιστες γυναίκες, όπως η Μιμίκα Καρασούλη, η Λωξάνδρα Επέογλου κι ελάχιστες άλλες στη Θεσσαλονίκη δούλεψαν σκληρά, και παιδιά σπούδασαν και την οικογένειά τους στήριξαν. Εξακολουθούσαν όμως οι Αγκυρανές να είναι περιζήτητες νύφες για την αξιοσύνη και την αγωγή τους.
Το 1960 ίδρυσαν τον «Σύλλογο των Αγκυρανών» με πρόεδρο τον Γιαννόπουλο, αντιπρόεδρο τον Κάλφογλου και γραμματέα την Μιμίκα Καρασούλη. Αλλά κι αυτός παρόλη την αξιοσύνη του συμβουλίου δεν επέζησε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Βλ. Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Η Αμάσεια, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 111-124.
Πληθυσμός
(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)