Ο πατέρας μου, του οποίου οι πρόγονοι είχαν έλθει από τη Σινώπη, πατρίδα του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, ονομαζόταν Σιναπλόγλου και άλλαξε το επίθετό του σε Σιναπλίδης, όταν ήλθε στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του, Ιωάννης Αθ. Σιναπλόγλου, καταγόταν από το χωριό Καρατζάκιολα και η μητέρα του Μαρίνα από το Ταρ Μπογάζ της Πάφρας. Το Καρατζάκιολα ή Καρατζάισλαρ απέχει από την Πάφρα, όπως μου είπε ο συγγενής μας από το σόι του πατέρα μου, Παναγιώτης Κυρ. Γεωργιάδης, γεωπόνος που μένει στη Χρυσούπολη Καβάλας, τριάντα περίπου χιλιόμετρα.
Πολύ γρήγορα ο μπαμπάς μου έμεινε ορφανός και η μητέρα του, μια πολύ έξυπνη γυναίκα, τον πήρε και πήγαν να ζήσουν στην Πάφρα, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της Ιορδάνη, ενός δυναμικού Έλληνα από τους προκρίτους του Ταρ Μπογάζ, που επί πολλά χρόνια, διετέλεσε Δήμαρχος της περιοχής.
Ο Ιορδάνης, που ήταν πλούσιος και όμορφος άνδρας, είχε αποκτήσει μεγάλη οικογένεια, η οποία, μαζί με την οικογένεια του αδελφού του αριθμούσε σαράντα άτομα.
Συχνά θυμόταν ο πατέρας μου, στις οικογενειακές συγκεντρώσεις μετά το φαγητό, εκτός από τους χορούς και τα τραγούδια, ο παππούς του έβαζε τα εγγόνια του να παλεύουν μεταξύ τους, για να δουν όλοι και να χειροκροτήσουν το νικητή. Σε αυτούς τους συγγενικούς αγώνες, τις περισσότερες φορές, νικούσε τα άλλα συνομήλικα ξαδέλφια του ο πατέρας μου, αφού ήταν και ο πιο δυνατός.
Ο Ιορδάνης είχε παντρευτεί τρεις φορές και όταν αποφάσισε να ξαναέλθει εις γάμου κοινωνίαν, την τρίτη φορά, τους διηγόταν ότι του είχαν προξενέψει κάποια νεαρή κοπέλα και εκείνος πήγε στο σπίτι της για να τη γνωρίσει.
Αν και ήτανε άνοιξη, έκανε ακόμη πολύ κρύο και μόλις ο πατέρας της τον καλοσώρισε, τον έβαλε να καθίσει στη γωνιά του τζακιού για να τον περιποιηθεί. Σε λίγο ήλθε η υποψήφια νύφη, τον χαιρέτησε και κάθισε μαζί με τα δυο μικρότερα αδέλφια της κοντά στο τζάκι, απλώνοντας προς τη φωτιά τα πόδια της για να τα ζεστάνει. Αυτή την κίνησή της τη θεώρησε προσβλητική για το πρόσωπό του ο Ιορδάνης και τι νομίζετε ότι έκανε; Βάζει την τσιμπίδα στη φωτιά και όταν αυτή ζεστάθηκε καλά την παίρνει και φαπ, την κολλά στις πατούσες της νύφης!
– Αχ, με έκαψες! Φώναξε το κορίτσι. Κι εκείνος κάνοντας τον ανήξερο:
– Ααα, με συγχωρείς, δεν κατάλαβα! Δικά σου ήτανε τα πόδια;
Μια άλλη φορά φιλοξενούσε στο σπίτι του το Δεσπότη μαζί με έναν ιερέα. Σε μια στιγμή τον παίρνει ιδιαιτέρως ο τελευταίος και του λέει ότι είχε υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα και ο Δεσπότης τον είχε θέσει σε διαθεσιμότητα.
– Γι’ αυτό σε παρακαλώ πολύ, Ιορδάναγα, βοήθησέ με, κατέληξε. Μεσολάβησε στο Δεσπότη να άρει την τιμωρία μου. Κι εκείνος, του το υποσχέθηκε. Την ώρα λοιπόν που τρώγανε, λέει ο προπάππος μου αποτεινόμενος στον τιμωρημένο ιερέα:
– Τι άκουσα αιδεσιμότατε; Αμάρτησες και στενοχώρησες τον καλό μας το Δεσπότη; Έλα εδώ γρήγορα να του ζητήσεις συγχώρεση.
Εκείνος έδειχνε να διστάζει.
– Μα, δεν… πήγε να ψελλίσει.
– Δεν έχει μα και ξεμά.
Σηκώνεται απότομα ο Ιορδάνης, αρπάζει τον παπά, παίρνει το χέρι του Δεσπότη και:
– Εμπρός, σκύψε και φίλα το γρήγορα και πες συγγνώμη!
Και ο δεσπότης, όντας εκτεθειμένος παρουσία και των άλλων συνδαιτυμόνων, αναγκάσθηκε να του δώσει άφεση αμαρτιών!
Η γιαγιά μου η Μαρίνα στην Πάφρα επαγγελλόταν τη μαμμή και προσέφερε τις υπηρεσίες της όχι μόνο στις γυναίκες των Ελλήνων, αλλά και σε εκείνες των Οθωμανών, αφού δεν υπήρχε άλλη μαμμή στην πόλη. Έτσι, όχι μόνον εξασφάλιζε τα προς το ζειν, αλλά έφτιαξε και κομπόδεμα.
Η Μαρίνα ήθελε να σπουδάσει το μοναχογιό της, αλλά εκείνος ήταν μεν ένα έξυπνο παιδί, έλα όμως που δεν ήθελε να μάθει γράμματα! Εις μάτην η γιαγιά μου παρακαλούσε τους δασκάλους να προσέξουν τον κανακάρη της. Μάλιστα κάποιος δάσκαλος της είπε μια ημέρα: – Τι να κάνω επέ (μαία) Μαρίνα. Προσπαθώ να τον βοηθήσω, αλλά η μάθησις δεν είναι σούπα να τη ρίξω στο στόμα του και να την καταπιεί στα γρήγορα!
Όταν μεγάλωσε ο πατέρας μου, ένας ψηλός, λεπτός, γοητευτικός άνδρας, έγινε καπνέμπορος, αγόρασε ένα ωραίο σπίτι στην Πάφρα και παντρεύτηκε τη Μαρία Δηλμήτογλου του Βασιλείου και της Αγαθής το γένος Παπαδοπούλου. Οι Διλμίτογλου ή Δηλμήτογλου, όπως και αλλού αναφέρω, είχανε έλθει στην Πάφρα από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Μαθαίνοντας ο Βασίλης Δηλμήτογλου ότι στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου της ενορίας του στο Σαχλί (κρυμμένο) ήλθε ο νέος εφημέριος (1894), έσπευσε να τον καλωσορίσει. Ο παπα Γερμανός-Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν ένας σεβάσμιος και επιβλητικός άνδρας που είχε χάσει τη γυναίκα του και είχε δύο παιδιά, το Βασίλη και την Αγαθή.
Αφού οι δύο άνδρες συζήτησαν διάφορα θέματα, σχετικά κυρίως με την εκκλησία, ο Βασίλης έφυγε και επιστρέφοντας στο σπίτι του, είπε στη μητέρα του:
– Πήγα και γνώρισα το νέο παπά μας σήμερα και πρόσεξα ότι έχει μια πολύ σεμνή και ωραία κόρη. Σκέπτομαι να την παντρευτώ!
– Καλά, παιδί μου, κάνε ό,τι θέλεις, του είπε εκείνη. Αυτό ήταν. Σε λίγες ημέρες τη ζήτησε σε γάμο και την παντρεύτηκε.
Ο παππούς μου, ο Βασίλης Δηλμήτογλου, ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος, προσπαθούσε να εφαρμόσει και στην πράξη τις ρήσεις του Ευαγγελίου. Διατηρούσε στην Πάφρα κατάστημα υφασμάτων, αλλά πουλούσε και χοντρά επανωφόρια, που έραβε ο ίδιος και πολλές φορές, όταν ερχόταν κανένας φτωχός πελάτης στο μαγαζί του, που δεν είχε χρήματα να αγοράσει παλτό, του έλεγε:
– Για φόρεσε αυτό το πανωφόρι να δούμε πώς σου έρχεται!
Το φορούσε εκείνος κι ο παππούς μου: Άντε με γεια σου! Πάρ’ το και δε θέλω από σένα χρήματα.
Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από τη γιαγιά μου να του φέρει το βιβλίο που κρατούσε τους λογαριασμούς με τα ονόματα αυτών που του χρωστούσαν διάφορα ποσά και έσβησε όλα τα ονόματα των φτωχών οφειλετών.
Ο καημένος ο παππούς μου! Πέθανε και αυτός πολύ νέος, όταν τραυματίστηκε θανάσιμα γλιστρώντας και πέφτοντας από τη μεγάλη μουριά που είχαν στην αυλή τους, στην προσπάθειά του να τινάξει μούρα.
Έπαθε θλάση της σπονδυλικής στήλης και αφού έμεινε τρεις μήνες κατάκοιτος, πέθανε, βλέποντας από το παράθυρο του δωματίου του ένα όραμα: Δύο λευκοντυμένοι άγγελοι που κρατούσαν σταυρό, του έγνεφαν να πάει εκεί κοντά τους. Εκείνος πέθανε και η γιαγιά μου, Αγαθή, έμεινε χήρα, μόλις είκοσι πέντε ετών, με πέντε μικρά παιδιά, αλλά σαν πραγματική ηρωίδα τα ανέστησε, σύμφωνα με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Όλα τα παιδιά, όπως άλλωστε και η ίδια, είχαν τελειώσει σχολείο, τα μεν αγόρια, ο Γιάννης και ο Πλάτων, το αρρεναγωγείο και τα κορίτσια, η Δέσποινα και η Ευσεβεία, το παρθεναγωγείο. Όλα εκτός από τη μητέρα μου, Μαρία, που επειδή ήταν η μεγαλύτερη κόρη, την είχε κρατήσει στο σπίτι η γιαγιά μου, για να την βοηθήσει στο μεγάλωμα των παιδιών, και το έφερε βαρέως που δεν τελείωσε σχολείο. Αντ’ αυτού την έστειλε στη σχολή «κοπτικής-ραπτικής», όπου έμαθε την τέχνη της μοδίστρας για να ράβει τα δικά της ρούχα, χωρίς να φαντασθεί ποτέ μα ποτέ εκείνη την εποχή, αφού ήταν πλουσιοκόριτσο, πόσο αυτή η τέχνη θα τη βοηθούσε στο μέλλον.
Οπωσδήποτε, εδώ στη Λάρισα δε γινόταν λόγος για ραπτική, αφού ούτε ραπτομηχανή υπήρχε, ούτε βέβαια και μόνιμη στέγη.
Ο πατέρας μου είχε υποβάλει στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων αίτηση για κλήρο, αλλά προς το παρόν δε φαινόταν κανένα φως.
Έτσι, πρώτος σταθμός προς ανεύρεση εργασίας, έγινε το Μακρυχώρι. Ρωτώντας μάθανε ότι κάποιος Σπανός ζητούσε μισιακάρηδες για τα καπνά του.
Πήραν λοιπόν το τρένο, κατέβηκαν στο σταθμό, μα καθώς ανηφόριζαν προς το σπίτι του για να συνεννοηθούν, βλέπουν κόσμο πολύ να κουβαλά με τα ζώα του νερό από τη βρύση, που βρισκόταν αρκετά μακριά από τον κατοικημένο χώρο. Πληροφορήθηκαν τότε ότι στο Μακρυχώρι όχι μόνο πόσιμο νερό δεν υπήρχε, αλλά ούτε τρεχούμενο για τις άλλες ανάγκες της καθημερινής ζωής.
– Πάμε να φύγουμε αμέσως, είπε ο πατέρας μου. Εδώ δε θα μπορέσουμε να εργασθούμε, αφού θα τρώμε όλο μας το χρόνο κουβαλώντας νερό στην πλάτη, αφού δεν έχουμε και ζώο.
Πλούσιοι επτώχευσαν…
(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)