Το «νοικοκύρεμα», οι συσκέψεις, οι συνελεύσεις, οι «οργανωμένες» πολιτικές συζητήσεις, όπως και ορισμένες αγγαρίες καλύπτανε ένα μικρό μόνο μέρος του χρόνου στο Μπουρέλι.
Πώς κυλούσε, λοιπόν, ο καιρός στις ήρεμες αυτές συνθήκες, γι’ ανθρώπους, που ώς χτες κάνανε πόλεμο και βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση και δράση;
Μερικοί φτιάναν και παίζανε «εννιάρα». Άλλοι σκαρώνανε τάβλι και σκάκι.
Υπήρχε και γήπεδο. Λίγοι κλωτσούσανε μια μπάλα και οι περισσότεροι χαζεύανε. Το πιο πολύ όμως αναζητούσαμε γνωστούς, σχηματίζαμε τις «χωριανές παρέες» και το ρίχναμε για ώρες στο κουβεντολόι. Χωριστές παρέες οι αντάρτες, χωριστές οι αντάρτισσες, που δεν ήτανε και λίγες. Όταν τέλειωναν –πολύ γρήγορα– «τα πολιτικά», αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες που έδωσε το τμήμα μας. Για την προσωπική παλικαριά που έδειξε ο διμοιρίτης, όταν αυτός, σαν βρεθήκαμε στα στενά και σκοτώθηκε ο πολυβολητής, άρπαξε τ’ οπλοπολυβόλο και όρθιος, ακούς; όρθιος, με μεγάλες ριπές, μένοντας αυτός τελευταίος, κάλυπτε την υποχώρηση και γλιτώσαμε απ’ την κύκλωση… Για τον Ο.Γ., τον Θεσσαλό ομαδάρχη, που ένας αυτός, στον Κλέφτη του Γράμμου, αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα, που σαν ελεύθερος σκοπευτής, στο Βίτσι, περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, «πιάνει γλώσσα» σε μια πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία –κοτζάμ άντρακλα– του κυβερνητικού στρατού. Γι’ αυτό δα, κι όχι «για τα γλυκά της μάτια» της έδωσαν το «Παράσημο της Ηλέκτρας», που φιγουράρει και τώρα, ραμμένο στο πέτο του χιτωνίου της. Και γι’ αυτό μετά τον κατοπινό ελαφρύ τραυματισμό της στον ελιγμό, την απόσπασαν στην Ομάδα Ασφαλείας του Γενικού.
Τέτοιες ιστορίες διηγούνταν με φυσικότητα οι αντάρτες στις παρέες. Άλλες πραγματικά μοναδικές κι ηρωικές –το βεβαίωναν, με αναγνώριση και θαυμασμό και οι άλλοι. Άλλες περιαυτόλογες, κι απίθανες, που δεν ξέρεις τι να κρατήσεις για πραγματικό και τι ανήκει στο θρύλο –στο θρύλο εκείνο, που όλους τους ήρωες και όλα τ’ ανδραγαθήματα τα θέλει από εδώ, δικά μας, και τους κιοτήδες και τα παθήματα και τις ντροπές μόνο από κει –στη μεριά του αντιπάλου.
Από τις διηγήσεις αυτές, σε στενότερο, όμως, «έμπιστο» κύκλο, δεν λείπει και το κουτσομπολιό, για κάτι αντάρτες, που ενώ ήταν αρραβωνιασμένοι στο χωριό, «τα ’φτιαξαν» στο βουνό με άλλη. Ή για μερικούς από τους «τρανούς», που χώριζαν παντρεμένες απ’ τους εξόριστους άντρες τους, τις κάμανε γκόμενες, κοιμούνταν στο καλύβι μαζί τους. Ενώ στους απλούς αντάρτες και αντάρτισσες, λέει, που μέρα-νύχτα μέναν μαζί στο ίδιο αμπρί και, αύριο-μεθαύριο, «θα τους το ’τρωγε το χώμα», αν «κάνανε τίποτα», τους τύλιγαν σε μια κόλλα χαρτί και τους περνούσαν από ανταρτοδικείο…
Αλλά το Μπουρέλι –όπως και το Ελμπασάν– με την σίγουρη προοπτική ειρηνικής ζωής, προσφέρθηκε και για τα πρώτα «νόμιμα», «κανονικά» παντρολογήματα.
Απλή η διαδικασία, όπως απλοί, αγνοί ήταν και οι μελλόνυμφοι. Για τον ένα, ξεκινούσε ίσως, από «κρυφό» αρραβώνιασμα στο χωριό κι έμελλε «να μπει εδώ το στεφάνι…». Για άλλους από μια συμπάθεια, που αναπτύχθηκε στο χαράκωμα ή σ’ επικίνδυνη αποστολή, που δίνει ευκαιρίες να γνωρίσεις όχι μόνο τη γενναιότητα, μα και την ανθρωπιά του άλλου. Ακόμα-ακόμα από την ευτυχή επισφράγιση της αμοιβαίας υπόσχεσης στο ξεκίνημα για τη μάχη.
– «Και το νου σου, Μαίρη… Αν σκαπουλάρουμε κι απ’ το Μάλι-Μάδι… θα βάλουμε στεφάνι. Έτσιιιι;» – φώναζε ξεκινώντας για την επικίνδυνη αποστολή, το παλικάρι.
– «Έτσι Λάμπροοοο…» υπόσχονταν η λεβεντονιά καθώς χαιρετούσε ανεμίζοντας το αυτόματο, κι έτρεχε να προφτάσει την ομάδα της.
Το ’φερε η τύχη να επιζήσουνε. Κι αντάμωσαν στο Μπουρέλι. Και τώρα:
– «Μ’ αγαπάς, ακόμα;»
– «Το ρωτάς;»
– «Με θέλεις;»
– «Σε θέλω…»
Και παντρευότανε.
Ούτε παπάς, ούτε διάκος.
Γνωστοποιούσαν μόνο το γάμο τους στη διοίκηση του τμήματος, έτσι «για να το ξέρουν και να μη παραξηγούν τα φερσίματα του αντρόγυνου». Και είναι πολλοί οι τέτοιοι δεσμοί, που στάθηκαν στερεότεροι κι ευτυχισμένοι από τους γάμους που, στην Ελλάδα, ευλογήθηκαν κι από δεσποτάδες.
Στο χρονικό της διαμονής στο Μπουρέλι καταγράφηκε και το «μέγα γεγονός» της εμφάνισης του «αρχηγού» –του Νίκου Ζαχαριάδη. Οι περισσότεροι τον αντικρίζαμε πρώτη φορά. Η παρουσία του ανάμεσά μας έδινε φτερά στη φαντασία και ζωντάνευε όσα θαυμαστά και δοξαστικά ακούσαμε και διαβάσαμε για τον «μεγάλο ηγέτη» στην κορύφωση της προσωπολατρείας.
Αδύνατη η μνήμη δεν μπορεί, τώρα, να προσδιορίσει αν η παρουσία του Ζαχαριάδη έγινε στην επέτειο του Μεγάλου Οκτώβρη ή στα γενέθλια του Στάλιν. Το ίδιο κάνει… Έτσι κι αλλιώς και η επέτειος του Οκτώβρη θα τιμούνταν μόνο μ’ ένα μεγάλο πορτραίτο του Στάλιν και στα γενέθλια του σοβιετικού ηγέτη θα δέσποζε, όπως τώρα, μόνο η φωτογραφία του.
Είχαμε μαζευτεί όλοι στην αρκετά μεγάλη αίθουσα συγκεντρώσεων του στρατοπέδου.
Στη σκηνή ο Ζαχαριάδης.
Και πάλι η μνήμη δεν συγκράτησε όλη την ομιλία του «αρχηγού». Θυμάται όμως δυο χαρακτηριστικά σημεία της. Το πρώτο: ήταν το ανάθεμα στον «προδότη Τίτο», που με «το πισώπλατο χτύπημά του» «μας οδήγησε στον στρατηγικό ελιγμό» «παρά την ορθότητα της γραμμής μας…». Το δεύτερο: τον αποπνικτικό λιβανωτό που σκόρπισε για τον Στάλιν. Και τι δεν είπε για δαύτον:
«Καθοδηγητικό φάρο του κόσμου!» τον ονομάτισε.
«Φωτεινό ήλιο όλης της γης!» τον χαρακτήρισε.
Αργότερα διαπιστώσαμε, πως έτσι ονομάτιζαν κι έτσι χαρακτήριζαν τον άρχοντα του Κρεμλίνου οι γραμματείς όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Πάλι, πολύ αργότερα, είχε φτάσει στ’ αυτιά μας, πως ο Στάλιν ήταν εκείνος που ζήτησε από το Ζαχαριάδη ν’ αρχίσει τον δεύτερο ένοπλο αγώνα. Για ν’ απασχοληθεί, λέει, με μας ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και να δοθεί έτσι ο χρόνος στις νεαρές λαϊκές δημοκρατίες των Βαλκανίων να σταθεροποιηθούν.
Και ο Ζαχαριάδης υπάκουσε…
Πώς περνούσαμε τον καιρό
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)