Είναι γνωστό πως ο στρατηγός Ιωάν. Μεταξάς, που δεν ήτανε δα και τυχαίος άνθρωπος και ήτανε ο πιο άξιος στρατιωτικός του Αντιβενιζελικού στρατοπέδου, είχεν αντιταχθή από το 1915 σε κάθε Ελληνική επιχείρηση στη Μικρασία. Είναι γνωστό ακόμα πως οι Εγγλέζοι όταν θέλανε να βγάλουνε την Ελλάδα από την ουδετερότητα και να τήνε παρασύρουνε στο πλευρό τους, της τάζανε ολόκληρες επαρχίες στη Δυτική Μικρασία. Τις ίδιες επαρχίες άλλως τε τις τάζανε και στους Iταλούς για τον ίδιο σκοπό επίσημα και με συνθήκες υπογραμμένες από όλους τους συμμάχους τους.
Ο Μεταξάς καταλάβαινε το δόλωμα και την ατιμία των Εγγλέζων, ήξαιρε πολύ καλά τις δυνατότητες της Ελλάδας την εποχή εκείνη. Ήξαιρε πως η Ελλάδα δεν μπορούσε ν’ αναλάβη και να βγάλη πέρα μοναχή της τέτοιου είδους εκστρατεία. Γι’ αυτό το Γενάρη του 1915, έγραψε ένα υπόμνημα στο Βενιζέλο στο οποίο περίγραφε προφητικά τι θα συμβή αν αποβιβαστή ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρασία. Σπάνια προφητεία εκπληρώθηκε κατά γράμμα. Νά τι έγραφεν ο Μεταξάς τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν από την παράφρονη επιχείρηση του Βενιζέλου.
«Ο Ελληνικός Στρατός και ολόκληρος αν ήτο και υπέρτερος του Τουρκικού και νικών ακόμη, θα ήτο υποχρεωμένος να ακολουθήση τον Τουρκικόν δηλ. εις χώραν κατοικουμένην υπό εχθρικού πληθυσμού και οίαν την περιεγράψαμεν. Διαρκώς δε ελαττουμένου και εξησθενουμένου του Ελληνικού Στρατού εκ της ανάγκης φυλάξεως εκτεταμένων συγκοινωνιών και των πλευρών του και της ανάγκης φρουρών του εσωτερικού, θα ήρχετο μοιραίως η στιγμή καθ’ ην εις κάποιο οιονδήποτε μέρος του εσωτερικού, ο στρατός ούτος θα ισορροπείτο υπό του Τουρκικού. Από της στιγμής ταύτης ο Ελληνικός Στρατός θα μεθίστατο εις την άμυναν και αναγκαίως θα διεσπείρετο επί μεγάλης εκτάσεως. Από της στιγμής εκείνης οι Τούρκοι ευρισκόμενοι εν τη ιδία αυτών χώρα περιβάλλοντες το μέτωπον του Ελληνικού Στρατού και έχοντες ελευθέραν την εκλογήν του χρόνου και του σημείου της επιθέσεως, θα εξηνάγκαζον αργά ή γρήγορα τον στρατόν μας εις υποχώρησιν προς τα παράλια και υπό δυσμενείς όρους. Εάν δε ήθελεν ο στρατός μας να επιμείνη κατέχων τα παράλια, θα ήτο υποχρεωμένος να μείνη εκεί επ’ αόριστον, όπερ αδύνατον».
Ο πρεσβευτής Σακελλαρόπουλος που έγραψε το περισπούδαστο έργο Υπό την Σκιάν της Δύσεως, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών και από την Ένωση Σμυρναίων και όπου πραγματεύεται την διπλωματική ιστορία της Μικρασιατικής εκστρατείας γράφει σαν συμπέρασμα διά την εκστρατεία τα εξής, σελίς 89:
«Όπως και αν έχη η Μικρασιατική επιχείρησις συνελήφθη υπό κακόν άστρον, ήρχισεν υπό οιωνούς δυσμενείς και υπήρξεν από κάθε πλευρά ―εκτός της Τουρκικής― ατυχής υπόθεσις». Πώς αποφασίστηκε η εκστρατεία το γράφει ο Σακελλαρόπουλος, σελ. 69 ως εξής:
«Ο Άγγλος Πρωθυπουργός απεφάσισε την απόβασιν του Ελληνικού Στρατού εις Σμύρνην και έπεισεν τον αρχηγόν του αγγλικού επιτελείου ΟΥΪΛΣΟΝ σ’ αυτό, γιατί οι Ιταλοί είχανε την πρόθεση να αποβιβασθούν αυτοί στην Σμύρνην και σε άλλα μέρη της Μικράς Ασίας. Οπωσδήποτε τον Μάρτιον του 1919, χωρίς την έγκρισιν του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, οι Ιταλοί αποβιβάσαντες στρατόν κατέλαβον την περιοχήν της Ατταλείας. Εκώφευσαν και τότε και κατόπιν εις όλας τας διαμαρτυρίας των Συμμάχων των, αν και εφρόντισαν να μην φθάσουν εις πλήρη προς αυτούς ρήξιν. Σκοπός των ήτο προφανώς η δημιουργία τετελεσμένου γεγονότος, στηριζομένου άλλως τε, κατ’ αυτούς επί δικαιωμάτων νομίμως αποκτηθέντων. Δεν είχεν η Μυστική Συνθήκη του Λονδίνου της 26 Απριλίου 1916, η οποία έφερεν εις το πλευρόν των Συμμάχων την Ιταλίαν, εξασφαλίση εις αυτούς το τμήμα της Μικράς Ασίας εκείνο;» (σελ. 62).
Και συνεχίζει ο Σακελλαρόπουλος, σελ. 87:
«Την εντύπωσιν που προξένησε στους συμμάχους η βιασμένη απόβασις του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη υπό τας περιστάσεις αυτάς η αποστολή του Ελληνικού Στρατού εις Σμύρνην είχε δυσμενεστάτην γενικήν απήχησιν εις την Δύσιν. Η σχετική απόφασις ανεκοινώθη ως ληφθείσα με σύμφωνον γνώμην όλων των συμμάχων ―ακόμη και των Ιταλών. Και όμως δεν επροκάλεσεν κύμα αγανακτήσεως εις την Ιταλίαν μόνον ούτε και εις Γαλλίαν μόνον, έγινε αφορμή σφοδράς πολεμικής. Προς αυτήν (την απόβασιν), και πολλοί από τους Άγγλους και μάλιστα από τους σπουδαιοτέρους, εξεδηλώθη εξ αρχής εντονωτάτη αντίθεσις. Αυτός ο Τσώρτσιλ, υπουργός τότε των Στρατιωτικών, υπήρξεν από τους αυστηροτέρους επικριτάς της αποφάσεως, εις αυτήν δε απέδωκε την δημιουργίαν του Τουρκικού Εθνικιστικού κινήματος. Παρά τον θαυμασμόν του διά τον Λόυδ Τζώρτζ και τον Βενιζέλον επανειλημμένως χαρακτηρίζει εις τα απομνημονεύματά του την απόφασιν ως a dreadly step, ως a fatal event, ολέθριον συμβάν ―και με άλλας αναλόγους εκφράσεις, αποδίδων βαρείαν δι’ αυτήν ευθύνην και εις τον Άγγλον, αλλά και εις τον Έλληνα Πρωθυπουργόν. Διότι και ο τελευταίος γράφει ο Τσώρτσιλ ―καλά εγνώριζεν ότι οι Βρεττανοί, οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί (περί Ιταλών δεν γίνεται φυσικά λόγος) δεν ήσαν εις θέσιν να στείλουν εις την Μικράν Ασίαν παρά συμβολικά το πολύ αποσπάσματα. Και τα περισσότερα από τα άλλα μέλη της Αγγλικής Κυβερνήσεως, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού των Εξωτερικών Κώρζον και όλοι οι Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες και σημαντική μερίς του τύπου και της κοινής γνώμης ζωηροτάτην κατά της εις την Μικράν Ασίαν Ελληνικής εγκαταστάσεως εξεδήλωσαν από την πρώτην στιγμήν αντίδρασιν. Ο Στρατάρχης (στρατηγός τότε) Sir Henry Wilson, ο οποίος ως στρατιωτικός εμπειρογνώμων της βρεττανικής κυβερνήσεως είχεν κηρυχθή απολύτως αντίθετος προς την επιχείρησιν και πριν αποφασισθή και κατ’ επανάληψιν εις το ημερολόγιόν του την χαρακτηρίζει ως mad, bad, stupid, παράφρονα, κακήν και βλακώδη.
Ο Κλεμανσώ είπε σαφώς στο Βενιζέλο ότι ήτανε εντελώς προσωρινή η υπό του Ελληνικού Στρατού κατοχή του τμήματος εκείνου της Μικράς Ασίας (Αγγελομάτη Χρονικόν, σελ. 90). Αλλά λέγω κι εγώ αφού ήτανε εντελώς προσωρινή γιατί την έκανε ο Βενιζέλος; Για να καταλήξη εκεί που κατέληξε;
Νά τι γράφει ο Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος στον Βενιζέλο την 1ην Ιουλίου 1919, δυο μήνες μετά την απόβαση:
«Ενταύθα η κατάστασις λαμβάνει συν το χρόνω δυσάρεστον δι’ ημάς τροπήν ένεκα παθητικής ημών θέσεως μεταβαλλούσης ημάς εις πολιορκουμένους υφισταμένους επιθέσεις χωρίς να δύνανται ν’ αντεπιτεθούν.» (Αγγελομάτης, σελ. 88). Αλλά πριν από πέντε χρόνια τα είδε ο Μεταξάς και τάγραψε μάλιστα του Βενιζέλου. Τον Γενάρη του 1922 ο Αρμοστής Στεργιάδης δηλώνει στα μέλη της κοινής των αλυτρώτων επιτροπείας μέσα στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας τα εξής:
«Κύριοι πρέπει να εννοήσητε ένα γεγονός. Η Ελλάς μετέβη εις την Μικράν Ασίαν πολύ προώρως και μάλιστα εις εποχήν κατά την οποίαν είχεν δοκιμασθή προηγουμένως από αγώνας συνεχείς και κοπιώδεις. Δεν γνωρίζω εάν έπρεπε ν’ αποδυθή κατόπιν τούτου εις τόσον μακράς εκστρατείας εκεί. Εκείνο όμως το οποίον αντιλαμβάνομαι και το εισηγήθην αρμοδίως είναι το εξής: Η Ελλάς δεν δύναται ούτως ή άλλως να συνεχίση τον αγώνα αυτόν και συνεπώς είναι υποχρεωμένη αργά ή γρήγορα να τον εγκαταλείψη». Αυτά είναι αρκετά νομίζω για να φανή πόσο επιπόλαια και άδικα θυσιάστηκε ο Χριστιανισμός της Μικράς Ασίας από έναν και μόνον άνθρωπο, τον Βενιζέλο.
Πριν από την απόβαση
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)