Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Πρόλογος
Δρίτσιος Θωμάς

Όταν, το βράδυ εκείνο της 29 Αυγούστου 1949, ο κυβερνητικός στρατός φώτιζε με τα πολύχρωμα βεγγαλικά του τις βουνοκορφές του Γράμμου και πανηγύριζε για τις νίκες του πάνω στους «ληστοσυμμορίτες», περί τις είκοσι τέσσερες χιλιάδες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και πολύ περισσότερα γυναικόπαιδα, δρασκελούσαμε σ’ όλο το μάκρος τους τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και περνούσαμε στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
    Τι αφήναμε πίσω μας;
    Μια καταματωμένη πατρίδα, που για το μάτωμά της την κύρια ευθύνη την έχει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και το κράτος των δοσιλόγων.
    Τον υπερατλαντικό ξένο να κυριαρχεί απόλυτα στην πολιτική ζωή της χώρας.
    Ένα μετεμφυλιοπολεμικό κράτος με ξέφρενο αντικομμουνισμό.
    Τον «νικητή» να ξεσπά μανιώδης στους ομοϊδεάτες μας και σε κάθε προοδευτικό πολίτη με φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, με στρατοδικεία σκοπιμότητας και με εκτελέσεις.
    Κι ένα ρωμαλέο, μαζικό κίνημα τσακισμένο κι αποδιοργανωμένο.
    Και σε μας; Τι επιφύλασσε σε μας το μέλλον;
    Σήμερα είναι γνωστό.
    Για τότε όμως, για τον απλό αντάρτη, όλα ήταν άγνωστα και σκοτεινά. Άγνωστο το πού πορευόμαστε με τον εξαντλητικό ποδαρόδρομο. Άγνωστο, μετά, για πού μας μεταφέρουν τα καράβια πρώτα και τα τραίνα ύστερα. Άγνωστο το πού, τελικά, θα κατασταλάξουμε.
    Για τότε, ένα μόνο μας ήταν γνωστό και σίγουρο: πως εγκαταλείπουμε την πατρίδα και ό,τι ενσαρκώνει αυτή για κάθε παιδί της –και μαζί της ό,τι προσφιλές και ακριβό είχαμε σ’ αυτήν. Πως πατούσαμε σε ξένη γη. Διασχίζαμε άλλους τόπους. Κατευθυνόμαστε σε άγνωστες, αλλά φιλικές χώρες. Πως ύστερα από μια τετράχρονη, σχεδόν, σκληρή άνιση πολεμική αναμέτρηση με τις υπέρτερες δυνάμεις του αντιπάλου, έλαχε σε μας να επιζήσουμε. Πως θα βρεθεί κεραμίδι να στεγαστούμε. Ψωμί να χορτάσουμε, ρούχο καθαρό να φορεθούμε. Αυτό αντιστάθμιζε, κάπως, την πίκρα της ήττας και τη λύπη της φυγής. Θέρμαινε τις παγωμένες καρδιές. Αναπτέρωνε την ελπίδα για το μέλλον.
    Βασάνιζε, τότε, εμάς τους απλούς ανθρώπους, κανένα αίσθημα προσωπικής ενοχής;
    Ειλικρινά, όχι!
    Κι όταν, πολύ αργότερα, συνειδητοποιήσαμε, ότι μέσα απ’ τον «Δημοκρατικό Στρατό» υπηρετήσαμε μια λαθεμένη πολιτική, για μας τα προσωπικά κίνητρα του αγώνα εκείνου, δεν έπαψαν να είναι αγνά, πατριωτικά, εθνικά.

(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)