Παρουσιάζουμε μια πρώτη συλλογή με αφηγήσεις απ’ τον καιρό της Κατοχής και του διωγμού των Αριστερών, καθώς τις ακούσαμε από συγγενείς και φίλους αγωνιστών που είναι και σήμερα πολιτικοί κρατούμενοι στη φυλακή.
Η συλλογή καταρτίστηκε χωρίς προεργασία και χωρίς επιλογή για εξαιρετικές περιπτώσεις. Εδώ έχουνε θέση τα λόγια του Βλαχογιάννη: «Τότε ηδύνατό τις να καλέσει εις ομιλίαν διαβάτην οιουδήποτε χωρίου ή κωμοπόλεως και ν’ ακούσει παρ’ αυτού λόγους αθανάτους, κλπ.» (Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Πρόλογος).
Και τώρα εδώ χρειάστηκε κάπου κάπου μια ερώτηση, κάποια ενοποίηση στη γραπτή απόδοση –όπως και για μια συνέντευξη. Έτσι αποτυπώθηκε στο χαρτί κομματιασμένος μα καθαρός, ζωντανός ο σπαραγμός κι ο βόγγος του τόπου, όπως πάλεψε το φασισμό, παλεύει χωρίς να ξανασάνει.
Κάθε όνομα σημειωμένο ή αρχικό αντιστοιχεί με πραγματικό και γνωστό μας πρόσωπο. Κάθε περιστατικό είναι άμεση εμπειρία του αφηγητή. Τις περισσότερες φορές έλαβε την ευκαιρία ο ίδιος να εγκρίνει το γραπτό κείμενο. Τόσος έλεγχος έγινε, τόσος μπορούσε να γίνει. Από κει και πέρα η πικρή ουσία της ιστορίας δεν αλλάζει αν η μάνα του έφηβου Εαμίτη έτρεχε το ’42 ή το ’43 τον ζητούσε από φυλακή σε φυλακή: «…ένα με σγουρό μαλλί, με γκαμπαρτίνα κοντούτσικη…», αν πραγματικά η τάδε γειτόνισσα πρόδωσε το δεύτερο γιο τής Κυρά Τασίας: «…γι’ αυτήν μας λένε τώρα, τότε ούλοι κρυβόντουσαν…»
Ακόμη κι η απλή γνώση του κοινού ανθρώπου που χτυπιέται σε καταστάσεις σκοτεινές χωρίς να διακρίνει την πολιτική τους λογική εξήγηση, δεν κόβει την πνοή της αφήγησης. Δεν έκοψε και τη συμμετοχή του: «…γύρισαν που λες τα πράματα, μας κυνηγούνε τώρα οι Εγγλέζοι…», «…το πίστευε ποτέ κανείς πως οι προδότες θα δικάζουνε τους πατριώτες;» Κάποια τέτοια υπερβολική επίσης απλή αντοχή χρειάζεται πολλές φορές μέσα στις μάχες.
Τελικά οι καταθέσεις των κοινών ανθρώπων θα ’χουνε θέση κάποτε στην ιστορική έρευνα. Κι όπως ήταν ανάγκη, ζωή και τιμή μας, να πολεμήσουν το σκλαβωμό και τον αφανισμό όσο το δυνατόν περισσότεροι Έλληνες, είναι συνέχεια της ίδιας ανάγκης, ζωή και τιμή μας, να μιλήσουνε όσο το δυνατόν περισσότεροι μάρτυρες στην υπόθεση του ελληνικού λαού, με το διπλό βάρος της δοκιμασίας και της ομολογίας που διατηρεί και τώρα η λέξη αυτή.
Εξάλλου οι αφηγήσεις αυτές συμπυκνώνουν την άφθονη όπως είπαμε και πολύ στερεή, αθάνατη τέχνη του προφορικού λόγου, εκπληρώνουν απ’ την πρώτη, άγραφτη μορφή το σκοπό τους, σκοπό και κάθε Τέχνης: τη μετάδοση. Ο ρυθμός είναι γοργός όπως σε καλή ρεαλιστική ταινία. Η σύνθεση αυτοσχέδια, μα πειστική όσο κι η πραγματικότητα. Δε βαραίνει με πλάγιες επιδιώξεις φιλολογικές, διδαχτικές. Κι η φυσική επιθυμία του αφηγητή να προβληθεί ο ίδιος ορίζεται από την οικονομία του λόγου κι από αντίστοιχη εξίσου φυσική λιτότητα στην έκφραση. Μάλιστα είναι παράξενο πόσο γίνεται απρόσωπος ο αφηγητής. Λες και δεν είναι μόνο δικό του πάθος οι πείνες, οι τρομάρες, όλοι, όλες ιστορούνε σαν να ’χουνε σειρά σε κάποιο αρχαίο θέατρο. Θυμάται, και πολύ πρόθυμα, την παραμικρή πρόσχαρη λεπτομέρεια «…όλα όμορφα: στεφάνια, λαμπάδες, μοιράσαμε πάνω από 60 μπομπονιέρες…» αυτά σε γάμο μέσα σε φυλακή. Κι η μάνα που βγαίνει να συναντήσει το γιο της τον αντάρτη: «…μιαν ερημιά που λες τ’ αμπέλια φουντωμένα σαν άγρια, μηδέ κλάδεμα, μηδέ ξελάκωμα, μας φάνηκε Παράδεισο…» Θυμούνται όλοι και κάθε συμπαράσταση. Κάθε σπάνια εξαίρεση στους ανελέητους κανόνες της ανελέητης εποχής: «…Πιάνει ο Ιταλός σκοπός ένα κλάμα, ένα κλάμα…», «Ψυχικό κυρ’ ενωμοτάρχη, μας χαλούνε, σώσε μας –λοιπόν σηκώνεται αυτός, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, τραβήξαμε στο χωριό…»
Τέλος η ομοιότητα των περιστατικών, οι τόσες σπηλιές, οι κρεμάλες, οι προδοσίες, οι αγωνίες όπως κι η ποικιλία τους εικονίζουν την καθολική, καθημερινή συμμετοχή του λαού στους αγώνες για τη λεφτεριά του, αξεχώριστους απ’ την ίδια τη ζωή του και την προσδοκία που μας καίει και μας στυλώνει για ειρήνη, για προκοπή.
Πρόλογος στο βιβλίο Ακούμε τη φωνή σου πατρίδα, Θεμέλιο 1964 (Ο κοινός λόγος, Γ´, Κέδρος 1975)
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)