Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Πρόλογος στο βιβλίο Ο κοινός λόγος, Ερμής 1984
Παπαδημητρίου Έλλη

Ο κοινός λόγος αίσθημα και μετάδοση άμεση, πράξη συνηθισμένη, τέλεια: γεμίζεις ένα ποτήρι νερό, πίνεις ή προσφέρεις, περνά το λεωφορείο, σταματά, μπαίνεις. Έτσι απλά, τέλεια, θυμάσαι ιστορίες, περιστατικά, μεγάλα, μικρά και παραμικρά, με λόγια κοινά μια ζωή, πολλές ζωές, εποχές ολόκληρες ζωντανεύουνε, βρίσκουνε θέση κοντά στη δική μας για λίγο διάστημα, κάποτε για πάντα.
    Οι αλλαγές από ζωή σε ζωή, από εποχή σ’ εποχή, γράφουνται ή ξεγράφουνται πότε με πόθο, πότε με οργή –ανάγκη και η οργή και ο πόθος.
    Στην εξιστόρηση και τη γραφή των κοινών ανθρώπων στον κοινό λόγο υπάρχει ο πόθος για διάρκεια, έστω υποσυνείδητος, να μη σβήσει απ’ τη μνήμη, δική του και άλλων, ό,τι έπαθε και ιστορεί σε διάφορους βαθμούς. Αυτό σημαίνει πως ακολουθούνε λίγο πολύ κανόνες άγραφτους. Που γίνονται κανόνες τέχνης.
    Όσοι γράψανε ή προφορικά ιστορήσανε στη συλλογή αυτή, άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, δεν ήτανε απαλλαγμένοι από καμιά συνηθισμένη αδυναμία ή πονηριά. Πιάνανε όμως την εξιστόρηση σα να ήτανε στημένοι και βλέπανε κάποια ταινία μπροστά τους ή μέσα τους, βλέπανε και λειτουργούσανε σωστά, σχεδόν απρόσωπα, συγχρονισμένα πάθος – όραμα – λόγος – τόνος. Σπάνια έκλαψε κανείς αφηγητής ή αφηγήτρια. Οικονομία σε σχόλια και εξηγήσεις. Όποτε το θέμα τραβούσε πολύ σε μάκρος, το ακολουθούσε ο αφηγητής. Το θέμα καθόριζε όλα, όχι αυτό που περιμένει ο ακροατής. Κι όποτε είχε συμβεί κανένα δείγμα συμπόνοιας από αντίπαλο πολιτικό συμπατριώτη, ας πούμε σκοπός ή χωροφύλακας έδειχνε λίγη ανθρωπιά, π.χ. τους άφηνε και γεμίζανε κανένα παγούρι νερό, με άνεση γνωρίζανε και το καλό: «καλή του ώρα όπου να βρίσκεται», «ας τον χαίρεται η μάνα του».
    Η συλλογή άρχισε και συμπληρώθηκε από τυχαίες συναντήσεις και γνωριμίες μας, χωρίς μετακινήσεις και έξοδα, χωρίς πρόγραμμα κατά περιοχές και χρονολογίες. Βρίσκαμε κάποιο τραπέζι, κάποιο γραφείο, ακούγαμε, γράφαμε. Την ίδια ώρα ή σε δεύτερη συνάντηση διαβάζαμε στους ίδιους το γραπτό, σβήναμε καμιά φράση, διορθώναμε καμιά λεπτομέρεια. Δεν έχει προστεθεί ούτε λέξη δική μας. Τα δικά τους τα γραπτά καμιά φορά χρειαστήκανε αποκρυπτογράφηση, πολλοί δεν ήτανε ούτε του δημοτικού. Μια απ’ τις καλύτερες [αφηγήτριες] έγραψε πολλές σελίδες όπου λέξεις και στοιχεία δεν είχανε απόσταση και τα φωνήεντά της μόνο τρία: α-ε-ι.
    Όπως τα περιγράφομε ίσως φαίνεται πως είχαμε χρησιμοποιήσει μαγνητόφωνο πολυτελείας. Κανένα μηχάνημα, ούτε δανεικό. Αφηγητής, ακροατής, καταγραφέας, εξαρχής μέχρι τέλους συνεργασία τριπλή, αξεχώριστη. Κάποιες απορίες μας, «τι λες μωρέ, τ’ άκουσες έτσι;», δεν κλονίζανε, ανανεώνανε την εμπιστοσύνη. Οι συνεργάτες, χωρίς εξαίρεση, ζητήσανε, προτιμήσανε την ανωνυμία, γνώριμη κατάσταση. Εξάλλου η γνησιότητα είναι σύνθετη αρετή. Ένα όνομα, έστω και φημισμένο, δεν αποτελεί εγγύηση.
    Και τώρα υπάρχει υλικό για συλλογές του κοινού λόγου και συνθήκες αντίστοιχες –αν όχι όμοιες: πάθη, πόθοι σε πολλούς λαούς και τόπους και ο κίνδυνος του χαλασμού της γης. Τέλος υπάρχουνε ακόμα νεοέλληνες που εξιστορούνε πρόθυμα, εύγλωττα, ό,τι πάθανε, ηλικιωμένοι μα και νέοι, όταν τύχει ευκαιρία, όταν υπάρχει και χρόνος κατάλληλος και χώρος π.χ. σε ποντοπόρα πλοία, σε νοσοκομεία. Τα καφενεία έχουν αχρηστευτεί· τηλεόραση, ράδιο, ίσον βουβαμάρα.
    Εμείς μαθητέψαμε πρόωρα, όπως σε κάτι βαριά επαγγέλματα, σε τσίρκο ή σε αλιευτικά βρίσκουνε γωνιές, ευκαιρίες να διασκεδάζουνε τα παιδιά των ακροβατών, οι μούτσοι και κάθε τι γι’ αυτά είναι υλικό για περιέργεια: το ξύλο που έφαγε ένας πιο μεγάλος σαν έσπασε με τη σφεντόνα ένα ηλεκτρικό, το καινούριο φανελάκι που έταξε κάποιος μπάρμπας, άμα γυρίσουνε την Πρωτοχρονιά… Έτσι μας έλαχε και γνωρίσαμε τον πρώτο διωγμό των Χριστιανών της Ανατολής –1914, πρώτος πόλεμος– πώς έφτασε στη Σάμο κόσμος παραλογιασμένος –εκεί ν’ ακούς και να μη σώνονται ιστορίες, παραλήρημα.
    Τιμώ χωρίς επιφύλαξη τα κείμενα και χωρίς μετριοφροσύνη, επειδή δεν είναι δικά μου, εγώ έχω λείψει απ’ τη μέση.
    Και ξαναλέω και πιστεύω πως ο λόγος γίνεται όργανο εδώ στα μέρη μας, όπως π.χ. το στομάχι. Οι «προοδευτικοί» αναγνώστες λένε πως «λαϊκίζομε», σα να περιγράφουνε κάτι ασήμαντο, ενώ ο κοινός λόγος είναι υγεία. Οι σπουδασμένοι γράφοντας κουράζουνε το συκώτι τους, λίγο ή πολύ, είτε καλά γράφοντας είτε μέτρια. Οι κοινοί με λίγα γράμματα έχουνε μάθει κάτι τυποποιημένες σειρές «πρώτον ερωτώ» κλπ. Όταν ακολουθήσουν τον προφορικό λόγο, δηλαδή το φυσικά σωστό τους όργανο –όλα λειτουργούν καλά.
    Ο κοινός λόγος θα γνωριστεί αστέρευτη πηγή του πολιτισμού και της ιστορίας μας.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)