Τον ίδιο καιρό, που το Πολωνικό «Κόσουστσκο» ή το Ρουμάνικο «Τρανσυλβάνια» κουβάλαγαν καραβιές-καραβιές αντάρτες με προορισμό τη Γδύνια, άλλα καράβια, σοβιετικά, φόρτωναν κι αυτά χιλιάδες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού από το Δυρράχιο με κατεύθυνση τα Δαρδανέλλια.
Και δω «όλα τη νύχτα», με απόλυτη μυστικότητα.
Και «μέτρα ασφαλείας» αυστηρότερα. Μέρα και νύχτα «λούφα» και κάλυψη. Σ’ ελληνικά νερά θα πλέανε, από ελληνικά νησιά, ελληνικές ακτές και παρατηρητήρια περνούσανε. Κίνδυνοι πολλοί να γίνουνε αντιληπτοί.
Πόσα μερόνυχτα κράτησε αυτό το ταξίδι;
Λιγότερα απ’ το δικό μας.
Τι ξέρανε κι αυτοί για το πού προορίζονται;
Τίποτα.
Περιπλεύσανε, όλη, σχεδόν, την Ελλάδα. Διασχίσανε το Αιγαίο. Περάσανε τα Δαρδανέλλια, την Προποντίδα, μπήκανε στη Μαύρη θάλασσα.
Κι εκεί μόνο, όταν το καράβι μπήκε πια στα χωρικά ύδατα της Σοβιετικής Ένωσης, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, που συνόδευε την αποστολή, ανακοίνωσε στους Πολιτικούς Επιτρόπους, κι αυτοί στους αντάρτες:
– «Σύντροφοι! Προορισμός μας η χώρα του Μεγάλου Στάλιν». Ξεμπαρκάρανε στο Ποτ.
Από κει, με φορτηγά τραίνα τούς πήγανε στο Βατούμ. Με πλοία διέπλευσαν την Κασπία και βγήκαν στο Κρασνογκόρσκ για να καταλήξουν στην Τασκένδη και στο Τσιρτσίκ, ύστερα από μια κοπιώδη διαδρομή με τραίνο μέσα από την έρημο του Ουζμπεκιστάν.
Προς Δαρδανέλλια…
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)