Τριανταπέντε χρόνια πριν. Ώρα Ελλάδας μηδέν. Νοέμβριος του 1973. Βραδιά ανοιξιάτικη. Μνήμες ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου. Ανάμικτα συναισθήματα που μας πλημμύριζαν. Κόσμος, κόσμος πολύς μπροστά στις οδούς Πατησίων, Τοσίτσα, Πολυτεχνείου, Στουρνάρα. Νέοι, γέροι, μανάδες, παιδιά. Ποικίλα συναισθήματα που κυριαρχούσαν. «Δεν περνάει ο φασισμός». «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία». «Κάτω η χούντα των Συνταγματαρχών». «ΕΣΑ ΕΣ ΕΣ Βασανιστές». «Έξω οι Αμερικάνοι». «Εργάτες Αγρότες Φοιτητές» «Απόψε θα γίνει Ταϋλάνδη». Αναρτημένα πανό, αφίσες και φέιγ βολάν κολλημένα βιαστικά στα τζάμια των αυτοκινήτων. Και όλο περισσότερος κόσμος να μαζεύεται. Από τα μεγάφωνα του πρόχειρα στημένου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου ακούγονται τραγούδια του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Μαρκόπουλου, του Λοΐζου. Κυριαρχούσε το ριζίτικο με τον Ξυλούρη «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και όλοι εμείς με μια φωνή με μια λαχτάρα, με όλο το νεανικό πάθος που μας διέκρινε, φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαμε μέσα από τα βάθη της ψυχής μας, την μαγική λέξη «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μια ύποπτη απειλή. Όμως τίποτα δεν μας ένοιαζε, τίποτα δεν μας πτοούσε. Η πίστη μας για ένα καλύτερο αύριο για την γενιά μας, για τις γενιές που θα έρχονταν, μας ενδυνάμωνε και μας εμψύχωνε κάνοντάς μας να αισθανόμαστε πολύ πιο ισχυροί και από τα τανκς και από τα ανδρείκελα τους Συνταγματάρχες. Το όραμα της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας μάς ενθάρρυνε και ας ήταν το αύριο άγνωστο αβέβαιο και σκοτεινό.
Τα πρώτα δακρυγόνα άρχισαν να πέφτουν γύρω στις 8 η ώρα το βράδυ κοντά στην Πύλη του Πολυτεχνείου. Ένας πανικός μας κυρίευσε. Τρέξαμε προς τις παρόδους της Πατησίων για να αποφύγουμε τα ΜΑΤ. Τα μεγάφωνα μας καλούσαν. Η φωνή της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Μαρίας Δαμανάκη, του Δημήτρη Παπαχρήστου, «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο» μας ξεσήκωναν χωρίς να μας αφήνουν ούτε στιγμή να εγκαταλείψουμε τον αγώνα μας. Δεν άργησαν να πέσουν και οι πρώτες καουτσουκένιες σφαίρες, ντουμ ντουμ τις ονόμαζαν. Μπροστά στο ξενοδοχείο «ΑΚΡΟΠΟΛ» ο πρώτος τραυματίας. Πιο κάτω στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως στην οδό Μάρνη ελεύθεροι ακροβολιστές από την ταράτσα του κτιρίου, σημάδευαν τους «ελεύθερους πολιορκημένους». Κάτι γεροδεμένοι οικοδόμοι άρχισαν και ξήλωναν τις πλάκες των πεζοδρομίων και αφού τις έσπαγαν, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν οδοφράγματα, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα εμπόδιζαν την διέλευση των τανκς. Από τα μπαλκόνια της περιοχής ο κόσμος μάς έριχνε εφημερίδες και περιοδικά για να εξουδετερώνουμε τα δακρυγόνα ανάβοντας φωτιές, και όλων των ειδών τις κρέμες για να βάλουμε γύρων από τα ερεθισμένα μάτια μας. Σειρήνες ασθενοφόρων ακούγονταν από τους γύρω δρόμους. Άλλα μάζευαν τους τραυματίες και από άλλα κατέβαιναν τραμπούκοι που χτυπούσαν στο ψαχνό. Τα είχαμε χαμένα. Δεν ξέραμε ποια θα χτυπούσαν τους διαδηλωτές και ποια θα βοηθούσαν τους τραυματίες. Ένας σκληρός ήχος σκέπασε τον θόρυβο της πόλης. Στην λεωφόρο Αλεξάνδρας οι ερπύστριες των τανκς αντηχούσαν εφιαλτικά μέσα σε εκείνη τη νύχτα του Νοέμβρη. Τρομοκρατηθήκαμε. Τρέξαμε προς την Ιουλιανού. Μια βαριά σιδερένια πόρτα εισόδου πολυκατοικίας υποχώρησε μπροστά στην αγωνία μας να κρυφτούμε. Όλο το βράδυ μας φιλοξένησε ο Γιάννης με την μητέρα του και τη γιαγιά του. Δεκαπέντε άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ μας στριμωγμένοι μέσα σε ένα δυάρι με κομμένη την ανάσα. Πολύ αργά κατά τα ξημερώματα φασιστικά στρατιωτικά εμβατήρια ακούγονταν στους δρόμους της έρημης πια πόλης ανακατεμένα με ουρλιαχτά από ανθρώπους που ξυλοκοπούσαν άγρια και συλλάμβαναν συγχρόνως. Νωρίς το πρωινό του Σαββάτου ξεκινήσαμε για να δούμε τι απέγινε την προηγούμενη εφιαλτική νύχτα. Μπροστά στο Πολυτεχνείο ειδικές εκκαθαριστικές ομάδες της αστυνομίας που δεν ξεχώριζαν οι τόσο σκληρές και όμοιες φυσιογνωμίες τους, έπλεναν την Πατησίων με μάνικες. Τόσο αίμα όμως πώς μπορεί να ξεπλυθεί; Δεν άργησαν να βγουν οι πρώτες κυβερνητικές ψυχρές στερεότυπες ανακοινώσεις «Μερικοί αναρχικοί δημιούργησαν προβλήματα στο κέντρο της Αθήνας». Ποιος όμως τους πίστεψε; ΚΑΝΕΙΣ. Εκτός από μερικούς «αφελείς νομοταγείς πολίτες». Η γενιά του Πολυτεχνείου θα κρατάει ανεξίτηλα στη μνήμη της την αγριότητα της λαομίσητης χούντας αντιπαραθέτοντάς την με τη δίψα των Ελλήνων για Δημοκρατία.
Για τα πολύ μεγάλα ιδανικά της Ελευθερίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας ένας λαός με ήθος σαν το δικό μας ξέρει να οραματίζεται πραγματοποιώντας τα κιόλας.
09-11-1995
Τζιραλίδου Ζωή