Ήλθε η άνοιξη και οι δικοί μου ζούσαν ακόμη στον Ευαγγελισμό. Εκεί πληροφορήθηκαν ότι θα τους εδίδετο κλήρος στο μικρό Κισερλί, γι’ αυτό μια ημέρα αποφάσισαν να το επισκεφθούν και να δουν από κοντά το μέρος.
Ήταν Απρίλης μήνας και η ημέρα ηλιόλουστη. Η φύση είχε βάλει τα καλά της για να υποδεχθεί το Πάσχα και οι γονείς μου με τον αδελφό μου, όταν έφθασαν στο χωριό, πήγαν πρώτα στην εκκλησία για να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουν την Παναγία, τη Ζωοδόχο Πηγή, που τους αξίωσε να αράξουν σε ένα ήσυχο λιμάνι, για να βρουν επιτέλους τη γαλήνη, που τόσο την επιθυμούσαν και την είχαν ανάγκη.
Στη συνέχεια πήραν το μικρό δρομάκι που περνά από τα καπνοτόπια των αδελφών Σολωμού, των Συρμακεζαίων και των Χαλιτσαίων και φθάνοντας σ’ ένα ξέφωτο κι ένα ωραίο καπνοτόπι, που στη μια πλευρά του υπήρχε φυταριά, όπου μερικές γυναίκες ξεβοτάνιζαν τον καπνοφυτό, είπε μέσα της η μητέρα μου:
– Αχ, τι όμορφος τόπος! Πώς θα ήθελα να ήταν δικός μας! Χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι το μέρος αυτό ανήκε στα κτήματα του Τούρκου Αγά!
Η ευχή της εισακούσθηκε πράγματι. Αυτό το κομμάτι της γης έγινε δικό τους, όπως και το σπίτι που ήταν κτισμένο στο συνεχόμενο οικόπεδο, αφού σε δύο κληρώσεις τούς έτυχε το ίδιο μερίδιο!
Κι αναρωτιέται κανείς: Πραγματοποιούνται οι ευχές; Υπάρχει πεπρωμένο; Υφίσταται κάποια δύναμη περιστάσεων ή άλλων συνθηκών, που κινεί την ανθρώπινη ύπαρξη;
Συνέχισαν το δρόμο τους και περνώντας έξω από το τσαγκάρικο του Κωτσιαφύτη (Κώστα Περσάκη), στην πλατεία του χωριού, μπήκαν μέσα για να ζητήσουν πληροφορίες.
Εκεί, στον τοίχο του υποδηματοποιείου υπήρχε ένας χάρτης και η μητέρα μου διάβασε μεγαλόφωνα: «Εύξεινος Πόντος». Είναι τα μέρη μας, είπε με λύπη:
– Μα καλά ξέρεις να διαβάζεις ελληνικά, απόρησε ο τσαγκάρης. Το 95 τοις εκατό των γυναικών στην Ελάτεια εκείνη την εποχή δε γνώριζε γραφή και ανάγνωση.
Ο Οσμάν Αγάς και οι περισσότερες συγγενικές του οικογένειες ζούσαν σ’ ένα συγκρότημα κατοικιών, από τις οποίες οι δύο, τουλάχιστον από απόψεως αρχιτεκτονικής, έχουν πολλές ομοιότητες με την οικία «Σβαρτς» στ’ Αμπελάκια και τα αρχοντικά στη Σιάτιστα.
Επίσης, στην ίδια θέση εντυπωσίαζε με το ύψος και τους φαρδείς του τοίχους, σωστό απόρθητο κάστρο, ένα άλλο μεγάλο κτίριο, η κούλια του Αγά.
Όλα σχεδόν τα σπίτια αυτά είχαν πρόσβαση στο βουνό και ήταν προφυλαγμένα από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, καθώς τα είχαν περιμαντρωμένα με ψηλούς τοίχους.
Στο Ζητιάνο του ο Καρκαβίτσας κάνει λόγο για κάποιον Αγά της Ελάτειας. Θα αναφέρω ακόμη ότι ο Οσμάν Μπαρμάν, γιος του Αγά, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την εγκατάστασή του στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε επιθεωρητής των κρατικών μονοπωλείων, ήλθε αρκετές φορές στην Ελάτεια, φιλοξενούμενος του Αλέκου Ζάρρα που ήταν φίλος του.
Έλεγαν ότι πάντοτε, όταν αντίκρυζε την πορτάρα της αυλής του σπιτιού, που έμενε ο Γεώργιος Μουράτογλου και αργότερα ο Δημήτριος Κίτσιος (Κώτσιος), δάκρυζε από τη συγκίνηση. Το πατρικό του σπίτι ήταν εκείνο που πήρε ο Αναστάσιος Αλοΐδης και μετά ο Ευάγγελος Καραγιώργος.
Πρώτη επίσκεψη στο Μικρό Κισερλί
(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)