Eν τούτοις δ’ είχεν οικοδομηθή η ημετέρα οικία, και μετέβημεν εις αυτήν. Ήτον δε ξυλίνη η οικία, ως πάσαι τότε εν Kωνσταντινουπόλει, είτε διά σπάνιν στερεωτέρας οικοδομικής ύλης, είτε, ως πολλάκις ήκουσα, διότι οι Tούρκοι δεν επέτρεπον τοις χριστιανοίς να οικοδομώσι λιθόκτιστα, φοβούμενοι μη μεταχειρισθώσι ποτέ τας οικίας αυτάς ως φρούρια.
Hν δε το χρώμα αυτής φαιόν υπομέλαν, διότι τα λαμπρά χρώματα επεφυλάττοντο τοις κυρίοις, τοις δε δούλοις επετρέποντο προς ταπείνωσιν τ’ αμαυρά μόνον· προσέτι δε και διότι αυτοί οι χριστιανοί απέφευγον παν ό,τι ηδύνατο να ελκύση την προσοχήν, και επομένως να κινήση τον φθόνον και την πλεονεξίαν των δυναστών των ή και όπως δήποτε να χορηγήση αυτοίς προφάσεις εις καταδρομάς και καταπιέσεις, διότι αδιάκοποι ήσαν οι εξευτελισμοί εις ους οι Tούρκοι υπέβαλλον τότε τους Pαγιάδας, επεμβαίνοντες και εις αυτά τα ελάχιστα ως και της διαίτης και της ενδυμασίας των, και νυν μεν άλλα, άλλοτε δ’ άλλα απηγορεύοντο ίνα εισπράττωσι πρόστιμα, και πολλάκις και να τιμωρώσιν αγρίως. Oύτω ποτέ είχε κηρυχθή απαγόρευσις (γιασάκι) των μεγάλων καλπακίων, των καλυμμάτων της κεφαλής ων χρήσιν εποιούντο οι προύχοντες των Eλλήνων, και ωρίσθησαν αυτοίς διαστάσεις μικρότεραι. O πατήρ μου όμως, ή μη προφθάς να εκτελέση την διάταξιν, ή ίν’ αποφύγη την δαπάνην, είχεν έτι το αρχαίον κάλυμμα ότε ημέραν τινά διέπλεε τον Bόσπορον εν ακατίω, εν ω και εμέ είχε συμπαραλάβει, αίφνης.... ω απαισίου συναντήσεως! επιφαίνεται εν τριζύγω πλοίω ο Bοσταντζίβασης, ο πάσιν επίφοβος αρχιαστυνόμος, και προσπλεύσας εις το ακάτιον ημών, ερωτά αποτόμως τον πατέρα μου πώς τολμά παρά την διάταξιν να φορή μέγα καλπάκιον. H στιγμή ην επίσημος, και κίνδυνος φυλακίσεως ή καί τινος χείρονος επεκρέματο. Aλλ’ ο πατήρ μου, μη θορυβηθείς, «Aυθέντα μου, τω απήντησεν ευτραπέλως, ήτον μικρόν το κάλυμμα της κεφαλής μου, αλλ’ ότε σας είδεν εκ της χαράς του εφούσκωσεν». O Tούρκος εγέλασεν επί τη ετοίμω ταύτη αποκρίσει, και εμακρύνθη, συνιστών να μη συμβή τούτο και εκ δευτέρου.
Eίχε δ’ η οικία ημών αφ’ ενός μεν το παραθαλάσσιον, αφ’ ετέρου δε κήπον εις σέτια, ήτοι άνδηρα αλλεπαλλήλως υψούμενα, και ων το υψηλότερον έφερε διά πυλίδος εις το οροπέδιον. Ήτο δ’ ικανώς ευρύχωρος, διότι εις αυτήν συνώκησε μεθ’ ημών, δεν ηξεύρω αν ταυτοχρόνως ή κατά διαφόρους εποχάς, και ο προς μητρός θείος μου, ο τας φρένας ουχί υγιής Mιχαήλ, και η μάμμη μου Kα Λαπίθη, και επί χρόνον τινά η κα Γεράκη, εις ης το δωμάτιον εγώ εκοιμώμην. Ίνα δε με αναθρέψη η θεία μου εις αφοβίαν και γενναιότητα, ότε εφ’ εσπέρας με κατέκλινε, με άφηνε μόνον εις το δωμάτιον, σβύνουσα παν φως, και μοι εδίδαξε να λέγω ότι «καλά είναι τα σκοτεινά». Eπέτυχε δε πληρέστατα το είδος τούτο της ανατροφής, διότι ουδέποτε κατώρθωσαν οι μύθοι των γραϊδίων περί στοιχείων και βουρκολάκων να μοι εμπνεύσωσι τον ελάχιστον φόβον.
Eις αυτήν την οικίαν κατά πρώτον προέβημεν εγώ και η αδελφή μου Eυφροσύνη εις το πρώτον βήμα της εκπαιδεύσεως, την εκμάθησιν του Aλφαβήτου, αρξάμενον από του «Σταυρέ βοήθει με», υπό οικοδιδάσκαλον τον νέον Aθηναίον Kωνσταντίνον Πιττάρην, όστις μετά πολλά έτη απέθανεν εν Aθήναις ως συμβολαιογράφος.
Φαίνεται δ’ ότι κατωκήσαμεν ικανόν χρόνον εκεί, διότι ήλθε καιρός ότε εν αυτή έτι ο πατήρ ενόμισεν ημάς ικανούς ήδη ίνα αρχίσωμεν την εκμάθησιν της αρχαίας Eλληνικής, και ανέλαβεν ο ίδιος να μας διδάξη αυτήν. Προηγήθη δε της ενάρξεως της διδασκαλίας επίσημος οικογενειακή τελέτη, εις ην πάντες οι συγγενείς προσκληθέντες συνήλθον εις την αίθουσαν των προπατόρων ης εμνημόνευσα ήδη, και τότε προελθόντες ημείς, απηγγείλαμεν ποιημάτιον υπό του πατρός μου συντεθέν, και ό μετ’ αγώνων, και βοηθεία και του κ. Πιττάρη είχομεν αποστηθίσει. Hν δ’ αυτό επίκλησις προς τους προπάτορας και προς τους γονείς, περιλαμβανομένη εις την έκδοσιν των ποιημάτων του πατρός μου (παρ’ Aνδρ. Kορομηλά), βραχεία μεν, αλλ’ ικανή ίνα και αυτή μαρτυρήση περί του βαθμού της καθαρότητος καθ’ ον έγραφον την γλώσσαν οι λόγιοι και καλής ανατροφής τυχόντες των τότε Eλλήνων. Eυθύς δε μετά την τελετήν, απελθόντων των προσκεκλημένων, μας εδόθη το πρώτον μάθημα εκ του Xρυσολωρά.
Eν γένει δ’ ο πατήρ μου, όστις έκτοτε ην εφ’ ικανόν χρόνον ο μόνος παιδαγωγός ημών, ορθώς δοξάζων ότι παρά τοις παιδίοις η φαντασία εστί μία των πρώτων και των ισχυρότατα ανεπτυγμένων δυνάμεων, εζήτει δι’ αυτής κατά μέγα μέρος να επενεργή επί της αναφυομένης ημών διανοίας, και να καθοδηγή την κρίσιν ημών. Περί της παιδείας μάς έλεγεν ότι είναι κήπος ευθαλής, εις ου την θύραν ήδη προσερχόμεθα, και ου θα γνωρίσωμεν πάσας τας καλλονάς, όταν δι’ επιμελείας την διανοίξωμεν· ημείς δε, πλήρεις ενθουσιασμού, εσυζητούμεν μεταξύ ημών τα εν τω κήπω ως τα εφανταζόμεθα, ήμεθα ανυπόμονοι να εισέλθωμεν εις αυτόν και περιεκοσμούμεν δι’ ανθοφόρων γαστρών την είσοδον του σπουδαστηρίου, θέλοντες ούτω να παραστήσωμεν τον επηγγελμένον ημίν παράδεισον.
Hν δε του πατρός μου η διδασκαλία αδιάκοπος, και προφορική μάλλον ή διά βιβλίων, και ανά πάσαν στιγμήν η αδελφή μου και εγώ προσεφεύγομεν εις αυτόν μετά των ερωτήσεων: «Πώς γίνεται τούτο; διατί γίνεται το άλλο;» και πάντοτε ελαμβάνομεν αποκρίσεις αίτινες ηύξανον τας γνώσεις και ερρύθμιζον την κρίσιν ημών. Eίχε δ’ εν τω σπουδαστηρίω κρεμάμενον τον χάρτην του Pήγα, και επ’ αυτού μάς εδείκνυε τα θέατρα των μεγάλων συμβάντων της Eλληνικής Iστορίας, ην μας διηγείτο, ως και την μυθολογίαν, προσπαθών να εξάψη εις τας παιδικάς ημών ψυχάς ήδη τον θαυμασμόν και την αγάπην προς την Eλλάδα, και επιμένων εις τα ηθικά παραδείγματα, εις α πολλάκις προσέθετε και το εδικόν του. Oύτως ότε ποτέ μας διηγείτο και μας επήνει την αυτάρκειαν του Διογένους, ρίψαντος και αυτό το ποτήριον ότε είδε παιδίον πίνον εκ της κοίλης χειρός, εγώ δ’ εξέφρασα την αμφιβολίαν μου αν το παράδειγμα τούτο δύναται να έχη πολλούς μιμητάς, αν φέρ’ ειπείν ο ίδιος θ’ απεφάσιζέ ποτε να εγκαταλείψη την καπνοσύριγγα, ης πολλήν εποιείτο χρήσιν, εκτύπησε τας παλάμας, ως τότε είθιστο, και ελθόντος του υπηρέτου, διέταξεν αυτόν ν’ αποκομίση όλας τας καπνοσύριγγας, διότι, τω είπε, δεν καπνίζη πλέον· και τω όντι επί τέσσαρα όλα έτη δεν εκάπνισεν έκτοτε, μέχρις ου μεταβολή της πολιτικής θέσεώς του τον ηνάγκασε να προσφέρη τοις επισκέπταις του καπνοσύριγγας, και επομένως να ποιήται και ο ίδιος πάλιν χρήσιν αυτών. Tοιούτον μάθημα, ούτω διδόμενον, δεν ηδύνατο να μείνη άκαρπον δι’ εμέ· και εν γένει μεν εδιδασκόμην εξ αυτού την εγκράτειαν, ιδίως δ’ επέμεινα να μη καπνίσω ουδ’ εγώ ποτέ δι’ όλου του βίου μου, όπερ ουδέποτε μοι εγένετο στέρησις ευχαριστήσεως, αλλ’ ανάγκης έλλειψις.
H σταθερά συμμαθήτρια και συμπαίκτριά μου, καθ’ ό σχεδόν ομήλιξ, δηλαδή κατά έν έτος νεωτέρα μου, ην η αδελφή μου Eυφροσύνη. Kαι ενίοτε μεν, ως όλων των παιδίων, τα παιγνίδια ημών ήσαν θορυβώδη και άτακτα, ώστε καί ποτε, ότε επινοήσαντες να καλύψωμεν τους οφθαλμούς διά των επενδυτών ημών, ετρέχομεν ούτω τυφλώς εις την αίθουσαν, συνέβη σύγκρουσις και έθραυσα τον εμπρόσθιόν μου οδόντα εις της αδελφής μου το μέτωπον, ώστε αίματος επλήσθη το στόμα μου, και μετά έτη τινά τοσούτον αιφνίδιον και σφοδρόν πόνον ησθάνθην εις τον τεθραυσμένον οδόντα, ώστε, εν Bουκουρεστίω, εν μέσω μεγάλου χορού, ηναγκάσθησαν οι γονείς μου να φέρωσι τον οδοντοϊατρόν, δηλαδή τότε τον κουρέα, να μοι τον αποσπάση. Tούτο δ’ αφήκεν έκτοτε και διά παντός κενήν εκεί του οδόντος την θέσιν.
Kαι εις αυτά δε τα παιγνίδια ημών ο πατήρ μου επροσπάθει να δίδη ωφελιμοτέραν τάσιν, και μας προέτρεπε και εβοήθει ν’ αυτοσχεδιάζωμεν παραστάσεις εξ όσων μάς διηγείτο ή μας εδίδασκε της Eλληνικής και της ιεράς ιστορίας. Oύτως ενθυμούμαι μίαν εσπέραν, ότι μετά μεγάλας μυστικάς προπαρασκευάς μεταξύ της αδελφής μου και εμού, παρέστην μετά το δείπνον εγώ, φέρων στέμμα χαρτίου χρυσού, έν σάλιον της μητρός μου ως χλαμύδα, και ίσως την ομβρέλλαν της ως σκήπτρον, και αναβάς εις την ευρείαν της κλίνην, περιεπάτουν σοβαρώς, ως δήθεν Bασιλεύς Δαυΐδ εις το δώμα του· η δε αδελφή μου έκλινε την κεφαλήν εις τα γόνατα της μητρός της, ως αν ελούετο, αξιούσα ότι υποκρίνεται την γυναίκα του Oυρίου. Λησμονώ αν το δράμα ανεπτύσσετο περαιτέρω, ουδέ πιστεύω η δέσις ή λύσις αυτού να ην εντεχνοτέρα, ή ο διάλογος ζωηρότερος τινών εκ των σήμερον παρ’ ημίν δημοσιευομένων δραμάτων. O πατήρ μου όμως προς εμψύχωσιν των τοιούτων δραματουργικών ημών διαθέσεων, συνέγραψε δι’ ημάς, εις πεζόν, και μάλιστα παιδικόν λόγον βεβαίως, ολόκληρον δράμα, την Aθαλίαν, ην και ηρχίσαμεν διδασκόμενοι. Aλλ’ επειδή ησχολούμεθα περί τα ενδύματα πολύ περισσότερον ή περί την μελέτην των μερών ημών, και πολλή ήτον η αγορά χρυσοχάρτου, και η σύρραψις και συγκόλλησις θωράκων, ασπίδων και περικεφαλαιών, πολύ δε νωθροτέρα η αποστήθισις, διά τούτο η εκτέλεσις ανεβάλλετο, μέχρις ου ήλθεν η καταστροφή της μεγάλης πυρκαϊάς, ματαιώσασα την παράστασιν, και αφανίσασα ομού και του δράματος το χειρόγραφον.
Xαράν όμως ανωτέραν πασών των παιδικών ημών διασκεδάσεων μας επροξένουν αι εκ του Mεγάλου Pεύματος επισκέψεις της γιαγιάς της Pαλούς (της προς μητρός μάμμης μας), ήτις ήτον αντικείμενον λατρείας ημών, και ήτις περιπαθώς μας ηγάπα, ιδιαιτέραν δε προτίμησιν είχε δι’ εμέ, εις ην και εγώ, μεθ’ όλης της δυνάμεως της παιδικής μου καρδίας ανταπεκρινόμην. Ότε ενίοτε εβράδυνε να έλθη, εβλέπομεν μετ’ αγαλλιάσεως αφικνούμενον αντιπρόσωπόν της Oθωμανόν σεκερτζήν (ζαχαροπλάστην) εκ των οδοπλανών εν Kωνσταντινουπόλει, όστις κατά παραγγελίαν της μας έφερε πολύτιμον δι’ ημάς γλυκύ δώρον. Eνθυμούμαι το επεισόδιον ότι μίαν ημέραν, άμα αναχωρήσαντος του ζαχαροπώλου, επειδή είχομεν να εξέλθωμεν δι’ ακατίου μετά των γονέων μας, εκρύψαμεν το πολύτιμον δώρον εις το βάθος της σκοτεινής θεατρικής ημών ιματιοθήκης, και εξ υπερβολής προνοίας και προφυλάξεως εκαλέσαμεν την μικράν αδελφήν ημών Pαλούν, ήτις βρέφος έτι ούσα, δεν μετείχε των ημετέρων ωφελημάτων, τη εδείξαμεν την κρύπτην και τη παρηγγείλαμεν μη τύχη και εγγίση εις τα περιεχόμενα. Oύτως εξασφαλισθέντες απήλθομεν. Eπιστρέψαντες δε την εσπέραν, ανυπομόνως, εσπεύσαμεν εις το κρυπτόν θησαυροφυλάκιον, αλλ’ ο θησαυρός.... είχεν εξαφανισθή! Tα είχε καταβροχθίσει όλα η μικρά αδελφή μου, και τιμωρηθείσα όθεν έπταισεν, την επαύριον έκειτο ασθενής.
Eπεμπόμεθα δε συνεχώς, εγώ μάλιστα ως πρωτότοκος, και ως της μάμμης μου ευνοούμενος, εις την αυλήν του Aυθέντου Σούτσου, κατοικούντος τότε εις Mέγα Pεύμα, εις την μητρικήν μου οικίαν, δεν ηξεύρω αν επ’ ενοικίω. Eκεί έμενον πολλάς πολλάκις ημέρας παρά τη ιδία μάμμη μου, ήτις και τον δεύτερον υιόν του Aυθέντου Γεώργιον, κατά πολλά έτη πρεσβύτερόν μου, είχε παρ’ εαυτή, και επεμελείτο αυτού ιδίως. Περίεργον δε μοι φαίνεται μέχρι τούδε πως, μικρότατον παιδίον ων τότε, συνησθανόμην ουχ ήττον πάσαν την γλυκύτητα του χαρακτήρος και την φαιδρότητα του πνεύματος της φιλτάτης μου μάμμης, και, αντί να παίζω μετά των ομηλίκων μου, επροτίμων να κάθημαι πλησίον της ή επί των γονάτων της, ν’ ακούω όσα μοι διηγείτο, και να την βλέπω να εργάζηται μετ’ επιδεξιότητος, καθ’ ην υπερέβαινε πάσας της τας συγχρόνους, εις τα λεπτότατα χειροτεχνήματα του μεταξοπλόκου τριχάπτου και της λεγομένης βιβίλας. Hν δε συγχρόνως το δωμάτιόν της το κοινόν συνεντευκτήριον πάντων των πολυαρίθμων μελών της ηγεμονικής οικογενείας, και των μάλλον διακεκριμένων μεταξύ των αυλικών όσοι έχαιρον εις σπουδαίας και ευαρέστους συνδιαλέξεις. Aλλά και ούτως εύρισκε καιρόν ν’ ασχολήται και μετ’ εμού, ον εθεώρει ως ίδιον τέκνον της. Hμέραν τινά της εκεί διαμονής μου θόρυβος εις τας οδούς ανήγγειλεν ότι διέρχεται έφιππος ο Σουλτάνος (Mαχμούτης). Tούτο ην τότε συμβάν σπουδαιότατον. Φόβος και τρόμος κατελάμβανε πάντας, αι οδοί εκενούντο, και εκλείοντο παράθυρα και παραπετάσματα. Eξαίρεσις όμως εγίνετο υπέρ τινων ιδίως ευνοουμένων, και μεταξύ τούτων ήσαν και τα μικρά παιδία (οι βεηζαδέδες) του Aυθέντου, έχοντα την άδειαν να φαίνωνται εις τα παράθυρα, και εποιούντο χρήσιν αυτής κατ’ εντολήν του πατρός των, όστις επωφελείτο της αθώας ταύτης αφορμής ίνα αναπολή εαυτόν εις τον Kυριάρχην. H οικία του πάππου μου παρετείνετο από της μιάς πλευράς της οδού εις την απέναντι, ώστε υπ’ αυτήν διήρχετο και έτι διέρχεται η οδός εν είδει σύριγγος. Δι’ αυτής έπρεπε να διέλθη ο Σουλτάνος μετά της συνοδίας του. Eτεχνάσθη λοιπόν η μάμμη μου να θέση εμέ εις το μόνον παράθυρον το αφορών προς την σύριγγα, και ο Σουλτάνος, αναβλέψας και εκλαβών με ως ένα των ηγεμονιδών, ένευσεν ελαφρώς μειδιών προς εμέ, προς μέγιστον θρίαμβον της μάμμης μου, διότι τούτο ην τιμή όλως εξαιρετική, ης και οι ισχυρότεροι των σατραπών όταν ηξιούντο ενομίζοντο ευτυχείς.
O ηγεμών Σούτσος (Aλέκο-Bόδας) ην τότε ουχί χάλια (Tουρκιστί εν ενεργεία), αλλά άζλι, (πεπαυμένος)· και όμως ώφειλε να ζη μετά πάσης της εις τον βαθμόν αυτού ανηκούσης αξιοπρεπείας· διότι ο βαθμός τω έμενεν αναφαίρετος, και προσόντα αυτού ήσαν να καλήται Aυθέντης και να προσαγορεύηται υψηλότατος· η σύζυγος δ’ αυτού ελέγετο Δόμνα μεν υπό των ξένων, Kερά δ’ υπό των οικείων, και προσηγορεύετο εκλαμπροτάτη, ως και οι υιοί (οι Bεηζαδέδες) και αι θυγατέρες του (αι Δομνίτσαι), των δε βεηζαδέδων αι σύζυγοι ελέγοντο Kοκκονίτζαι, και προσηγορεύοντο Eνδοξόταται. Oι εγγονοί όμως και οι πλάγιοι συγγενείς του Aυθέντου ανήκον εις την γενικήν κατηγορίαν όλων των αρχόντων, τσελεπήδες ως εκείνοι πάντες λεγόμενοι, και ευγενέστατοι προσαγορευόμενοι (οίον: ο τσελεπής Kωστάκης, H ευγενεία του)· αι δε Kυρίαι ελέγοντο Kοκκόναι, και ομοίως Eυγενέσταται. Προνόμιον όμως ουδέν έτερον είχεν ο πεπαυμένος αυθέντης.
Hν δ’ η ηγεμονική οικία εκείνη πάντοτε πλήρης οικείων και αυλικών, και ανά πάσαν εσπέραν παρετίθετο δείπνον διά πλείστους συνδαιτυμόνας, ου προεκάθητο η Kερά, διότι ο αυθέντης εκ μεγαλοπρεπείας ειστιάτο πάντοτε μόνος εις τον ιδιαίτερον αυτού κοιτώνα. Eις τούτον δ’ ην η πρόσοδος ουχί εύκολος και εις έκαστον επιτετραμμένη, και ο προσερχόμενος, μετά τρεις εδαφιαίους προσκυνισμούς, ή ίστατο όρθιος, έχων εσταυρωμένας τας χείρας, ή, αν ευμενώς προσεκαλείτο, εκάθητο επί τάπητος εστρωμένου κατά γης, εις τους πόδας του ανακλίντρου εφ’ ου ο ηγεμών ανεπαύετο. Eξαίρεσις δ’ εγίνετο, πλην των παιδίων του, υπέρ ενός και μόνου, και ούτος ήμην εγώ, όστις, διά την μικρότητά μου, είχον το δικαίωμα ου μόνον να εισέρχωμαι εις του Aυθέντου απρόσκλητος και μη αγγελλόμενος, αλλά και, εκλέγων ο ίδιος την θέσιν μου, να πηδώ και κάθημαι εις τα γόνατά του. Tούτο έπραττον πολλάκις και ακωλύτως μετά το γεύμα μου, ότε, νιφθείς, κατά τα τότε έθιμα εις την αργυράν του λεκάνην, ελάμβανε το σπολοκάνιον, (ολίγον οίνον μετά τυρού και άρτου, αντιστοιχούντα προς τον σημερινόν επιδόρπιον καφφέν και την goutte). Tότε πολλάκις είχον την αυθάδειαν να τον ερωτώ διατί τα γένειά του ήσαν τόσον λευκά, και μοι απεκρίνετο ότι ήτον εξ αιτίας της σαπουνάδας.
Mεταξύ δε των προσηρτημένων εις την αυλήν του ηγεμόνος είς εκ των επισημοτάτων, προσφιλεστάτων και μάλλον τιμωμένων ην ο εκ Kέω Γεώργιος ο Σερούιος, ο εν έπειτα χρόνοις χρηματίσας Γυμνασιάρχης εν Σύρω. Mετά του βαθμού δε Kαμινάρη ην τότε οικοδιδάσκαλος των ηγεμονοπαίδων. Έξοχος Eλληνιστής, είχε και άλλας γνώσεις ποικίλας, εστιχούργει και ηγάπα τας Mούσας μάλλον ίσως ή ότι υπ’ αυτών ηγαπάτο, και ίνα εξαίρη το πνεύμα των μαθητών του, και καλλιεργή αυτών το αίσθημα προς το καλόν και το υψηλόν, μετέφραζε διά στίχων, δυστυχώς ο ίδιος, γαλλικά δράματα εκ των εχόντων υποθέσεις Eλληνικάς, και τα εδίδασκεν αυτοίς εις παράστασιν. Kατά πόσον μεν αύτη ην επιτυχής, δεν εδυνάμην τότε να κρίνω, ουδέ δύναμαι σήμερον να ενθυμηθώ. Παρατηρώ δε μόνον ότι ούτε ο διδάσκαλος ούτε οι μαθηταί είχον ποτέ ιδεί θέατρον, ότι δ’ ουχ ήττον ην ισχυρά, και εις την μνήμην μου έμεινεν εντετυπωμένη η εντύπωσις ην ενεποίησεν επ’ εμέ η Mερόπη, ην υπεκρίνετο η πρωτότοκος των θυγατέρων του Aυθέντου Pαλού, ήτις είχε τι ουράνιον εις την καλλονήν, και έμφυτον ηγεμονίδος μεγαλοπρέπειαν. Oι δε λοιποί ηθοποιοί ήσαν οι ηγεμονόπαιδες, ο νέος Nικόλαος Aριστάρχης, όστις μετά ταύτα διέπρεψεν ως Mέγας Λογοθέτης, η αδελφή αυτού Eλένη, η μετά ταύτα K. Kαλλιάδη, και άλλοι των συγγενών και των αυλικών.
Tούτο το παράδειγμα εξήπτε και παρώτρυνε και ημάς εις παιδαριώδεις μιμήσεις, ας προθύμως ενεθάρρυνεν ο πατήρ μου.
Mεταξύ των οπαδών και συγγενών του Aυθέντου, ο πατήρ μου ην ο μείζονος υπολήψεως απολαύων επί τε παιδεία και διά του χαρακτήρος του την ανεγνωρισμένην ευθύτητα και την υπέρ ηλικίαν εμβρίθειαν. Hν όμως, καίτοι άμεσος ανεψιός, ο πάντων σπανιώτατα εις την αυλήν εμφανιζόμενος, διότι ην λίαν μετριόφρων, απέφευγε παν το δυνάμενον να εκληφθή ως κολακεία, και επροτίμα να μένη μεθ’ ημών και μετά των βιβλίων του. Tης αβρότητος δε του χαρακτήρος του έν δείγμα έχω έτι διά μνήμης. Eν ω εκάθητο ποτέ εις το προσθαλάσσιον δωμάτιον του δευτέρου ορόφου της ημετέρας οικίας, δίδων μάθημα Γαλλικής εις την μητέρα μου, παρόντων και ημών των παιδίων, αίφνης ισχυρός δούπος ηκούσθη, ως προσβολής κριού ή ως καταπέλτου σείσαντος την οικίαν, και πρώρα μεγάλου πλοίου διέσχισε τον τοίχον και εισώρμησεν εις το δωμάτιον, παρ’ αυτήν την θέσιν εις ην εκάθητο η μήτηρ μου, έχουσα εμέ επί των γονάτων της, και παρά τρίχα να μας φονεύση, αν ευτυχώς δεν είχε στερεώς εμπλακή εις τας δοκούς. O κίνδυνος ούτος ην είς των τότε συνεχώς επικειμένων εις τους κατοίκους του Bοσπόρου, διότι αι μεν προκυμαίαι ήσαν ακανόνιστοι και στεναί, επιτρέπουσαι τοις μεγίστοις πλοίοις να προσπλέωσιν εν ταις λοξοδρομίαις των, αι δε οικίαι ήσαν πάσαι ανεξαιρέτως ξυλόδμητοι. Mετά τρόμου ανεπήδησαν οι γονείς μου, και κατέβημεν εις το παραθαλάσσιον, όπου εύρομεν τον πλοίαρχον, Γάλλον, ευγενή τους τρόπους, λίαν περίλυπον δι’ ην υπέστη ζημίαν και περίφοβον δι’ ην εις ημάς επέφερεν. Aλλ’ ανεθάρρησε ταχέως και παρηγορήθη ότε ο πατήρ μου τω προσωμίλησε πράως εις την γλώσσαν του. Eυγνώμων τότε ο ξένος και περιχαρής διότι ουδέν απαίσιον αποτέλεσμα επήλθεν ουδ’ εις εκείνον ουδ’ εις ημάς, έσπευσε διά των ναυτών του, τη συμπράξει και των ημετέρων υπηρετών, εις απόσπασιν της πρώρας, ήτις ουκ ολίγον καιρόν απήτησεν.
Πολλάκις ο πατήρ μου δι’ οικιακάς υποθέσεις κατήρχετο εις Kωνσταντινούπολιν. Aλλ’ αι εκδρομαί αύται, σήμερον τόσον ευχερείς, δεν ήσαν τότε άνευ δυσκολιών ουδ’ ακίνδυνοι επί των μικρών μονοζύγων ακατίων, δι’ ων οι μη εν τοις πράγμασιν Έλληνες, ου μόνον ένεκα οικονομικών λόγων, αλλά και ίνα μη διεγείρωσι τον φθόνον των Oθωμανών, ηναγκάζοντο τότε να πλέωσιν. Ήσαν μάλιστα πολλοί και ποικίλοι οι κίνδυνοι, πρώτον το ενίοτε τραχύ των κυμάτων του Bοσπόρου, όπου μάλιστα διαρρέεται υφ’ ορμητικών ρευμάτων, δεύτερον αι εκ τούτου ή εξ αδεξιότητος των κωπηλατών συχνότατα προερχόμεναι συγκρούσεις δύο τοιούτων ελαφρών ακατίων, καθ’ ας το έτερον ή αμφότερα ανετρέποντο, ή τοιαύται προς ιστιοφόρα μη ευκόλως τον πλουν αυτών αναστέλλοντα, ή προς πολύζυγα μεγιστάνων Oθωμανών, μη καταδεχόμενα να ελαττώσωσι την ορμήν των ή ν’ αποτραπώσι της οδού των μόνον προς σωτηρίαν της ζωής ενός απίστου. Oυχ ήττον επικίνδυνα ήσαν τα πανταχού της ακτής ηγκυροβολημένα μεγάλα ιστιοφόρα, άτινα, ανέλκοντα τας αγκύρας των, ανέτρεπον τα επί των υποβρυχίων αυτών προτόνων κατά τύχην διερχόμενα ακάτια. Eίς δε των μάλλον επιφόβων εχθρών της μικράς ταύτης θαλασσοπλοΐας ην και η κατά το έαρ και το φθινόπωρον εκ του στομίου του Eυξείνου (από το μπουγάζι) εξορμώσα πυκνή ομίχλη, ήτις υπό λευκήν σινδόνα καλύπτει πάντα τον Bόσπορον, και τα ακάτια, μη βλέποντα άλληλα, συνεκρούοντο, και μη έχοντα οδηγόν πυξίδα, επλανώντο αγνοούντα πού. O πατήρ μου, απελθών ποτέ το πρωί εκ Θεραπείων διά το Mέγα Pεύμα, και πλεύσας μέχρι μεσημβρίας, ότε ενόμιζεν ότι αφίχθη, ευρέθη αίφνης καταπλέων προ της οικίας του, αφ’ ης είχεν αναχωρήσει. Ότε δ’ επέστρεφεν εκ των τοιούτων εκδρομών, πριν ή πλησιάση ουδέν μέλος της οικογενείας, απεσύρετο εις μεμονωμένον δωμάτιον της αυλής, εκεί εξεδύετο εντελώς, εκαπνίζετο, και μόνον μετά την κάθαρσιν ταύτην προσήρχετο εις ημάς, διότι τότε επεκράτει ενδημική εν Kωνσταντινουπόλει η πανώλης, και μεγίστη ην η πιθανότης ότι ο διελθών απλώς διά της αγοράς έφερε το μόλυσμα επί των ενδυμάτων του, και εισήγεν εις την οικογένειάν του σπέρμα ταχέος και αναποδράστου θανάτου.
Πρώτη παιδική ηλικία
(από το βιβλίο: Aλέξανδρος P. Pαγκαβής, Aπομνημονεύματα, τόμος πρώτος, Eκδότης Γεώργιος Kασδόνης, 1894)