Κινήματα, πόλεμοι, αναταραχές, άλλο τίποτα στην Ελλάδα! Για μένα η πρώτη γνωριμία με τον κόσμο της Πολιτικής ήταν το 1916. Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1914, ο πατέρας μου επέστρεψε αμέσως στη μοίρα αντιτορπιλικών όπου υπηρετούσε. Η μητέρα μου αποφάσισε να μείνει μονίμως στον Πόρο, με εμάς τους τρεις, Νίκο, Μελίτα και εμένα, την Ελβετίδα δασκάλα μας, την παλιά μας μαγείρισσα Μαριγώ και μια καμαριέρα. Το τέλος του 1914 και το 1915 ήταν σχετικά ήσυχα για μας. Η μπόρα όμως ερχόταν.
Η φιλογερμανική πολιτική του Βασιλέως Κωνσταντίνου, ανάγκασε τους Συμμάχους –Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς– να κάνουν αποκλεισμό, διότι η Κυβέρνηση εφοδίαζε κρυφά τη νύχτα τα γερμανικά υποβρύχια με καύσιμα.
Την 25η Σεπτεμβρίου 1916, οι Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής απεχώρησαν και σχημάτισαν στη Θεσσαλονίκη άλλη Κυβέρνηση, φιλική προς τους Συμμάχους. Ο Βενιζέλος, με τη διορατικότητα που τον διέκρινε, προέβλεπε ποια θα ήταν η έκβαση του πολέμου και πού το συμφέρον της Ελλάδος. Στο κίνημα προσχώρησε ένα πολύ μεγάλο μέρος των Ελλήνων, ο πατέρας μου πρώτος-πρώτος. Τα μίση μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών άναβαν σε απερίγραπτο βαθμό.
Στον Πόρο, όπως παντού σχεδόν, οι μισοί ήταν βασιλικοί και οι μισοί βενιζελικοί. Στα πράγματα όμως ήταν οι βασιλικοί, αφού η Κυβέρνηση των Αθηνών με τον βασιλιά ήταν η επίσημη Κυβέρνηση. Ο Διοικητής, καθώς και οι Αξιωματικοί του Προγυμναστηρίου, βασιλικοί βεβαίως και αυτοί.
Ο αποκλεισμός των Συμμάχων δυσκόλεψε αφάνταστα την τροφοδοσία.
Ήμουν μόλις 7 ετών εκείνο τον χειμώνα και η λέξη «αποκλεισμός», που δεν καταλάβαινα, στο μυαλό μου σήμαινε περίπου «έλλειψη φαγητού» και ιδίως ορισμένων τροφίμων, όπως αυτών που εισήγοντο, κυρίως του αλευριού. Καθώς λοιπόν η βασική διατροφή του Έλληνα, τότε περισσότερο από σήμερα, ήταν το ψωμί, έπεσε μεγάλη πείνα. Μικρό το μέρος και ο καθένας ήξερε με ποιο κόμμα ήταν ο άλλος· άλλωστε δεν κρυβόντουσαν.
Το λίγο ψωμί και αλεύρι που υπήρχε, δεν το πουλούσαν στους βενιζελικούς· όταν δε ένας Ποριώτης γιατρός, ο Μεντζελόπουλος, εμπόδισε να δώσουν στα παιδιά ένα ψωμί «περίεργο» σαν χρωματιστή λάσπη διότι το ’βρισκε επικίνδυνο, οι πιο φανατικοί, θεωρώντας ότι δυσφήμιζε το κρατικό ψωμί, αγρίεψαν και τον χτύπησαν τόσο πολύ με τις μαγκούρες τους, ώστε υπέκυψε στα τραύματά του (και ίσως να μην ήταν καν βενιζελικός αλλά απλώς σωστός άνθρωπος).
Θυμάμαι το αξιοπερίεργο να τρώμε τυρί φέτα αλειμμένο με κίτρινο ολλανδικό βούτυρο, αλλά χωρίς ψωμί. Ή ραδίκια βραστά, με ένα αυγό σπασμένο μέσα αντί για λάδι, πάντα χωρίς ψωμί. Λίγο κρέας βραστό –είχε ακόμη αρνιά στον Πόρο–, σκέτο χωρίς πατάτες ή ρύζι ή μακαρόνια.
Μαθεύτηκε αμέσως ότι ο Πατέρας είχε προσχωρήσει στο Κίνημα. Ως επακόλουθο, πρώτα αρνήθηκαν να μας πωλούν οτιδήποτε και δεύτερον το Προγυμναστήριο έστειλε μία φρουρά από ναύτες, οι οποίοι φύλαγαν μέρα-νύχτα τη Γαλήνη γύρω-γύρω «για να πιάσουν» τον Πατέρα, όταν, όπως νόμιζαν βλακωδώς, θα ερχόταν την νύχτα να μας δει. Είχαμε τότε ένα μεγάλο λυκόσκυλο αρκετά άγριο, τον Μπόμπυ, και μας είπαν οι ναύτες πως «αν δε φοβόμαστε τον σκύλο, θα καθόμαστε ακριβώς κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού». Ήταν όλοι τους αρκετά αναιδείς, τους είχαν δώσει τον αέρα οι ανώτεροί τους.
Από την Αθήνα, ο Παππούς και η Νόνα κατάφερναν να μας στέλνουν πότε-πότε ένα καλάθι τρόφιμα. Και εκείνοι είχαν δυσκολίες, αλλά μερικοί φίλοι τους ξένοι από τις Πρεσβείες, τους έδιναν καμμιά φορά ορισμένα πράγματα. Έτσι και το κίτρινο ολλανδικό βούτυρο στα κουτιά. Τι θαύμα που ήταν! Δυστυχώς, δεν υπάρχει πια.
Μια ωραία πρωία, φάνηκε ένα γαλλικό καράβι του Εμπορικού Ναυτικού και έριξε άγκυρα στην εξέδρα του Τομπάζη, απ’ όπου, μέχρι το 1955 νομίζω, ανεφοδιάζονταν τα πλοία με νερό. Το έλεγαν «Marie-Louise». Αμέσως, η Μητέρα έστειλε τον βαρκάρη μας με ένα γράμμα προς τον καπετάνιο, εκθέτοντας την κατάσταση, ότι δηλαδή μόνο γυναίκες και μικρά παιδιά βρίσκονταν στο σπίτι, ότι ο Πατέρας ήταν στο Κίνημα κλπ.
Γύρισε ο βαρκάρης φορτωμένος τρόφιμα. Το δε απόγευμα, παρουσιάσθηκε και ο ίδιος ο Πλοίαρχος του «Marie-Louise» ο Capitaine Audrain, ευγενέστατος και συμπαθέστατος. To «Marie-Louise» θα έμενε λίγες ημέρες και θα μας εφοδίαζε τακτικά, πράγματι, έφθασαν κουτιά γάλα, γλυκό, αλεύρι, ψωμί, μπισκότα, όσπρια, ακόμα και μια πελώρια πλάκα σοκολάτα που χρειαζόταν σφυρί για να κοπεί.
Τη μεθεπομένη όμως, ο βαρκάρης μας κατατρομαγμένος αρνήθηκε να ξαναπάει, διότι τον είχαν φοβερίσει οι ναύτες ότι αν πλησιάσει το ξένο καράβι θα τον σκοτώσουν. «Καλά», λέει η Mademoiselle μας, «θα πάω εγώ». Πήραμε το βαρκάκι μας, η δασκάλα μας στο τιμόνι και ο Νίκος κι εγώ στα κουπιά. Είμαστε ακόμα στην «Marie-Louise», όταν ο καπετάνιος βλέπει με τα κιάλια κάτι ύποπτες κινήσεις στο Προγυμναστήριο: βάρκες να ετοιμάζονται, άνθρωποι να συγκεντρώνονται. Μας δίνουν λοιπόν συνοδεία μία εξάκωπο, με Γάλλους βεβαίως, καθώς και ένα σωρό τρόφιμα και φεύγουμε. Είχαμε σχεδόν πλευρίσει μπροστά στη Γαλήνη, όταν καταφθάνει μία λέμβος με ναύτες και έναν υπαξιωματικό, ο οποίος μας λέει: «Διαταγή του Διοικητή να σας πάω αμέσως μέσα». Απάντηση της Mademoiselle σε σπασμένα ελληνικά: «Είμαι Ελβετίδα και δεν έχω να λάβω διαταγές από κανένα». «Τι έχετε στη βάρκα;» ρωτούν οι ναύτες και η Mademoiselle, κραδαίνοντας ένα πακέτο μακαρόνια σαν να ήταν σημαία, τους φωνάζει: «Ρύζι, μακαρόνια, γάλα, ψωμί, αλεύρι, ζάχαρη».
Εν τω μεταξύ αρχίζει και η Μητέρα, από πάνω από την ταράτσα, να διαμαρτύρεται πολύ έντονα οπότε πτοείται ο επικεφαλής, μη ξέροντας τι να κάνει και φεύγουν για περαιτέρω διαταγές. Όλη αυτή την ώρα, στην αποβάθρα του Προγυμναστηρίου ήταν μαζεμένοι ο Διοικητής και οι Αξιωματικοί, για να απολαύσουν το θέαμα της... αιχμαλωσίας μιας βάρκας με γυναικόπαιδα!!! Η Μητέρα, μέσω του Παππού μου, παραπονέθηκε στην Αθήνα στον Υπουργό των Ναυτικών, Ναύαρχο Δαμιανό –εξαίρετος άνθρωπος.
Σε λίγες ημέρες εμφανίζεται ο κύριος Μπουρέκας, Διοικητής του Προγυμναστηρίου, σα βρεγμένη γάτα, για να ζητήσει συγγνώμη, μασώντας τα λόγια του, ότι δήθεν οι ναύτες δεν είχαν καταλάβει τις διαταγές... Τη σκηνή παρακολουθούσαμε περιχαρείς ο Νίκος κι εγώ, κρυμμένοι πίσω από τα κουφωτά παντζούρια, διότι δε μας άφηναν να παρευρεθούμε. Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο αλληλογραφούσαμε τακτικά με τον Capitaine Audrain.
Κάποια στιγμή τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Στην Ύδρα είχαν βάση αγγλικά πολεμικά και, ως φαίνεται, ο εκεί αρχηγός της μοίρας είχε γράψει στη Μητέρα, να μας πάρει και να πάμε με βάρκα τη νύχτα στην Ύδρα, για πιο ασφάλεια. Οι μεγάλοι τα ψιθύριζαν αυτά πολύ στενοχωρημένοι: πώς να ξεσηκωθούν, τι απόφαση να πάρουν κλπ. Ο Νίκος κι εγώ τα είχαμε καταλάβει και όταν τελικά το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε, με την άγνοια της ηλικίας μας, είμαστε πολύ απογοητευμένοι ότι χάσαμε την περιπέτεια.
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
(Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία της Γαλήνης. Αδημοσίευτο)