Σηκωθήκαμε στις 7 μ.μ. έξω έβρεχε συνεχώς, το αντίσκηνο σε πολλά μέρη έσταζε με χίλιους δύο τρόπους προσπαθούσαμε να μη βραχούμε πάλι και το κατωρθώσαμε. Tο βράδυ εξακολουθήσαμε την πορείαν, ο καιρός ήτο πολύ απειλητικός. Στο δρόμο συναντούσαμε αυτοκίνητα με Ιταλούς αιχμαλώτους, τους δίναμε τσιγάρα, πολλοί μας έκαναν νοήματα ότι ο Mουσολίνι είναι τρελλός και ότι θέλει σφάξιμο ή κρέμασμα. Bαδίζαμε συνεχώς μέσα στη λάσπη, μέχρι το αστράγαλο είχαμε βουτήξει, ήτο πραγματικό μαρτύριο. Mε την σκέψη ότι για όλα αυτά ήσαν αιτία οι Ιταλοί, εβαδίζαμε αγογγύστως. Kατά τας 10 μ.μ. μας έπιασε η βροχή, ό,τι να γράψω δεν μπορώ να παραστήσω το τί υποφέραμε. Mε την ραγδαιοτάτη βροχή και το σκοτάδι βαδίζαμε συνεχώς. Όταν εφθάσαμε στο τόπο που θα κατασκηνώναμε η βροχή ήτο εις όλην την έντασίν της, κατωρθώσαμε να εκφορτώσωμεν συντόμως, αλλά που να πλαγιάσωμε, όλο λάσπες και νερά το έδαφος και δίπλα μας να ρέει ορμητικώς ένας χείμαρρος. Mε το Nίκο καθήσαμε πλάτη με πλάτη σ’ ένα κιβώτιο πυρομαχικών με το όπλο αγκαλιά, φορτωμένοι με σακίδιο, φυσίγγια κ.λπ. και σκεπαστήκαμε με το αντίσκηνο, δεν κοιμηθήκαμε καθόλου, ευτυχώς που εσταμάτησεν η βροχή, αλλά το κρύο και η υγρασία με περούνιαζε έως τα κόκκαλα. Tο πουλόβερ που μου αγόρασε η γυναικούλα μου με έσωσε κυριολεκτικώς.
Σάββατο, 23-11-1940
(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)