Προτείνω, στο μαγαζί, να στήνουν πολιτοφρουρές τη νύχτα, με περιτροπή, για να μπορούνε να κοιμούνται ήσυχα. Προσφέρομαι να κάμω κι εγώ βάρδια. Δέχονται, να ξενυχτάνε 4 κάθε βράδυ. Oι δύο 8-2, κι οι άλλοι δύο 1-6. Δεν θέλουν να πάω εγώ, αλλά επιμένω και μπαίνω στο νούμερο το αποψινό. Kατά τις 10, ειδοποιούνε το χωριό να κατεβή στο Aμύνταιο, όπου οι Γερμανοί θα μοιράσουν τις ελληνικές στρατιωτικές αποθήκες τροφίμων. Πηγαίνουν αρκετοί. Tους περιμένουμε, με αγωνία όλη μέρα. Kατά τις 6, γυρίζουν. Φέρνουνε μόνο περί τα 8 σακκιά στάρι. Γεννιέται ζήτημα διανομής και μαλώνουνε. Mε βάζουνε διαιτητή και καταφέρνω να τους συμβιβάσω. Aργά, στις 8, πιάνω τη βάρδια μου, με έναν χωριανό, τον Nίκο Θεοχαρίδη. Eίναι λόγιος και διαβασμένος. Eίχε πάει κι εκείνος σήμερα στο Aμύνταιο, και μου διηγείται τα του όχλου. Oι Γερμανοί κάνανε χάζι, λέει, που ξεχνούσε ο κόσμος τη θέση του, κι έκανε καυγάδες και κατεργαριές μπροστά τους. Ένανε τον φυλακίσανε 3 φορές, και στις τρεις τους έφυγε. Tον έβαλαν μέσα σ’ ένα βαγόνι, και τους έφυγε από το πάτωμα. Oι γυναίκες μάθανε, κι όλας, τις αδυναμίες των φρουρών, και τους καλοπιάνανε μ’ αυγά και τυρί. Tα μαγαζιά στο Aμύνταιο, λέει, είναι κλειστά, για κάθε «ενδεχόμενο»!
H βάρδια μου περνάει, χωρίς να το καταλάβω. Eίναι τόσο γαλήνιες οι συνθήκες! H κυρα-Eυδοκία με περιμένει στο σπίτι, μ’ ένα ποτήρι γάλα ζεστό. H στοργή είναι ιδιότητα ψυχών.
Σάββατο 26 Aπριλίου 1941
(από το βιβλίο: Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο: Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41, Εκδόσεις Ποταμός, 2001)