Εσηκωθήκαμεν την 1 τα ξημερώματα μας ειδοποίησαν πια ότι οριστικά θα γίνη η επίθεσις, αμέσως ετοιμάσαμεν τους γυλιούς μας και αρχίσαμε πάλι διά την μεταφοράν των βλημάτων με τα χέρια, επίσης μεταφέραμε και το πυροβόλο σε κατάλληλη θέσιν κοντά εις το άλλο στις 5 το πρωί είμεθα όλοι έτοιμοι, επληθήκαμε, επήραμε το τσάι και στις 6½ επήγαμε στις θέσεις μας έτοιμοι διά βολήν, έβγαλα την εικόνα της Παναγίας και με ευλάβεια έκανα το σταυρό μου και την εφίλησα και παρακάλεσα με την βοήθειάν της να πετύχωμεν και να μας προφυλάξει από τον κίνδυνο, επίσης όλοι οι πυρ/ταί και ο ουλαμαγός μας έκαναν την προσευχή τους εις την Mεγαλόχαρην. Η ώρα ήτο 7 παρά πέντε, έφερα στην φαντασίαν μου τους γονείς μου, την γιαγιά μου, την γυναικούλα μου και τα αδέλφια μου και επικαλέσθην την βοήθειαν του πατέρα μου, της μητέρας μου και της γιαγιάς μου. Στις επτά ακριβώς έπεσε η πρώτη κανονιά στους Ιταλούς αμέσως αρχίσαμε και εμείς με όλην την ταχυβολίαν των δύο κανονιών μας ερρίχναμε τα πρώτα λεπτά ανά 14 το λεπτό, κατόπιν δε ανά 8 κατά μέσον όρον το λεπτό, ο σωλήν είχε υπερθερμανθεί από την πίεσιν των αερίων και δεν ειμπορούσαμε να ακουμπήσωμεν το χέρι μας καθόλου επάνω του. Tί κόλαση πυρός ήτο αυτή; ορειβατικά μικρά και μεγάλα και βαρέα πυρ/λα εκεντούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή όλες τις θέσεις των Ιταλών, το απέναντί μας αντέρισμα των Ιταλών δεν εφαίνετο από τον πολύ καπνόν των οβίδων, όλα δε τα κανόνια μας έκαναν καλά την δουλειά τους. Στις 7.40 που σταμάτησε η δράσις του πυρ/κού διά να επιτεθή το Πεζικό είχαμε ρίξει μόνον εμείς 600 οβίδες. Mόλις έπαυσε να βάλη το πυρ/κό αρχίνησε την επίθεσιν το Πεζικό, το τί έγινε δεν μπορώ να το περιγράψω· πολυβόλα, πολυβόλα, τουφέκια, όλμοι, χειροβομβίδες εγέμιζαν με τον κρότο τους τον αέρα, οι δικοί μας τους επήραν στο κυνήγι, κατέλαβαν το σπουδαιότερον ύψωμα τους, έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους, πολυβόλα, όλμους, άφθονα υλικά. Tέτοια μάχη ποτέ δεν την εφανταζόμουν, τα φανταράκια μας με ενθουσιασμό και με το πολυθρήλητο «αέρα» δεν εσταματούσαν προ ουδενός εμποδίου. Η μάχη εξακολούθησε έως την νύκτα, όλοι οι αντικειμενικοί μας σκοποί επέτυχον και επιάσαμε περί τους 500 αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων 1 Λοχαγόν και δύο ανθυπολοχαγούς. Όπως εμάθαμε το βράδυ οι Ιταλοί ήσαν σπουδαία οχυρωμένοι, με τρεις και τέσσαρες σειρές πολυπλόκων συρματοπλεγμάτων με μόνιμα πολυβολεία και άφθονους μικρούς και μεγάλους όλμους. Υποχωρώντες οι Ιταλοί παρέμειναν σε σπουδαία χαρακώματα από έξω από την Πέστανη, από την οποίαν και απέχουμε περί τα 20 λεπτά. Tο απόγευμα το 2ον στοιχείον επροχώρησεν εμπρός κάπου 1½ χιλ. Εκοιμήθηκα κατάκοπος ευλογώντας τον Θεόν που μας προφύλαξεν και δεν μας έβαλον οι Ιταλοί καθόλου με το πυρ/κό τους. Έγραψα στους γονείς μου.
Σάββατον, 15-2-1941
(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)