Η ηγεσία του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού, χωρίς να το ομολογεί, διέβλεπε από νωρίς την επερχόμενη ήττα. Και προσανατολιζόταν, από καιρό πλέον, στην εγκατάλειψη του αγώνα. Και μπορεί για προπαγανδιστικούς λόγους, τα υπερφίαλα συνθήματά της «Γράμμος τάφος του μοναρχοφασισμού», «Ο φασισμός δεν θα περάσει», να μην αποσύρθηκαν ούτε την τελευταία στιγμή από την προμετωπίδα των εντύπων της και από τις εκπομπές του ραδιοσταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα», στην πράξη όμως, κάτω από την δυσμενή τροπή της όλης πολεμικής κατάστασης είχε καταστρώσει ένα κάποιο σχέδιο διαφυγής του όγκου του Δημοκρατικού Στρατού. Λέγεται, ότι η εγκατάλειψη του αγώνα, είχε σχεδιαστεί να γίνει νωρίτερα, αναστάλθηκε όμως και δόθηκε τρεις μήνες ακόμα παράταση στην ανώφελη αιματοχυσία, γιατί, προσδοκούσαμε κάποια «δικά μας» οφέλη από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Αποφασιστικό πλεονέκτημα της διαφυγής, κατά το σχέδιο, ήταν οι «σιγουρεμένες πλάτες». Το ίδιο πλεονέκτημα που είχαμε και κατά τη διεξαγωγή του πολέμου: τη διατήρηση, δηλαδή υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του Δημοκρατικού Στρατού, των ελληνικών συνόρων προς την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Βουλγαρία. Κύρια επιταγή του σχεδίου: να διατηρηθεί ο έλεγχος στη συνοριακή γραμμή, να εμποδιστεί ο αντίπαλος «να βάλει πόδι» σ’ αυτή και να σταθεροποιηθεί. Η θεμελιακή αυτή απαίτηση τηρήθηκε ώς την κρίσιμη στιγμή της υποχώρησης: τα βόρεια σύνορα, οι διαβάσεις τους κυρίως, προς τις γειτονικές χώρες έμειναν σταθερά υπό τον έλεγχο του Δημοκρατικού Στρατού. Όταν ο κυβερνητικός στρατός θα καβάλαγε σ’ αυτά για να εγκαταστήσει φυλάκια, θα ήτανε πλέον πολύ αργά. Η διαφυγή των ανταρτών θα είχε ολοκληρωθεί.
Σχέδιο και σημεία διαφυγής
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)