Βγαίνοντας από την πόρτα των λουτρών, ο δρόμος που πέρναγε λεγόταν ΧΑΜΑΜ ΣΟΚΑΓΙ. Τα λουτρά των ανδρών είναι συνεχόμενα και ο τοίχος που είναι μπροστά μας είναι του σχολείου μας, που και αυτό έχτισαν οι Καρασουλαίοι. Τα λουτρά, το Παρθεναγωγείο, το Αρρεναγωγείο, όλος αυτός ο χώρος είναι τουλάχιστον 4-5 στρέμματα, ίσως και παραπάνω. Εκτός από τα κτίρια, υπήρχε δενδρόφυτη έκτασι με πολλά καρποφόρα δένδρα, βερικοκιές, αχλαδιές, κερασιές, μέχρι κυδώνια και μούρα, προπαντός τα μαύρα μούρα, που ευδοκιμούν στην Άγκυρα.
Το νηπιαγωγείο ήταν χωριστά. Στην εποχή μου θυμάμαι τρεις δασκάλισσες του Νηπιαγωγείου. Την κυρία Εφημία Κογογλάνογλου, Αγκυρανή, την κυρία Ελισάβετ, την πάντοτε γελαστή και χαρούμενη, ανεψιά του Εζατζί Παναγιώτ εφέντη, δεν θυμάμαι το επίθετό της. Επίσης την κυρία Ζωή που θα ήταν ίσως απ’ την Πόλη. Ήταν μια ξανθιά ωραία κοπέλα. Μαζί με την κυρία Αρετή Οικονόμου, την δασκάλα μου του Παρθεναγωγείου που την λάτρευα, έμεναν εσωτερικές στο σχολείο. Είχαμε την κ. Δέσποινα, ηλικιωμένη αδελφή της κ. Κοτζαμάνογλου, μια κ. Σοφία που μας έκαμε Γαλλικά στην τελευταία τάξη που δεν προφθάσαμε παρά δύο μήνες. Ένεκα του πολέμου έκλεισαν τα σχολεία μας. Την κυρία Ευδοκία Ευτυχίδου Αγκυρανή και την κ. Ευθαλία Γιαννάζογλου, διευθύντρια, αδελφή των Γιαννά που έχουν καταστήματα στην Αθήνα.
Σπουδάσαμε μέχρι το δέκα τέσσαρα καλά. Απ’ εκεί και πέρα όταν άρχισε ο Πόλεμος μας πήραν τα σχολεία και έκαμαν Νοσοκομεία στον τούρκικο στρατό.
Θυμάμαι τις εξετάσεις που δίναμε πριν και τις παραστάσεις με πατριωτικά περιεχόμενα. Απορώ πώς μας αφήνανε οι Tούρκοι. Όχι μόνον μας παρακολουθούσαν, αλλά και χειροκροτούσαν.
Σε μια παράσταση η κόρη του Μικέ Αλτηντόπ και της Πηνελόπης, η Μαρίκα, ένα ωραιότατο κορίτσι, σαν την μητέρα της που ήταν επίσης ωραία, σ’ ένα βράχο δεμένη παρίστανε την Ελλάδα αλυσσοδεμένη και με ωραία φωνή τραγουδούσε:
Τα σίδερα βαριά
σχίζουν τις σάρκες μου βαθιά
δάκρυ στον πόνο μου πικρό
μονάχη χύνω εγώ.
Και αχόρταγα ρουφούν εχθροί
το αίμα που πλημμυρεί
Κανένας δεν τολμά
να θραύση τ’ άτιμα δεσμά.
Εν συνεχεία πηδούσε απ’ τα πλάγια ένας Εύζωνας μ’ ένα γιαταγάνι στο χέρι τραγουδώντας.
Τα σίδερα να πεταχθούν
και δουλικά δεσμά της
και μ’ όλα τα παιδιά της
Δαφνοστεφανωθεί.
Και εν τω μεταξύ κοριτσάκια με κάτασπρα φορέματα και με μπλε κορδέλες στο στήθος κυκλώνανε το ζευγάρι επίσης με τραγούδια.
Ω παιδιά μου ορφανά μου
σκορπισμένα δω και κει
διωγμένα υβρισμένα
απ’ τα έθνη πανοικί.
Ξυπνάτε τώρα ήλθεν η ώρα
ήλθεν ο Δείπνος ο Μυστικός
Τέτοια ήταν η λαχτάρα μας για την Ελλάδα και θέλαμε να μάθουμε την γλώσσα μας. Όταν κλείσαν τα σχολεία και απαγορεύθηκαν, ο αδελφός μου ο Μιχάλης Καρασούλ, είχε προλάβει μόνον το Νηπιαγωγείο να βγάλη. Τα βράδια έπαιρνε στο χέρι του ένα καλάθι με πατάτες, κρεμμύδια και τον πήγαινα στον κ. Ιωάννη Σεφέρογλου, αν δεν κάνω λάθος στο όνομα. Ήταν παράλυτος στα πόδια του, δεν είχε εξορισθή και είχε μείνει στην Άγκυρα. Το βιβλίο του Μιχάλη ήταν κρυμμένο στο στήθος του μην τυχόν μας πιάσουν οι Tούρκοι, και το καλάθι ήταν για δικαιολογία.
Για να μάθουν τη γλώσσα τι κόπους, τι φόβους, τι αγωνία τραβούσε ο κόσμος, για την πίστη μας, για τον εθνισμό μας. Είναι δυνατόν να περιγραφθούν αυτά; Μόνον όποιος έζησε από κοντά την ζωή αυτή, μόνον αυτός μπορεί να καταλάβη.
Αυτά γινόντουσαν το 1920-21. Ας πούμε, ήταν πόλεμος, αλλά ποτέ δεν ήμασθε ελεύθεροι, ούτε και τα παλαιότερα χρόνια.
Το 1880 ο θείος μας Σταυράκης Ε. Καρασούλ, που ζούσε τα περισσότερα χρόνια του στην Ευρώπη, είχε γυρίσει μ’ έναν φίλο του στην Άγκυρα, και όπως περνούσαν απ’ την αγορά μιλώντας Ελληνικά, τους πυροβόλησαν οι Tούρκοι, σκοτώθηκε ο φίλος του και εκείνος τρέχοντας στα στενοσόκακα παραπλάνησε τους διώκτας του και έτσι σώθηκε κτλ.
[Tο σχολείο]
(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)