Σήμερα πέρασαν έξι μέρες. Η ανάκριση δεν προχωρά καθόλου. Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος… Εγώ δεν τους βοηθάω, λένε. Κάποιος έδωσε το όνομά μου με στοιχεία συγκεκριμένα. Νιώθω έναν κλοιό να σφίγγεται γύρω μου. Και φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Δε θα τους ξεφύγω. Είναι πιο δυνατοί από μένα. Και την ταχτική της βουβαμάρας δε θα μπορέσω να την κρατήσω για πολύ καιρό. Φοβάμαι την παντοδυναμία τους, τους φίλους που «σπάνε», φοβάμαι το βασανιστήριο που με περιμένει. Δεν ξέρω. Θ’ αντέξω;
Ανεβαίνω στις ανακρίσεις και σκέφτομαι. «Πρέπει να τους μισώ πιο πολύ απ’ ό,τι τους φοβάμαι». Τους φοβάμαι πολύ. Αυτό είναι βασικό. Το κατάλαβαν. «Κρύβεις πολλά», μου λένε. «Θα τα μάθουμε όλα. Κανείς δε φεύγει από μας έτσι». Εγώ ακόμα σφίγγω τα δόντια μου και κερδίζω χρόνο. «Η υπηρεσία θα φτάσει εις την αλήθεια με οποιοδήποτε μέσον», μου ανακοινώνει επισήμως ο Μάλλιος. Και μου δείχνει ένα ματσούκι από μπαμπού. Τους φοβάμαι. Δεν τους μισώ. Όσο αντέξω. Όσο αντέξω.
Ο Λάμπρου διέταξε σήμερα «αυστηρά απομόνωση». «Χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, θα ουρείς και θ’ αποπατείς στο κελί σου». Το μετράω. Αυτό θα το αντέξω. Κατεβαίνω χαρούμενη στο κελί μου.
Η Ελένη –η γυναίκα που είναι μπροστά στο 19-20 στο διάδρομο– και ο Νίκος το πήραν χαμπάρι αμέσως. Πώς; Μακάρι νάξερα. Μου ρίξανε ένα πλαστικό κυπελάκι για τις ανάγκες μου, κάτι κομμάτια ζάχαρι και λεμόνι. Τους αισθάνομαι ανήσυχους έξω από το κελί μου. Η Ελένη μου ρίχνει και φαΐ. «Πρέπει να τρως –δεν κάνει να εξαντληθείς– πρέπει νάσαι γερή για να τα βγάλεις πέρα». Εγώ όμως δεν μπορώ να φάω. Νιώθω όλο και μεγαλύτερη εξάντληση και με κυριεύει κάτι σα χαύνωση. «Δεν είναι τίποτα η αυστηρά», μου ψιθυρίζει ο Νίκος. «Μην το βάζεις κάτω. Πάνω από τρεις μέρες δε θα σε κρατήσουν». Η Ελένη μου πετάει ό,τι νομίζει ότι χρειάζεται. «Κυπελάκι», της λέω. «Όσο είμαστε εμείς εδώ μη φοβάσαι», μου λέει. «Θεατρίνα είναι», ακούω το Νίκο να ψιθυρίζει. «Λες να τα καταφέρει;» «Νίκο, δε μου έχεις και πολλή εμπιστοσύνη… σα νάχεις δίκιο μου φαίνεται. Χρειάζονται πιο γερά κότσια από τα δικά μου…».
– Νίκο, σε χτυπήσανε;
Δε μου απαντάει. Εγώ όμως είδα τα παπούτσια του και κατάλαβα. Τα παπούτσια του σχισμένα και ξεχαρβαλωμένα. Οι σόλες ξεκοιλιασμένες. Και μια φορά που είχε βγάλει το πουκάμισό του είδα την πλάτη του χαραγμένη.
– Νίκο, πες μου, πώς είναι η ταράτσα;
– Δε χτυπάνε γυναίκες. Έπειτα αφού σε βάλανε αυστηρά δε θα σε χτυπήσουνε.
– Πες μου τι είναι το μηχάνημα της αλήθειας;
– Είσαι χαζή. Σου λένε παραμύθια για να σε τρομάξουν και συ τα χάφτεις.
– Είπες στην Ελένη σου κάνανε ηλεκτροσόκ. Αυτό είναι το μηχάνημα;
Δε μ’ απαντάει.
– Πες μου, πρέπει να ξέρω.
Ανοίγει το παραθυράκι, μου ρίχνει ένα χαμόγελο και με ρωτάει.
– Θέλεις τίποτα;
– Ναι. Τραγούδα.
Κλείνει.
– Αυτό το αφιερώνω στο 18, μαζί με τους αγωνιστικούς μου χαιρετισμούς!
Χαμογελάω. Μέχρι ν’ ακουστεί το «σκασμός» του φρουρού καλά θάναι.
«… Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν, τώρα γεμίζουν τα τουφέκια τους μόνο με την καρδιά τους…», τραγουδά.
Πρέπει νάναι πολύ αργά, βράδι και η πόρτα του κελιού μου ανοίγει. Βλέπω το νεαρό αστυφύλακα της «τροχαίας». Είναι πολύ αυστηρός.
– Σήκω γρήγορα.
– Ανάκριση;
– Πήγαινε γρήγορα στο μέρος και πιες και νερό, μου λέει συνωμοτικά.
Βγαίνω γρήγορα γρήγορα. Ο Νίκος και η Ελένη ξύπνησαν. Καταλάβαιναν και μου κλείνουν το μάτι. Ο φρουρός της απομόνωσης λείπει για λίγο, φαίνεται. Ο «τροχαίος» έρχεται στην τουαλέτα. «Γρήγορα, γρήγορα», μου λέει τρομοκρατημένος. Γυρίζω. Στο κελί μου υπάρχει ένα ροδάκινο και ένα πλαστικό κύπελο με λεμονίτα.
– Φάτο και πιέστο, διατάζει.
Τον κοιτάζω σα χαμένη. Ξέρω, δεν πρέπει να του πω ούτε ευχαριστώ.
Στην ανάκριση σήμερα ο Λάμπρου διέταξε να μου δώσουν νερό και να με πάνε στην τουαλέτα. Ο κουτσός καφετζής μου φέρνει μια τυρόπιτα. Αδύνατο, δεν κατεβαίνει τίποτε. «Ευχαριστώ, δε θέλω. Αφήστε με να κατέβω στο κελί μου».
– Μα εδώ παίρνεις και τον αέρα σου, μου λέει ο Λάμπρου. Αν μιλήσεις, θα σ’ ανεβάσουμε τώρα αμέσως στο τέταρτο, έχομεν διαρυθμίσει έναν χώρον αρκετά άνετο σε μερικά από τα γραφεία του τετάρτου ορόφου. Εκεί βρίσκονται ένα σωρό κοπέλες χαμογελαστές, καθαρές. Θες ένα καθρέφτη να δεις τα μούτρα σου; Θα σ’ αφήσουμε να δεις και τους δικούς σου. Θάχεις ό,τι θέλεις.
Έτσι πληρώνονται οι ανέσεις στο τέταρτο! «Συνεργάζονται μαζί μας». Ο τέταρτος με τις καθαρές καλοχτενισμένες κοπέλες! Αν ποτέ συνεργαστώ μαζί σου κ. Λάμπρου, δε θέλω να μ’ ανεβάσεις εμένα στο τέταρτο. Θέλω να μείνω στο κελί μου μέχρι να πεθάνω.
[Σήμερα πέρασαν έξι μέρες]
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)