Σκέφτομαι, πως είμαι η κατάληξη δύο από τις πιο τραγικές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας: της γενοκτονίας των Αρμενίων και του ελληνικού Εμφυλίου.
Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε πολύ αίμα. Θάνατος. Ψυχικός και σωματικός βασανισμός. Και πολύ μίσος.
Η περίπτωση του πατέρα μου, παρ’ όλο που μου είναι λίγο πιο κοντινή και παρ’ όλο που τις συνέπειές της τις έζησα άμεσα, με κάνει να αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Γιατί στην Ελλάδα η Αριστερά είχε, τουλάχιστον, μια ευκαιρία. Για λίγο, βρέθηκε να είναι η κυρίαρχη δύναμη, να ελέγχει τη χώρα και να στηρίζεται στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου. Και αν οι διεθνείς συγκυρίες ήσαν καλύτερες, τότε σίγουρα τα πράγματα θα ήσαν αλλιώς.
Επιπλέον, ακόμη και στη χειρότερη στιγμή της πορείας τους, όταν αναγκάστηκαν κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες να ξεκινήσουν το δεύτερο αντάρτικο, παρ’ όλο που είχαν παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού τους, παρ’ όλο που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, παρ’ όλο που σημαντικό μέρος της ηγεσίας και των στελεχών ήσαν ήδη νεκροί ή φυλακισμένοι και είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν έναν οργανωμένο στρατό, παρ’ όλα αυτά κόντεψαν να τους πάρουν φαλάγγι!
Έπεσαν πάνω τους σχέδια Μάρσαλ, Άγγλοι, Αμερικανοί και έτσι μόνο κατάφεραν να τους λυγίσουν.
Και στο κάτω κάτω, έστω και μετά θάνατον δικαιώθηκαν. Αν όχι επίσημα, τουλάχιστον στη συνείδηση του κόσμου και απέναντι στην ιστορία.
Το βλέπω αυτό όσες φορές τύχει να βρεθώ στο χωριό μου, νιώθω τη συμπάθεια αυτών που γνωρίζουν, νιώθω τους ανθρώπους να με αντιμετωπίζουν σχεδόν με θαυμασμό.
Οι άνθρωποι που ζουν ακόμη θυμούνται σαν ήρωες τον πατέρα μου και τους θείους μου. Ξέρουν ότι πίστευαν σε ένα κόσμο καλύτερο και πως δεν έπαθαν ό,τι έπαθαν για το τομάρι τους, πως πίστευαν σε ιδανικά.
Για τους άλλους, τους Αρμένηδες, τα πράγματα μάλλον είναι πιο τραγικά. Δεν μπορώ να σκεφθώ χειρότερο θάνατο από την εξάντληση! Να περπατάς δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο κρύο και τη ζέστη, πεινασμένος, ταλαιπωρημένος, ανύπαρκτος. Να μην ξέρει κανείς για σένα. Να βλέπεις το θάνατο να έρχεται και εσύ να παρακαλάς από μέσα σου να συμβεί.
Θυμάμαι τα ψόφια ζώα έξω από το χωριό. Γέρικα γαϊδούρια, σκυλιά, γατιά. Για ένα διάστημα ήταν πρησμένα, με μια βρόμα που δεν σε άφηνε να πλησιάσεις. Την άλλη μέρα το έβλεπες μισοφαγωμένο από τα σκυλιά και τα τσακάλια, στη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα συνέχιζαν τη δουλειά τα κοράκια και οι γύπες. Σε λίγο, είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα. Άδεια, να χάσκουν στον αέρα...
Σκέφτομαι πόσες φορές να επαναλήφθηκε το έργο αυτό εκεί στις απέραντες εκτάσεις της ερήμου στην ανατολική Τουρκία. Πώς χάθηκαν τόσοι άνθρωποι, χωρίς να έχουν μία ευκαιρία! Κάτι για να θυμούνται πριν πεθάνουν. Να τους κάνει λίγο καλύτερες τις τελευταίες στιγμές!
Γι’ αυτό σου λέω. Υπάρχουν και χειρότερα!
Ή μήπως δεν υπάρχουν;
[Σκέφτομαι, πως είμαι η κατάληξη της γενοκτονίας των Αρμενίων και του ελληνικού Εμφυλίου]
(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)