Θαρσείτε εν τω Χριστώ
(Αποστόλου Παύλου)
Αυτές οι τρεις θείες και θαυματουργές λέξεις, ήταν σ’ όλη μου την ζωή το σύμβολό μου. Ζητώντας την βοήθειά των πάλι, αρχίζω να εξιστορώ την ζωήν και την ιστορία της Πατρίδος μου, που αλοίμονον ήθελε να μας αφήσει πληγές αγιάτρευτες.
Το 1902, 15 Μαΐου γεννήθηκα. Ήμουν το τέταρτο παιδί, του Κλήμεντος και Κυριακής Καρασούλ, του πρωτότοκου υιού του Χαραλάμπου Καρασούλ. Μέσα στο σπίτι του, ήταν ο Ναός του Αγίου Κλήμεντος, ναός αρχαιολογοτάτης αξίας που εκτίστη όπως γράφουν τον 8ο αιώνα από τον αρχιτέκτονα που έχτισε και τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Νίκαια.
Το σπίτι αυτό αγοράσθηκε από τον παππού μου, τον Χαράλαμπον Καρασούλ μ’ έναν περίεργο και θαυματουργό τρόπο. Θα σας τον περιγράψω όπως ακριβώς άκουσα από τον πατέρα μου και τη γιαγιά μου την Σοφία.
Το 1855-56 ο Παππούς ήταν αρραβωνιασμένος με την γιαγιά Σοφίαν, κόρη της οικογενείας των Καρακάς, από τις καλύτερες οικογένειες της Αγκύρας.
Ένα πρωί ο παππούς μου κατέβαινε την ανηφοριά όπου ήταν το Γεγενμπέκ τζαμισί, απέναντι ακριβώς στον Άγιο Κλήμεντα, όπου το σπίτι αυτό ήταν τουρκοκρατούμενο. Βλέπει ένα σωρό κόσμο μπροστά στο Τζαμί, και την οικογένεια του Τούρκου που ήταν στον Άγιο Κλήμεντα, πεταμένους μπροστά στο Τζαμί. Χοτζάδες, ιμάμηδες πάσχιζαν να ανοίξουν την εξώπορτα του σπιτιού αλλά χωρίς να το καταφέρουν. Μόλις είδαν τον παππού μου τον φώναξαν «Τσορπατζή, τζορπατζή, αλλαχί σεβέρσεγ, αν αγαπάς τον Θεόν, εμείς κάναμε το παν να ανοίξουμε την πόρτα αυτή, εστάθη αδύνατον. Είναι μέσα ένας τεκκές (τάφος), το ξέρεις; σε σας ανήκει ή σε μας, να μάθουμε, του είπαν, δοκίμασε και εσύ!»
Ο παππούς μου παίρνει το κλειδί και κάνει μια προσευχή και ένα τάμα.
«Χριστέ μου, κάνε να ανοίξει η πόρτα αυτή να σε πάρουμε εμείς πάλι, και συ Άγιέ μου Κλήμεντα βοήθησέ με να σε ελευθερώσω και όταν πανδρευτώ και το πρώτο μου παιδί θα είναι αγόρι θα το βαφτίσω στον Ναό σου και θα του δώσω το όνομά σου». Αυτά είπε ο παππούς μου, έκανε το σημείον του Σταυρού στην πόρτα, έβαλε το κλειδί και αμέσως άνοιξε η πόρτα.
Οι Τούρκοι τρομοκρατήθηκαν, ο ιδιοκτήτης είπε στον παππού:
― Τζορπατζή δεν ξαναμπαίνω στο σπίτι αυτό, γιατί ο καλόγερος θα με σκοτώσει, πάρτο, «αλλάχ ασκηνά», για όνομα του Θεού, και δώσε μου ό,τι θέλεις.
Συμφώνησαν για 300 λίρες χρυσές και έτσι ο παππούς πήρε το σπίτι του Aγίου Κλήμεντος. Του είπαν μάλιστα οι Tούρκοι πως επί τρεις μέρες ο Tούρκος έβλεπε έναν καλόγερο και τον φοβέριζε, να καθαρίσουν το σπίτι του αλλιώς θα τους πετάξει έξω. Ο Tούρκος είχε τρομοκρατηθεί αλλά η γυναίκα του τον καθησύχασε.
― Ε, τώρα με τους καλογέρους θα τα βάλουμε, του έλεγε, κοιμήσου.
Αλλά την τρίτη μέρα πετάχθηκαν έξω, μπροστά στο Τζαμί.
Όταν ο παππούς πήρε το σπίτι, έκαμε τις επιδιορθώσεις και μετά πανδρεύτηκε.
Στον χρόνο επάνω γεννήθηκε ο πατέρας μου, τον βάφτισαν στον Άγιο Κλήμεντα και πήρε το όνομά του! Μάλιστα ο παππούς μου παρήγγειλε την εικόνα του Αγίου στην Ρωσία την οποίαν έχουμε ευτυχώς εδώ και ο πατέρας μου σ’ όλη του την ζωή στο όνομα του Χριστού και του Αγίου Κλήμεντος θεράπευε αρρώστους. Περισσότερους μάλιστα Tούρκους που πίστευαν στον Άγιο.
Θυμάμαι καλά όταν ήμουν μικρή και πηγαίναμε στο τσιφλίκι μας, σε κάθε χωριό που περνούσαμε, οι άρρωστοι δεν ξέρω πώς παίρνανε είδηση, ότι θα πέρναγε ο πατέρας απ’ εκεί. Καθόντουσαν στον δρόμο και τον παρακαλούσαν, «αμάν Κιλιμάν αγά κολέγ ολαγίμ», έτσι έλεγαν στον πατέρα, «ατεσιμή κες» δηλ. δέσε τον πυρετό μου, δούλος σου να γίνω.
Ο πατέρας συγκινημένος κατέβαινε απ’ το άλογό του, και με μια άσπρη βαμβακερή άστριφτη κλωστή που την είχε πάντα μαζί του, διάβαζε και φυσώντας έκαμνε εννέα κόμπους και την έδενε στο χέρι τους, τους ευχόταν περαστικά, και να προσευχηθούν στον Άγιο Κλήμη τους έλεγε, και έβλεπες την χαρά στην μορφή τους. Ήξεραν και ήσαν σίγουροι πως αύριο θα ήσαν μια χαρά και έτσι πράγματι γινόταν.
Κάποτε άκουσα την μαμά να λέει στον πατέρα:
― Τι παράξενο, όταν δένεις σε μας την κλωστή αυτή, δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα, πώς αυτοί γιατρεύονται; Και είπε ο πατέρας, πως μας λείπει η πίστη, ενώ εκείνοι αλλόθρησκοι πιστεύουν και γιατρεύονται.
Όταν εκλάπησαν οι θησαυροί του Αγίου Κλήμεντος, η μαμά ήταν αρραβωνιασμένη με τον πατέρα, το 1891-92.
Ο Νικόλαος Καρακάς και η αδελφή του Σοφία, πρώτα ξαδέλφια της γιαγιάς μας, είχαν ένα σπίτι, συνεχόμενο με την αυλή του Αγίου Κλήμεντος. Μια μέρα ήλθαν δύο ξένοι και τους ζήτησαν για δέκα μέρες να ενοικιάσουν το σπίτι αυτό. Όταν αυτοί έφεραν αντίρρηση, για ποιο λόγο να φύγουν από το σπίτι τους, αυτοί δικαιολογήθηκαν, ότι θέλουν να παρακολουθήσουν μια τούρκικη παρέλαση που θα γίνη. Τους έδωσαν κάμποσες λίρες χρυσές και αυτοί πιστέψανε και πήγαν στα ανήψια τους, χωρίς να ειδοποιήσουν κανέναν. Δεν πέρασαν όμως τρεις μέρες και ο Μπερμπέρ Κωστής, ένας καλός άνθρωπος, τον οποίον εγνώρισα και εγώ αργότερα, που είχε ένα κουρείο ακριβώς απέναντι στους Καρακάς, βλέπει την πόρτα τους ανοιχτή όλη την ημέραν και κανένας δεν μπαινόβγαινε. Φωνάζει, δεν παίρνει καμιά απάντηση, μπαίνει μέσα, κανείς δεν ήτανε. Τρέχει αμέσως στον παππού μου τον Χαρ. Καρασούλ, ειδοποιούν τον κ. Νικολάκη Καρακάς, μπαίνουν μέσα, παντού ψάχνουν, δεν τους έλειπε τίποτα.
Όταν κατέβηκαν στο υπόγειο, τα ’χασαν. Στον τοίχο του υπογείου ήταν μια μεγάλη πέτρα και στην μέση ήταν ένας κρίκος και ενόμιζαν αυτοί πως ίσως παλαιότερα να ήταν αχούρι και να χρειαζόταν αυτό για τα ζωντανά και δεν έδωσαν ποτέ σημασία. Η πέτρα αυτή ήταν ριγμένη κάτω, και απ’ την τρύπα που άνοιγε μπήκανε σε μια στενή στοά προς τον Άγιο Κλήμεντα, και ηύραν ένα κιούπι άδειο και ένα νόμισμα χρυσό βυζαντινό πεσμένο κάτω. Τ’ άφησαν επίτηδες ή τους έπεσε, δεν το ξέρει κανείς.
Όταν ο παππούς τα είδε ταράχθηκε, «οι άθλιοι ήξεραν την θέση του θησαυρού του Αγίου. Ήλθαν και τα πήραν» είπε. Όλοι στεναχωρέθηκαν πολύ, προ παντός ο παππούς, που τα ’βαζε με τον εαυτόν του, γιατί δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν κρυμμένα και δεν μπόρεσε να τα φυλάξη, ενώ ήξεραν όλοι μια διάδοση πως ο Ναός και αν κρημνιστεί έχει την δύναμη να ξανακτιστεί. Έτσι λέγαν απ’ τα παληά τα χρόνια οι Xριστιανοί.
Και έτσι χάθηκαν οι θησαυροί του Αγίου.
Οι ξένοι ήσαν Άγγλοι αρχαιολόγοι, όπως έμαθαν αργότερα.