Καιρός να περιεργαστούμε το καράβι, να διακρίνουμε στα μεγάλα φουγάρα το όνομά του δεν έμενε. Δικοί μας και άνθρωποι του καραβιού, παραταγμένοι στη γέφυρα, σχημάτιζαν μια αραιή αλυσίδα και μας υποδέχονταν. Με χαμηλές φωνές και με τα χέρια μάς δείχνουν πού να κατευθυνθούμε.
Πειθήνιοι προχωρήσαμε με ασταθή βήματα στο κατάστρωμα για να βρεθούμε αμέσως σ’ ένα τεράστιο σκοτεινό άνοιγμα που έχασκε μπροστά μας.
Άλλοι δικοί μας ή ξένοι, κινούσαν τα χέρια τους νευρικά πως «ναι, ναι μη το πολυσκεφτόσαστε, εκεί θα κατεβείτε» και «Νταβάι!» «νταβάι!».
Κατεβήκαμε με προφύλαξη, ένας-ένας τα στενά μετάλλινα σκαλιά και ρουφηχτήκαμε από τα τεράστια αδειανά αμπάρια. Κρεμασμένοι μικροί λαμπτήρες, με αδύναμο φως, που μεγάλωναν τις σκιές μας, βοηθούσαν να βλέπουμε κάπως και να πιάνουμε θέσεις στα πλευρά του κύτους.
Στ’ αμπάρια αυτά ή θα μεταφέρανε τελευταία «καθαρά», χωρίς άσχημη μυρωδιά εμπορεύματα ή πρέπει να τα ’χαν καθαρίσει προηγούμενα και απολυμάνει καλά. Πνιχτική η ατμόσφαιρα, χωρίς όμως την χαρακτηριστική εκείνη μπόχα του φορτηγού.
Ρίξαμε ο καθένας χάμω την κουβέρτα και ό,τι κουρελαρία είχαμε, τεντώσαμε την αρίδα και αμίλητοι, σκεφτικοί, περιμέναμε…
Στ’ αμπάρια…
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)