Ήταν κατά τα μέσα Σεπτέμβρη του ’48 που έγινε η επιστράτευση στο χωριό μας από τα άτακτα σώματα, τ’ αντάρτικα. Μας επιστράτευσαν όλα τα παιδιά, γύρω στα είκοσι πέντε. Πολλά παιδιά χάθηκαν, άλλα έμειναν ανάπηρα και όσα γλίτωσαν τα έβγαλαν πέρα μέχρι το ’51 μέσα σε μεγάλη περιπέτεια.
Ήμασταν τρία αδέλφια, τον ένα αδερφό μου, το Δημοσθένη, τον απαγχόνισαν στο Κεράσοβο. Οι αντάρτες τον θεωρούσαν ύποπτο ότι θα τους ξέφευγε, επειδή είχε υπηρετήσει στο στρατό 4 χρόνια. Με τον άλλο αδερφό μου, το Λεωνίδα αναγκαστικά προχωρήσαμε μέχρι τα σύνορα όπου εκεί τραυματίστηκε, τον πήραν μέσα στην Αλβανία και έκτοτε έχασα τα ίχνη του. Στη συνέχεια πήγα στα Τζουμέρκα. Εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψω τα άτακτα σώματα και να παρουσιαστώ στο στρατό. Ήμουν όμως πολύ προσεχτικός γιατί και στ’ αντάρτικα και στο στρατό υπήρχαν κατάσκοποι. Πήγα σε κάποιο σπίτι και παρακάλεσα μια γριούλα να πάει να βρει τον ταγματάρχη να του πει ότι ήθελα να παρουσιαστώ στον ίδιο γιατί αν με συλλάβουν τα άτακτα θα μου κάνουν ζημιά. Πήγε και του είπε ότι ένας αντάρτης θέλει να παρουσιαστεί κι εκείνος τότε έστειλε δυο στρατιώτες να με παραλάβουν και να με οδηγήσουν κοντά του για να μην με πειράξει κανένας. Ήμουν 27 χρόνων. Όταν παρουσιάστηκα, με καλοδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο όλοι οι αξιωματικοί, με περιποιήθηκαν, μου ζήτησαν να παραμείνω στο τάγμα. Δεν θέλησα να μείνω εκεί όμως. Κατέβηκα στα Γιάννενα όπου εκεί υπήρχε ένα στρατόπεδο που έφτιαχνε πάγο. Εκεί μέσα συγκέντρωναν όλους τους κρατούμενους. Κάθισα εκεί κάνα δυο βδομάδες, μου ζήτησαν να δουλέψω στις αποθήκες του στρατού και με πλήρωναν 2 δρχ. την ημέρα. Κάθε μέρα γινόταν μάχες με τους αντάρτες που κατέβαιναν απ’ τα βουνά. Με 5-6 άλλους σκεφτήκαμε τότε να κάνουμε αίτηση στο στρατηγό να καταταχτούμε και να υπηρετήσουμε. Η ηλικία μου υπηρετούσε. Ο Στρατηγός που λεγόταν Δημήτρης Μπαλοδήμος τις ενέκρινε αμέσως. Ήταν καλός άνθρωπος. Μας έλεγε να πηγαίνουμε άφοβα σ’ εκείνον και να του μιλάμε για οτιδήποτε. Μας βοήθησε να βγάλουμε από το στρατόπεδο 90 παιδιά κρατούμενους. Κάναμε ένα λόχο «ειδικών αποστολών» που το λέγαμε «επίλεκτο σώμα». Αναλάμβανε τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Τότε ήταν που γνώρισα ένα παιδί κρατούμενο, τον Βασίλη Μυλωνά, καταδικασμένο σε θάνατο 4 φορές. Ήταν χωροφύλακας πριν κι επειδή έδωσε όπλα στους αντάρτες, κατηγορήθηκε ως προδότης. Η καταγωγή του ήταν από ένα χωριό του Αγρινίου, την Αγία Παρασκευή. Τον είχαν σ’ ένα υπόγειο και όταν του πρότεινα να τον γλιτώσουμε, εκείνος δεν το πίστευε και αρνιόταν. Τον παρακάλεσα να βάλει υπογραφή στην κατάσταση που κρατούσα για να τον σώσω και εκείνος απελπισμένος πάλι αρνιόταν. Μετά δυσκολίας και δυσπιστίας από μέρους του, δέχτηκε να υπογράψει στην κατάσταση. Εκείνη την ημέρα έβγαλα 16 ανθρώπους κρατούμενους. Συνολικά γλίτωσα 60 ανθρώπους με τη βοήθεια του στρατηγού στον οποίο έλεγα ότι είναι δικοί μου άνθρωποι. Για τον συγκεκριμένο τού είπα ότι είναι πατριώτης μου και μαζί με τους άλλους δεκαπέντε τους έβγαλα ημέρα Παρασκευή γιατί τα Σάββατα συνήθως γινόταν οι εκτελέσεις. Ο τόπος που τους εκτελούσαν λεγόταν «Αυγό». Ο άνθρωπος ακόμα κι όταν του το βεβαίωναν δεν το πίστευε ότι σώθηκε κι όμως οι υπηρεσίες μου είχαν εκτιμηθεί στον αγώνα που έκανα και τον γλίτωσα κι αυτόν. Τον πήγα στον στρατώνα υπηρέτησε άλλα δύο χρόνια και απολύθηκε. Από τότε έχασα τα ίχνη του. Πέρασαν 20 χρόνια και στην Αυστραλία που πήγα μετά από ένα χρόνο εντελώς τυχαία ανακάλυψα ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν εκεί. Ανταμωθήκαμε και η συγκίνησή του ήταν απερίγραπτη που με ξαναείδε. Κι εγώ χάρηκα.
Από το χωριό μας βοήθησα τον Κώστα το Δημόπουλο του Φώτη. Τον έπιασαν στο Βόριακα στην Ήπειρο. Ήταν ανάπηρος με ένα πόδι. Τον έφεραν στα Γιάννενα, Νοέμβρη μήνα, νηστικό και ταλαιπωρημένο. Του πρόσφερα τις πρώτες βοήθειες, εγώ πήγα κι έκανα κατάθεση στον ανακριτή ότι το παιδί ήταν πολύ καλό και το κατέστρεψαν άλλοι, οι αντίθετοι. Ορίστηκε δικαστήριο στα Γιάννενα. Αναβλήθηκε όμως κι έγινε στη Λαμία για να έρθουν εν τω μεταξύ οι μάρτυρες κατηγορίας από το χωριό. Ήταν 2-3 που κατέθεσαν εναντίον του. Τελευταία ρώτησαν κι εμένα. Εγώ ισχυρίστηκα ότι ήταν το καλύτερο παιδί του χωριού. Και έτσι γλίτωσε.
Είχα βγάλει και το Γιώργο τον Τριανταφυλλόπουλο του Δημητρίου, αδελφό του Γιάννη. Με τον ίδιο τρόπο. Αργότερα όμως σκοτώθηκε σε ναρκοπέδιο. Επίσης έβγαλα τον Σεραφείμ Κουτσομήτρο από το Στένωμα. Είχε υπηρετήσει στο στρατό σαν σκοπευτής στο βαρύ πυροβόλο. Τον επιστράτευσαν οι αντάρτες και τον χρησιμοποίησαν σε ανάλογη θέση. Σε μάχη με τον στρατό, στα βουνά της Ηπείρου τον συνέλαβαν και τον έφεραν στα Γιάννενα μισόγυμνο. Τον έντυσα, τον τάισα, γιατί η τροφή που έδιναν στους κρατούμενους ήταν λιγοστή. Ήταν να περάσει στρατοδικείο. Πήγα κι έκανα κατάθεση ότι ήταν εθνικόφρονας, ότι υπηρέτησε την πατρίδα κι ότι ήταν επιστρατευμένος δια βίας. Τον δικαιολόγησα, τον απέλυσαν και γλίτωσε.
Κάποια μέρα στα Γιάννενα πήραμε εντολή να πάμε στην περιοχή Κρύα. Εκεί υπήρχαν πηγές από όπου έπινε η πόλη νερό. Στήσαμε ενέδρα στο βουνό Μισικέλι στις 1.30 τη νύχτα. Βάλαμε καραούλι και κάποια στιγμή κατά το πρωί πέρασαν 4 αντάρτες αξιωματικοί. Τους κυκλώσαμε σε μια βρυσούλα, οι τρεις έφυγαν εμείς δεν ρίξαμε, ο ένας παραδόθηκε. Τον αφοπλίσαμε, τον ρωτήσαμε αν θέλει να μας ακολουθήσει και δέχτηκε. Τον έλεγαν Θανάση Μπούφλα. Τον κατεβάσαμε στα Γιάννενα, τον πήγαμε για ανακρίσεις στο Α2 Μεραρχίας και τον κρατήσαμε στο Λόχο μας κι αυτόν. Υπηρέτησε δύο χρόνια κι επειδή είχε υπηρεσία απολύθηκε. Εγώ συνολικά υπηρέτησα 3 χρόνια. Έχασα τα ίχνη του για χρόνια. Τον ξαναβρήκα αργότερα με τη βοήθεια του Β. Μυλωνά που ήρθε κάποια χρονιά στο χωριό της γυναίκας του στο Καλπάκι Ιωαννίνων, μου υπέδειξε που βρισκόταν. Ήταν χωρισμένος, παντρεύτηκε μια αντάρτισσα, είχε 150 πρόβατα και το σπίτι του θυμάμαι ήταν όλο άρματα, της γυναίκας του και τα δικά του. Δεν με γνώρισε. Όταν του φανερώθηκα με θυμήθηκε, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε ως ήταν σαν να του πρόσθετα 10 χρόνια ζωής. Μου πρότεινε δε όταν του είπα ότι μου αρέσει πολύ το χωριό του και θα ήθελα να μείνω, να μου χαρίσει ένα οικόπεδο-χωράφι.
Θυμάμαι επίσης κι ένα γεγονός που έζησα στη Βοβούσα όπου έγινε μια μάχη με τους αντάρτες. Εμείς ήμασταν 8 οπλίτες και οι αντάρτες 90. Τους αιφνιδιάσαμε και δεν κατάλαβαν πόσοι ήμασταν. Νόμισαν πως ήμασταν Τάγμα ολόκληρο. Υποχωρώντας έπεσαν σ’ ένα ρέμα. Εκεί είδαμε ένα τραυματία. Εγώ έτρεξα να τον βοηθήσω για να μην του κάνουν κακό. Διαπίστωσα ότι ήταν κοπέλα. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν καταματωμένη και χτυπημένη στο πρόσωπο. Της είπα να μη φοβάται, την έπλυνα, της έδεσα το κεφάλι με επίδεσμο. Έτρεμε από το φόβο της. Ήταν από τον Αλμυρό του Βόλου. Ανάμεσά μας ήταν ένας πρώτος της ξάδερφος κατά τύχη ένας δεκανέας. Τον είδε δεν έφερε αντίρρηση, την έβαλα καβάλα σ’ ένα μουλάρι και κατεβήκαμε στην Κόνιτσα για ανάκριση στο Α2 Μεραρχίας. Τη διάταξα, τι να πει και να μη φοβάται.
Ήταν εθελόντρια αντάρτισσα και στην ερώτηση του ταγματάρχη «τι σ’ έκανε να πας;» εκείνη του είπε «Εγώ θα σου πω, κι εσύ θα μου πεις τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση μου; Πριν 2 χρόνια το ’46», ξεκίνησε η αντάρτισσα, «έφτασε στον Αλμυρό του Βόλου ο [...] με 150 άντρες μαυροσκούφηδες (άτακτα σώματα). Ζήτησε να μαζευτεί όλο το χωριό. Μαζεύτηκαν 500, άλλοι 400 ήταν στα χωράφια. Έβγαλε λόγο και ζήτησε να του φέρουν 150 πίτες και 150 κοτόπουλα ψημένα, στο σχολείο. Όταν τα πήραν, πήραν και 150 κοπέλες από μας και μας ατίμασαν. Αναστατώθηκε όλο το χωριό. Ειδοποιήθηκαν τα αντάρτικα σώματα που κατέβηκαν στο χωριό, αλλά ο [...] την κοπάνησε από μια χαράδρα. Μετά όλο το χωριό πήραμε τα όπλα και κινήσαμε να τον κυνηγήσουμε. Έτσι βρέθηκα κι εγώ σ’ αυτή τη κατάσταση.»
Ακούγοντας την φοβερή ιστορία της, πρότεινα να μην πάει φυλακή, να σταματήσει εδώ η περιπέτειά της και να ειδοποιηθούν οι δικοί της. Έγραψα γράμμα στον πατέρα της και ήρθε ο αδερφός της και την πήρε. Δεν μπόρεσα να τους γνωρίσω. Εκείνοι όμως μου έστελναν δώρα και γράμματα. Αυτές ήταν οι περιπέτειες και τα γεγονότα που έζησα από το ’47 ως το 1951.
Όταν γύρισα πίσω στο χωριό ήταν όλα καμένα από τους Μαυροσκούφηδες. Πάντως υπήρχαν εγκληματίες κι από τις δυο πλευρές. Ο αδερφός μου ο Λεωνίδας μετά την Αλβανία, βρέθηκε στη Ρουμανία, του έκανα τα χαρτιά και ήρθε στην Ελλάδα και τώρα ζει στο Καρπενήσι, παντρεμένος χωρίς παιδιά.
Εγώ την περίοδο του Εμφυλίου ήμουν παντρεμένος με την Μεσία κι είχα δυο παιδιά, το Σεραφείμ και τη Βούλα. Έφυγα για την Αυστραλία το 1967, εν τω μεταξύ είχα αποκτήσει άλλα δυο παιδιά το Βαγγέλη και την Έλλη. Πήγα για αναζήτηση καλύτερης τύχης με σκοπό να ξαναγυρίσω, αλλά διαπίστωσα ότι εκεί αναγνωριζόταν ο κόπος σου και μπορούσες να δημιουργηθείς. Έτσι παρέμεινα με την οικογένειά μου και όλα πήγαν πολύ καλά. Ξαναήρθα προσωρινά στην Ελλάδα 10 χρόνια αφ’ ότου έφυγα.