Όταν τα χαράματα πλευρίσαμε στην προκυμαία της Γδύνια κι έπεσε η άγκυρα κι έσβησε εντελώς ο κρότος των μηχανών, το «Κόσουστσκο» είχε μεταβληθεί σε κινούμενο παγόβουνο, που ξαφνικά σκαλώνει κάπου: πάγοι σ’ όλο το κατάστρωμα, κρούσταλλα στα κατάρτια, παγωμένα τα παλαμάρια.
Ήταν ένα πολύ κρύο, μουντό πρωινό.
Δεν ξεμπαρκάραμε αμέσως.
Περιμέναμε λίγη ώρα ακόμα οπότε άρχισαν να μοιράζουν στον καθένα από ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί.
Άλλα για μας, άλλα για τις αντάρτισσες.
Τ’ ανοίξαμε.
Ήταν κοστούμια και φορέματα της φημισμένης, όπως λέγανε, πολωνικής βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων.
Πετάξαμε χλαίνες, χιτώνια, περισκελίδες και φορέσαμε τα κοστούμια και τα παλτά. Δεν πέφτανε, βέβαια, καλά στο σώμα. Τα «φορμάραμε» όμως λίγο-πολύ μεταξύ μας ανταλλάσσοντας το μακρύ πανταλόνι με τον διπλανό μακρυπόδαρο ή γυρίζοντας προς τα πάνω τα μακριά μανίκια απ’ το σακάκι. Τράμπες γίνανε και με τα χοντρά, ζεστά παλτά μας.
Ξαναφορέσαμε τις αρβύλες και σε λίγα λεφτά ξαναγίναμε …πολίτες. Βλεπόμαστε και γελούμε και πειραζόμαστε για την ξαφνική μεταμόρφωσή μας.
Κωμικότερο θέαμα εμφανίσανε οι παρτιζάνες.
Παρέες-παρέες πιάναν μια άκρη, κι υψώναν κάτι «παραβάν» με κουβέρτες. Άλλαξαν δυο-τρεις φορές φορέματα μεταξύ τους κι ύστερα, άλλες σοβαρές, άλλες περιγελώντας τον εαυτό τους, κάναν την εμφάνιση στο κέντρο του αμπαριού. Και φαρδύ σα ράσο να μην έπεφτε το φόρεμα πάνω τους, και «καλά να τις πήγαινε», εκείνη τη στιγμή μήτε παριζιάνα μοδίστρα θα κατάφερνε να ικανοποιήσει την αφυπνισμένη γυναικεία φιλαρέσκεια.
Και βούιζε τ’ αμπάρι απ’ τα πειράγματα:
– «Δέσπω – Μαρίκα – Λενιώ! Τ’ αντάρτικα σου πήγαιναν καλύτερα».
– «Και σένα, ρε Μήτσο, τα κατσιαπλιάδικα σε δείχναν πιο λεβέντη…».
Όσο μέναμε στο «Κόσουστσκο» οι τράμπες σε παλτά και τραγιάσκες δίναν και παίρναν…
[Στην προκυμαία της Γδύνια]
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)