Επί Κατοχής, το ψηλό καμπαναριό της εκκλησίας μας χρησίμευε και σαν παρατηρητήριο για τους άνδρες και τις γυναίκες, που επί καθημερινής βάσεως βρίσκονταν εκεί, για να μας ειδοποιήσουν, αν έβλεπαν ότι οι εχθροί έρχονταν προς την Ελάτεια.
Εκείνο όμως το ανοιξιάτικο πρωινό του 1943, οι άνδρες δεν αντελήφθησαν τις κινήσεις των Γερμανών κι έτσι, όταν αυτοί ήλθαν στο χωριό μας, πολλοί πιάστηκαν στον ύπνο.
Μεταξύ Μακρυχωρίου και Ελάτειας, επί της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης, υπήρχε μια σιδερένια γέφυρα η οποία εφυλάσσετο νυχθημερόν κατά την Κατοχή από ομάδα Γερμανών στρατιωτών.
Τακτικά, υποχρεώνονταν οι άνδρες συγχωριανοί μας σε αγγαρεία, για την εκτέλεση εκεί διαφόρων χειρωνακτικών εργασιών.
Όμως την προηγούμενη ημέρα, οι άνδρες πήραν εντολή από το Ε.Α.Μ. να μη μεταβούν στη γέφυρα προς εργασία, οπότε ξαφνικά έρχονται οι Γερμανοί, αρχίζουν έρευνα στα σπίτια και όσους άνδρες εύρισκαν, τους οδηγούσαν έξω από το σπίτι του προέδρου της Κοινότητας. Έρχονται και σε μας και παίρνουν τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Σε λίγο, φθάνει στο σπίτι μας ο γείτονάς μας, ο Νίκος Ι. Ζάρρας, που έζησε και πέθανε στην Τασκένδη ως πολιτικός πρόσφυγας, και λέει στη μητέρα μου να τον κρύψει κάπου. Εκείνη φέρνοντας μια σκάλα τον βοήθησε ν’ ανέβει στο ταβάνι, δηλαδή στο κενό μεταξύ οροφής και στέγης του σπιτιού μας.
Αφού συγκέντρωσαν 65 περίπου άτομα, άρχισε ο επί κεφαλής αξιωματικός να τους επιπλήττει και να τους ρωτά, για ποιο λόγο δεν είχε πάει η ομάδα των ανδρών για εργασία.
Ξαφνικά, ακούγονται από το βουνό δύο πυροβολισμοί, οπότε άρχισε να γίνεται πανδαιμόνιο. Οι Γερμανοί φοβήθηκαν ότι θα τους επιτίθεντο οι αντάρτες, άρχισαν αμέσως να συμπτύσσονται και με σπρωξιές και κλωτσιές τώρα, πήραν φεύγοντας μαζί τους όλους τους συλληφθέντες, αφού έκαψαν προηγουμένως στο χωριό 4 σπίτια. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή που η μητέρα μου έπεσε λιπόθυμη, όταν είδαμε από το σημείο που βρισκόμαστε –μπροστά στο σπίτι του Νίκου Χαϊντούτη– τα δυο αγαπημένα μας πρόσωπα να περνούν από τη θέση «Μπάρα» και να φεύγουν προς το άγνωστο.
Η αδελφή μου κι εγώ κλαίγαμε γοερά από το φόβο μη χάσουμε και τη μάνα μας. Φυσικά, ανάλογο κλίμα επικρατούσε σε όλο το χωριό. Από παντού ακούγονταν θρήνοι και οδυρμοί και μομφές για τους δυο συγχωριανούς μας κομμουνιστές Α.Σ. και Κ.Σ., που εκ του ασφαλούς έριξαν τις ντουφεκιές και πήραν στο λαιμό τους τόσους ανθρώπους.
Ύστερα από λίγες ώρες, μάθαμε ότι όλους τους κρατούμενους τους ανέβασαν στο τρένο και τους έστειλαν στη Θεσσαλονίκη, γιατί πριν οι δικοί μας απομακρυνθούν πολύ, είχαν προλάβει να ρίξουν ένα σημείωμα σε κάποιους που δούλευαν σε χωράφι κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή.
Πήρε να βραδυάζει μέσα στη θλίψη και την απελπισία, όταν ξαφνικά βλέπουμε να ανοίγει η πόρτα του σπιτιού μας και να εμφανίζεται αναπάντεχα ο πατέρας μου.
Η χαρά μας δεν περιγράφεται και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όμως η μητέρα μου αμέσως ρώτησε. Ο Γιάννης πού είναι; Κατακουρασμένος από την πεζοπορία, το άγχος και την αγωνία ο μπαμπάς μου, σωριάστηκε στον καναπέ και άρχισε να μας διηγείται όλα όσα συνέβησαν.
Όταν έφθασαν στη γέφυρα, τους στοιβάξανε όλους σε κάτι βαγόνια που μετέφεραν ζώα και μόλις η αμαξοστοιχία έφθασε στο σταθμό των Τεμπών, τους κατέβασαν εκεί, τους έβαλαν στη γραμμή και κάποιος βαθμοφόρος Γερμανός τους είπε μέσω διερμηνέως:
– Όσοι είσθε μεγαλύτεροι από εξήντα χρονών, να κάνετε ένα βήμα μπροστά.
Πάει, τώρα ήλθε το τέλος μας, σκέφθηκαν μερικοί ηλικιωμένοι. Εμάς θα μας σκοτώσουν τώρα αμέσως. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες τους και αφού δεν είχαν μαζί τους ταυτότητες, όταν ρωτήθηκαν, άλλος δήλωσε πενήντα οκτώ, άλλος πενήντα επτά και άλλος πενήντα εννιά ετών.
Αυτούς μαζί με τους νέους και φυσικά με τον αδελφό μου, τους ξαναέβαλαν στα βαγόνια και το τρένο συνέχισε το δρόμο του προς Θεσσαλονίκη.
Τους άλλους που έμειναν, τους απέλυσαν και μόνον ένας, ο Κωνσταντίνος Αθανασίου Χαλίτσιος, πατέρας της φίλης μου της Αγλαΐας, παρ’ ότι ηλικιωμένος, δεν ξαναγύρισε ποτέ. Τον σκότωσαν οι Γερμανοί εκεί, στα Τέμπη.
Όπως μας έλεγε αργότερα ο αδελφός μου, εκείνους, όταν έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, τους οδήγησαν στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», όπου πέρασαν τη νύχτα.
Μετά δύο ημέρες, το πρωί, την ώρα που ξυριζόταν ο αδελφός μου, βλέπει μέσα στον καθρέπτη έναν πολύ γνωστό του συμφοιτητή από την ιατρική σχολή να έρχεται προς το μέρος του μαζί με δύο Γερμανούς και ενώ οι άλλοι κρατούμενοι αναστατώθηκαν, ο Γιάννης προσποιήθηκε ότι δε δίνει σημασία στο γεγονός. Μόλις έφθασαν κοντά του και τον βλέπει ο γιατρός να συνεχίζει το ξύρισμα, του λέει:
– Ποιος είσαι εσύ που αδιαφορείς για την παρουσία μας; Γυρίζει ο αδελφός μου προς το μέρος του και
– Σιναπλίδη! Πώς βρέθηκες εδώ;
Από εκείνη την ημέρα τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο για όλους τους κρατουμένους, αφού είχαν το γιατρό με το μέρος τους και ενώ στην αρχή ψιθυριζόταν ότι θα τους στέλνανε στη Γερμανία, τελικά ύστερα από ενός μηνός παραμονή στη Θεσσαλονίκη, τους έφεραν πίσω και αυτή τη φορά τους πήγανε στο Δομοκό.
Εκεί τους υποχρέωσαν να σπάζουν πέτρες, να τις μεταφέρουν και να τις φορτώνουν στα βαγόνια του τρένου. Όσοι, βέβαια, είχαν και κάποιο επάγγελμα, έπρεπε να το δηλώσουν.
Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Ηλίας Δράκος, ένας από τους καλύτερους ράφτες της Λάρισας και αμέσως οι Γερμανοί του έφεραν ύφασμα και του ανέθεσαν να ράψει γι’ αυτούς… σκελέες, πλην όμως εκείνος έραβε μόνον ανδρικά κουστούμια και ρωτούσε τον αδελφό μου, αφού εν τω μεταξύ είχε ράψει κάτι στενό που δεν φοριόταν με τίποτα.
– Βρε, Γιάννη; Μήπως είδες καμιά φορά τη μητέρα σου πώς έφτιαχνε τα σώβρακα;
Μόλις έμαθαν οι κάτοικοι του Δομοκού και των γύρω χωριών ότι υπήρχε γιατρός εκεί, πηγαίνανε τους ασθενείς στον αδελφό μου και αντί για αμοιβή του έφερναν πίτες, αβγά, τυρί και φρούτα, που τα μοιράζονταν με όλους τους άλλους. Όταν, βέβαια, και οι δυο τους δεν ασκούσαν το επάγγελμά τους, εργάζονταν μαζί με τους υπόλοιπους κρατουμένους.
Αυτό συνεχίστηκε για τρισήμισυ περίπου μήνες, όταν κάποια μέρα τους απέλυσαν και γύρισαν πάλι στο χωριό μας.
Η χαρά στο σπίτι μας δεν κράτησε πολύ, γιατί σε λίγες ημέρες μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε ο αδελφός μου μαζί με μερικούς νέους από το χωριό μας, να πάνε επειγόντως στο βουνό. Έτσι βιαστικά, παίρνοντας μαζί του ένα δέμα με λίγα είδη πρώτης ανάγκης, ξεκίνησαν για να βρεθούν ψηλά στην «Κλεφτόβρυση», όπου μένανε όλοι σε καλύβες.
Στο Δομοκό
(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)