Περπατούμε αμίλητοι σχεδόν, όλο σκεφτικοί. Είναι δύσκολο να βρεθούνε επιχειρήματα που να δικαιολογούνε τη μοναχική διάθεση, καθώς εκείνη κυριεύει σιγά-σιγά τους ξεκομμένους αγωνιστές. Ο φανταστικός διαβάτης, που θα βάδιζε να πάει στο σπίτι του επιστρέφοντας από μακρινό χωράφι, βλέποντας αυτές τις σκιές που βάδιζαν σκυφτές και με προφυλάξεις, με σκισμένα ρούχα και παπούτσια, θα θυμόταν τη διήγηση κάποιου μύθου παλιοκαιρινού. Τα προβλήματα είναι και πραγματικά και ψυχολογικά. Σοβαρή αιτία στάθηκε η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η διάλυση των τμημάτων του σε Μοριά και Ρούμελη. Και τώρα οι αγωνιστές προσπαθούνε να συνδεθούν με κάποια τμήματα ή μονάδες μικρές, γιατί ο κύριος όγκος του Δημοκρατικού Στρατού πέρασε προς την Αλβανία και τις άλλες χώρες του Σοσιαλισμού. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Οι αποστάσεις που θα διανυθούνε ώς τα σύνορα είναι μεγάλες. Το θέμα της τροφοδοσίας είναι ανύπαρχτο. Η σκιά κάποιου αρχηγού είναι απαραίτητη. Αυτές οι σκέψεις στο νυχτερινό μου δρομολόγιο με βασανίζουν, γιατί η πραγματικότητα παρουσιάζεται με την πιο ελεεινή της μορφή.
Και σαν να μην έφταναν αυτά τα τραγικά προβλήματα, που σαν το σαράκι τρώγουν κάποια μας θέληση και απόφαση για έξοδο, έχουμε χάσει και την αίσθηση του χρόνου. Δεν γνωρίζουμε πλέον ποιο μήνα διανύουμε, ποια ημέρα της εβδομάδας, ποια είναι η ώρα της ημέρας. Το ωρολόγι έγινε σπάνιο είδος. Γι’ αυτό ξαναφέρνουμε στη χρήση τα πρωτόγονα μέσα των προγόνων μας. Παρακολουθούμε μόνο την κίνηση του ήλιου, ανατολή, μεσημέρι και συμπεραίνουμε περίπου την ώρα. Όλα τα αρχέγονα μέσα εκτίμησης του χρόνου μπαίνουν σε χρήση. Ο ήλιος, η σκιά μας, τ’ αστέρια. Αυτά απόμειναν τα μόνα εργαλεία μας για την πολύτιμη μέτρηση του χρόνου. Κι επειδή βρισκόμαστε στις αρχές φθινοπώρου, τ’ αγραφιώτικα βουνά σκεπάζουν με αντάρες και καταχνιές το χώρο μας. Περπατούμε αθόρυβα τις παραμεγδόβιες λογγιές παρέα μ’ ένα ποιητικό φεγγάρι και φτάνουμε στο χωριό Στένωμα. Το χωριό είναι έρημο, κι απέχει από το Καρπενήσι τρεις ώρες.
Στο Στένωμα έκαμε λούφα η διοίκηση της Ι Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού στις 20 του Γενάρη του 1949. Από εδώ ξεκινήσαμε για το Καρπενήσι. Μας υποδέχτηκε μόνο μια ντοματιά, φορτωμένη κατακόκκινες ντομάτες. Την ξαλαφρώσαμε και φάγαμε λαίμαργα το νόστιμο καρπό της. Στο ωραίο χωριό, με τα πέτρινα σπίτια και τις απλόχωρες αυλές, κανένα παράθυρο δεν άνοιξε να μας υποδεχτεί. Καμιά αγαπημένη φωνή δεν μας ρώτησε για τα παιδιά τους, που αγωνίζονται στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό αποχαιρετήσαμε το ωραίο χωριό και κατεβήκαμε προς τη χαράδρα, που τρέχουν τα νερά του Μέγδοβα, περνώντας το θαυμάσιο πέτρινο γεφύρι. Η πέτρα στην τεχνική δεν είναι μόνο ηπειρώτικο προνόμιο, μα και ευρυτανικό.
Φτάσαμε στην ιστορική Βίνιανη. Σ’ αυτό το απόμερο χωριό της Ευρυτανίας, η Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συγκρότησε την πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας, για να χτυπηθεί ο γερμανικός φασισμός πιο δυνατά και να έρθει και στην Ελλάδα η πολυπόθητη Λευτεριά.
Χωρίς να σταματήσουμε για να τιμήσουμε τέτοιες ιστορικές μνήμες, που και τότε είχαμε ζωσμένα τα φυσεκλίκια, συνεχίζουμε την πορεία. Η νύχτα σε λίγο άρχισε να μαζεύει τα σκοτεινά ατλάζια της και το γλυκοχάραμα μπαίνουμε στο χωριό Χρύσω, χωριό του Τσιλιγιάννη.
Με μια σύντομη αναγνώριση διαπιστώσαμε πως το χωριό ήταν άδειο από εχθρική δύναμη. Όλα τα σημαντικά σπίτια αναγνωρίστηκαν, μήπως κανένα στρατιωτικό τμήμα έκανε λούφα. Τα έκαναν και οι φαντάροι τα τερτίπια μας. Τίποτε! Ούτε ντορός ούτε κάποιο σημάδι από φρέσκο περπάτημα. Γι’ αυτό χωρίς αργοπορία πιάσαμε το εκκλησάκι του Άι-Λια, που ήταν η κορώνα του χωριού. Περάσαμε τη θρυλική «Αμπάρα». Η Αμπάρα ήταν μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, που σφάλιζε και εμπόδιζε τα ζώα να μπαίνουν στο χωριό και να προξενούν ζημιές. Ο Τσιλιγιάννης, που ήταν Χρυσιώτης, γνώριζε όλα τα κατατόπια. Διά γυμνού οφθαλμού έκαμε προσεχτική παρατήρηση στα υψώματα Σερπούνια, Βελή Διάσελο, Λακκώματα, σημαντικά υψώματα, θέσεις-κλειδιά για το πέρασμα προς τα χωριά Μάραθο και Άγραφα.
Ευτυχώς, ούτε κίνηση σημειώθηκε ούτε καπνός. Τώρα κυρίως στρατιωτικά τμήματα ή παρακρατικές ομάδες κινούνται. Η ταχτική του στρατού έγινε απλή. Κρατούσε κάποιο ύψωμα, το οργάνωνε πρόχειρα και με το ξημέρωμα έστελνε μικρές περιπολίες για περισυλλογή αποκομμένων «συμμοριτών», άρρωστων, τραυματιών, που για το στρατό θεωρούνταν πολύτιμες πηγές πληροφοριών, όχι για οργανωμένα τμήματα, που δεν υπήρχαν πλέον, μα για καταφύγια χωρικών ή της Επιμελητείας, που είχαν ξεχαστεί. Αλλά και γι’ άλλες γήινες επιτυχίες. Είχαν γίνει κυνηγοί ανθρωπίνων κεφαλών. Ποτέ δεν είχε φτάσει η σκληρότητα των ανθρώπων σ’ αυτό το βαθμό. Η πρώτη μέρα έκλεισε χωρίς ενοχλήσεις. Συντροφιά μας η πείνα, που ήταν βασανιστική.
Ο Τσιλιγιάννης στην προσπάθεια για την εξεύρεση λίγης τροφής, σε κάποιο από τα πολλά καταφύγια της περιοχής που γνώριζε, τα βρήκε συλημένα από το στρατό. Το μόνο που υπέθετε πως υπάρχει σε κάποια δύσβατη περιοχή ήταν μερικά γίδια, που βοσκούσαν αδέσποτα και ήσυχα. Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση οι δυο τους επιμελητές να κάμουν επιχείρηση, για να προμηθευτούμε λίγο κρέας. Εγώ έμεινα στο εκκλησάκι με άγρυπνη φροντίδα μην έχουμε ανεπιθύμητες επισκέψεις. Οι δυο κυνηγοί, με τη βοήθεια του φεγγαριού, έφτασαν στο γρέκι1 των γιδιών. Αιφνιδίασαν το κοπάδι και σκότωσαν μια γίδα. Τη φορτώθηκαν σε κάποιο σημείο που γνώριζαν ότι οι χωρικοί είχαν τρυπωμένο ένα καζάνι. Εκεί έγδαραν το αγαθό ζώο με την ησυχία τους και την έβαλαν να βράσει στο καζάνι, με πλούσια φωτιά –δώρο του Θεού– στην επιτυχία του σκοπού τους. Τις πρωινές ώρες, χαράματα, έφτασαν στο εκκλησάκι οι επιμελητές με αρκετό κρέας, που μου πρόσφεραν. Ήταν ένα θαύμα για μένα, όταν ένιωσα το θεριό της πείνας να μου κόβει τα πόδια και τώρα ανέζησα με το νόστιμο κρέας που έφαγα, χωρίς ψωμί.
Κοιμηθήκαμε, εγώ κάθισα σκοπός. Έπρεπε να ξεκουραστούν οι δύο συναγωνιστές, γιατί ήταν εντελώς άυπνοι. Μια παραδεισένια ημέρα έλουζε όλη την περιοχή με διαύγεια και φως. Κι ο τελευταίος ψίθυρος που άφηναν οι μέλισσες στο πέταγμά τους έφτανε ώς εμένα, καθώς έκανα έλεγχο στα μονοπάτια που πέρναγαν από το εκκλησάκι, όπου υπήρχε ο Σταθμός Διοίκησης. Είναι για κλάματα ν’ ανιστορούμε περασμένα, τότε που ο Δημοκρατικός Στρατός υπόσχονταν ότι θα αλλάξει η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας.
Όταν ξύπνησαν, εισηγήθηκα τι θα γίνει, πώς θα διορθωθεί η ατομική μας κατάσταση. Το μέλλον μας ήταν σκοτεινό κι αβέβαιο. Αυτές τις ώρες, η έλλειψη πληροφοριών, η άγνοια για το αύριο, για την τύχη μας, λάβαινε γιγάντιες διαστάσεις. Τί θα κάνουμε; Πού θα πάμε και με ποιον επικεφαλής; Οι ξεκομμένοι αντάρτες καθημερινά πιάνονται και ο στρατός, ανάλογα… με τη δημοκρατική σύνθεσή του, τους σκοτώνει και τους εξαφανίζει. Βέβαια υπήρχαν και ελάχιστες περιπτώσεις ανθρωπιάς. Είπαμε τις γνώμες μας και πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε, να μην παραμείνουμε άλλο σε τούτο το χώρο.
Το καινούργιο μας δρομολόγιο είναι να περάσουμε από τα χωριά Δάφνη (Κουφάλα) και Μαυρομάτα (Έλσιανη) προς τη δύσβατη περιοχή Μπέσια-Ρεύστα των Αγράφων. Τελικά, αν οι δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εξεύρεση τροφής έμεναν αξεπέραστες, θα διασχίζαμε τον ποταμό Μέγδοβα, για να εγκατασταθούμε, ανάλογα με τις συνθήκες, στην περιοχή Νεράιδας (Σπινάσας), χωριό του επιμελητή της παρέας Κώστα Καραμέτου.
Στην πορεία μας υπάρχουν υποχρεωτικά περάσματα που χρειάζονται εξερεύνηση, κι αν υπάρξει κίνδυνος θα πρέπει να έχουμε έτοιμο κάποιο άλλο δρομολόγιο. Γι’ αυτό πορευόμαστε με όλα τα μέτρα ασφάλειας που είναι δυνατό να πάρουμε. Σ’ αυτό το μονοπάτι που στα πόδια του βουίζει ο Μέγδοβας συναντήσαμε κι άλλους «κομμένους». Όλοι είχαν έντονη ζωγραφισμένη στ’ αδύνατα πρόσωπά τους την κόπωση και την οδύνη της στιγμής. Θυμάμαι και τον ταγματάρχη Ζαχαρία, με τον οποίο συνυπηρετούσαμε στο Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς του ΔΣΕ. Συμβαδίσαμε αρκετή ώρα μαζί προς το χωριό Μαυρομάτα. Τον γνώριζα πως ήταν σαρκαστής και χωρίς συναισθηματισμό. Εκεί που τα λέγαμε, θυμήθηκε πως χαμηλά στη θέση Λάγανο, στις όχθες του Μέγδοβα, υπήρχε μικρή φυτεία καπνού. Και ξεκίνησε μόνος του την επιχείρηση «Προμήθεια καπνού». Όλοι γνωρίζουμε αυτή την «αυθεντία» του καπνού, την εξουσία που ασκεί στο χαρακτήρα μας, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Έκτοτε δεν ξαναείδαμε τον συναγωνιστή.
Όπως συμφωνήσαμε, μείναμε στην περιοχή Κυφού. Πανάρχαιη είναι η ονομασία του χώρου. Εδώ, χωρίς να αντιληφτούμε, εμπλακήκαμε σε μικρή δύναμη στρατού που χτένιζε το χώρο. Αμέσως καλυφτήκαμε στους πυκνούς θάμνους από κέδρα, κρανιές, αγράμπελες, που μπλέκονταν όλα μαζί και δημιουργούσαν μιαν ασφαλή κρυψώνα. Ο χώρος είχε πεζούλια με αρχαίους τοίχους, που φανέρωναν την ύπαρξη παλαιού οικισμού. Το χτένισμα κορυφώθηκε, όταν οι φαντάροι κάτι μυρίστηκαν και ρίχτηκαν με μανία μέσα στους θάμνους. Ευτυχώς που δεν είχαν μαζί τους σκυλιά. Από τη δική μου λούφα έβλεπα τα πόδια ενός φαντάρου που σταμάτησε εμπρός στο πυκνό πλέγμα των θάμνων. Η αναπνοή μου σταμάτησε. Έβγαλα το περίστροφο και ήμουν έτοιμος να πυροβολήσω, αν πράγματι ο φαντάρος με είχε αντιληφτεί. Με τους πυροβολισμούς μας ήμασταν σίγουροι ότι το μικρό στρατιωτικό τμήμα θα εγκατέλειπε την επιχείρηση.
Το δειλινό άδειασε η περιοχή. Δεν ακούστηκαν ούτε πυροβολισμοί ούτε φωνές. Τούτο τον καιρό που ο Δημοκρατικός Στρατός έπνεε τα λοίσθια και η ΙΙ Μεραρχία είχε σχεδόν διαλυθεί, οι φαντάροι εξερευνούσαν την περιοχή με άγριες φωνές, όπως οι κυνηγοί να ξεσηκώσουν τ’ αγρίμια. Ήταν απόβραδο, όταν βγήκαμε από τις λούφες να ξεμουδιάσουμε και να φύγουμε προς τη θέση Μπέσια-Ρεύστα των Αγράφων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. γρέκι: σημείο συνάντησης και ξεκούρασης του κοπαδιού, εκεί όπου πάνε συνήθως μόνα τους τα ζώα, μετά τη βοσκή.
Στο χώρο των Αγράφων
(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β´, 1, Βιβλιόραμα, 2009)