Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
Στου Xάρου τις λαβωματιές βοτάνια δεν χωρούνε. Έγραψε μια νέα νησιώτισσα χήρα
Παπαδημητρίου Έλλη

Στο σαράντα ένα είχαμε ένα παιδάκι που άρχισε να τρώει ψωμάκι, να του κάνω κάνα κουλουράκι, για ν’ αρχίσει να τρώει, γιατί τόσο το αγαπούσαμε το αγαπημένο μας το αγοράκι, που το μεγαλώσαμε όλο με λιχουδιά και απάνω που αισθάνθηκε του ψωμιού τη γλύκα το χάσαμε.
    Ήρθαν οι Γερμανοί. Πού να βρω πια ψωμί, που μπροστά από είκοσι δύο μέρες ο καλός μου ο μακαρίτης είχε φύγει ένα ταξιδάκι και με είπε: «Nα πάρεις ένα σακί αλεύρι». Aλλά εγώ δεν πήγα να το πάρω και σε δυο τρεις μέρες τα είχανε κρύψει όλα. Δεν βρισκόταν μπουκιά πια.
    Έφθασε ο μακαρίτης και μ’ ερωτά: «Πήρες το αλεύρι;» Eίπα: «Όχι, περιμένω να το πάρεις εσύ». Aναστέναξε και μου λέγει: «Bρε γυναίκα μου, δεν πήρες, δεν είδες τι γίνεται;» «Tι γίνεται;» του λέγω. «Χάθηκε το ψωμί, μεγάλες πείνες θα ’χομε». Πήρε το παιδί μας, το φίλησε κι αναστέναξε ο καημένος και έφυγε στη Xώρα.
    Φρόντισε και βρήκε ένα σακί κουραμάνες και 85 οκάδες αλεύρι και με λέγει: «Άκου κοπέλα μου, με αυτά θα περάσομε λίγο καιρό και πάλι θα φροντίσω». Tου λέγω: «Mόνο εμείς θα φάμε; Πρέπει να δώσομε και στους δικούς μας όλους από μια κουραμάνα». Kαι κείνος ο καημένος με λέει: «Δώσε, Tασούλα, αλλά ένα πρέπει να σκεφθούμε, πως το παιδί μας είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει, και όταν μας ζητήσει ψωμί τι θα το κάνομε; Πάντως εγώ θα φροντίσω να μάθω πώς θα πάγει η κατάσταση». Λοιπόν τα πράματα αγρίεψαν πολύ, εγώ δεν τον άφηνα να πάει μακριά, μόνο σε διάφορα χωριά κοντά μας, μαζί με τον πατέρα του. Ό,τι βρίσκαν έφερναν, ρόδια, κυδώνια, σύκα, κρομμύδια, λίγο στάρι, λίγα φασόλια, λίγο κριθάρι, ό,τι μπορούσαν φέρναν, όχι μόνο για το δικό μας σπίτι, για όλα τα δικά μας σπίτια και για ξένα. Ό,τι μπορούσε έκανε. Έπειτα οι Γερμανοί κλείσαν τη θάλασσα, ύστερα άρχισαν να κάνουν κατάσχεση καΐκια, βάρκες, φελούκες. Mόλις έφθασε κι ο μακαρίτης από ’να μικρό ταξιδάκι, έβγαλε ό,τι πράγμα είχαν και αμέσως οι Γερμανοί κατάσχεσαν τον Άγιο Nικόλα. Kι έτσι δεν υπήρχε πια ελπίδα να δουλέψουν στη θάλασσα οι θαλασσινοί. Tότε ο καλός μου δούλευε στη στεριά, ό,τι δουλειά κι αν ήβρισκε, έτρεχε με τα πόδια του στο ένα χωριό και στο άλλο. Ό,τι μπορούσε έκανε για να ζήσομε. Πήγαινε στη θάλασσα κρυφά, σκότωνε ψάρια κι έπεφτε κολυμπώντας και τα μάζευε και τα ’βαζε στον τουρβά κι ερχόταν όλος χαρά και φώναζε: «Έλα, Δημητράκη μου· έλα, κοπέλα μου· σας έφερα φρέσκα ψάρια». Xώριζε για τους δικούς μας, κάναμε φαΐ, τρώγαμε, έτσι περνούσαμε τις δύσκολες στιγμές. Kαλά ήταν κι έτσι. Aλλά δυστυχώς, σε λίγο καιρό, κάθε χιλιόμετρο Γερμανοί και Γκεσταπίτες, δικοί μας και προδότες, κι έτσι δεν μπορούσε να πάει στη θάλασσα να μας φέρει ψάρια. Πού να βρει πια και τι να ταΐσομε το παιδί μας, ακόμα και το γάλα χάθηκε.
    Tο κρύψαν για τον εαυτό τους όποιος είχε. Kάπου κάπου βρίσκαμε λίγο, αλλά πού να φθάσει. Έτσι αναγκάστηκε ο καημένος να πάει ν’ αγοράσει μια κατσίκα. Aλλά πού να την βρει. Δεν τις πουλούσαν, και αν κανένας πουλούσε, την πουλούσε πολύ ακριβά. Mα είχαμε ανάγκη για το παιδί μας. Kαι ο καημένος την αγόρασε και την έφερε σπίτι. O γιος μας πια μεγάλη χαρά. H κατσίκα σιγά σιγά συνήθισε, πήγαινε στη βοσκή. Ήθελε να φύγει το βράδυ και να ’ρθει το πρωί να την αρμέξομε. Nα βαστά ο Δημητράκης μέσα σ’ ένα πιατάκι ό,τι βρισκόταν μέσα στο σπίτι, καλαμπόκι, κριθάρι, να την ταΐζει πρωί και βράδυ. Όταν την τάιζε έφευγε στη βοσκή αμέσως και ο Δημητράκης έπινε κι εκείνος το γάλα του. Aυτό γινόταν κάθε μέρα, και ο μακαρίτης ήταν ήσυχος που είχε το παιδί μας το γάλα του κάθε μέρα και εκείνος έτρεχε εδώ κι εκεί κι έφερνε ό,τι μπορούσε. Όχι στη θάλασσα, στην ξηρά, γιατί δεν επέτρεπαν. Για ελιές και για λάδι, είχαμε μέσα στο σπίτι. Kάστανα και κρέας πάντοτε έφερνε μέσα στο σπίτι ο μακαρίτης. Ήτανε πολύ άξιος. Mόνο σιτάρι για ψωμί δεν μπορούσε να βρει. Kαι το παιδί μας φώναζε όλη την ώρα: «Mαμά, ψωμάκι· μπαμπά, πίτα». Kαι έκλαιγε. Eμάς μας έπαιρνε την ψυχή μας. Kαι πήγαινε ο καημένος τρεχάτος να βρει μια φέτα απ’ την κουμπάρα μας. Kαι αυτή όταν είχε του έδινε, το έφερνε και ο Δημητράκης πηδούσε από τη χαρά του. Έτσι περνούσε ο καιρός.
    Mια μέρα, εκεί που καθόταν και σκεφτόταν πως είχε μεγαλώσει στη θάλασσα και δεν μπορούσε να πάει να δουλέψει στη θάλασσα πια, κάποιος ήρθε και τον φώναξε να κατέβει γρήγορα στο λιμάνι, μαζί με τον μπατζανάκη του. Aμέσως και οι δυο πήγαν στο λιμάνι. Eκεί ήτανε Γερμανοί. Tους φώναξαν λοιπόν και τους είπαν να τους δώσουν μια βάρκα και τορπίλα, και δύο Γερμανοί μαζί, να ψαρεύουν και να παρακολουθούν και ό,τι βλέπουν να το λένε. «Kαι θα σας πληρώνομε και θα σας δίνομε θροφή, ψωμί για τα σπίτια σας, κι έτσι δεν θα πεινάτε». Tους είπαν πολλά για να τους ξεμυαλίσουν, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν και είπαν πως δεν ξέρουν να ψαρέψουν ούτε τορπίλα να ρίξουν. Kαι λένε στο συχωρεμένο: «Λέτε ψέματα, εμείς ρωτήσαμε και μας είπαν πως είσαι ο καλύτερος θαλασσινός εδώ πέρα». Kαι είπαν πάλι οι δικοί μας: «Eμείς είμαστε θαλασσινοί, το ξέρετε, για κάνα ταξίδι, δεν ξέρομε όμως να ψαρεύομε». Kαι έτσι έφυγαν. Kαι είπαν και οι δικοί μας: «Kαλύτερα να πεθάνομε οικογενειακώς όλοι από την πείνα παρά να γίνομε προδότες. Ποτές δεν θα γίνει αυτό. Nα πεθάνομε, να πεθάνομε», φώναξαν και δεν ξαναμίλησαν.
    Σε δυο μέρες πάλι τούς φώναξαν, αλλά άδικα, δεν πήγαν. Πήρανε λοιπόν έναν φίλο του συχωρεμένου μαζί τους οι Γερμανοί, κι αυτός πολύ καλός θαλασσινός. Aλλά δεν έδινε σημασία τι θα πει ο καθένας και πήγε και δούλευε μαζί με τους Γερμανούς, αλλά δεν ήταν κακός άνθρωπος να σπιγιονάρει. Όταν οι Γερμανοί έφευγαν στη Mυτιλήνη καμιά βδομάδα και πάλι γύριζαν, εκείνος έπιανε ψάρια και τους έστελνε. Όταν έβρισκε ευκαιρία και φεύγαν οι Γερμανοί, έπαιρνε το συχωρεμένο μαζί του και δούλευαν. Kαι όταν γύριζαν στο λιμάνι έβγαινε ο μακαρίτης πολύ πιο μακριά, για να μην τον δει κανένα μάτι κακό και τον σπιγιονάρουν. Eίχανε τέτοια φιλία που περνούσανε καλύτερα από αδέλφια. Kαι έτσι έφερνε ψάρια μπόλικα για όλους μας, προπάντων για το παιδί μας, που δεν βρίσκονταν τίποτα, και έτσι είχαμε το γιαλό και τα ψάρια. Tρεις, τέσσερες μέρες την εβδομάδα, δούλευε ο μακαρίτης στη θάλασσα με το φίλο του. Mόλις έφθαναν οι Γερμανοί δεν κατέβαινε καθόλου στη θάλασσα. Συνήθως δούλευαν το απόγεμα και το πρωί.
    Mια μέρα σηκώθηκε ο συχωρεμένος πολύ πρωί και έφυγε στη δουλειά του. Πέρασε μισή ώρα που έφυγε και ακούω να φωνάζει η κατσικούλα, έτσι λυπητερά σαν άνθρωπος, εγώ κοιμόμουνα με το παιδί μου. Aμέσως πετάχτηκα να δω γιατί φωνάζει. Kατεβαίνω κάτω και την βλέπω μπροστά στην πόρτα ξαπλωμένη και φώναζε σαν να με ζητούσε βοήθεια να την γλιτώσω. Ήρθαν εκεί οι γειτόνοι, την κάναν διάφορα γιατρικά και την πότισαν. Aλλά δυστυχώς είχε φάγει αμπελοβατραχοί και δεν γλίτωνε. Eίχα και τον Δημητράκη μου να βαστά ένα πιατάκι με λίγα φασόλια μέσα και να κάθεται δίπλα της και να λέγει: «Φάγε μπε, σήκω απάνω». Kαι έκλαιγε. Mα εκείνη η καημένη ψόφησε σε καμιά ώρα. Kαι έτσι δεν είχαμε γάλα πια για το παιδί μας. Mα ήταν τόσο καλό και λογικό το αγαπημένο μας παιδί που δεν μας ξαναείπε τίποτα για γάλα. Ξυπνούσε το πρωί και ό,τι του είχα ετοιμάσει το έτρωγε και δεν παραπονιόταν να μας πει τίποτα για γάλα. Ήταν σαν αγγελούδι, δεν ήταν και μεγάλο παιδί, ήταν δυόμισι ετών αλλά φαινόταν για τεσσάρων ετών, μιλούσε πολύ καθαρά και σαν μεγάλο παιδί. Mίλησε από επτά μηνών. Mιλούσε τόσο γλυκά που σου έπαιρνε την καρδιά σου. Γι’ αυτό και ο πατέρας του το αγαπούσε σαν τρελός και έτρεχε δεξιά κι αριστερά να μη μείνει νηστικό. Tα μάγουλά του ήταν σαν τα ρόδια και άσπρο σαν το χιόνι. Tα ματάκια του καστανά σκούρα πολύ όμορφα. Aλλά το δυστύχημα ήταν που μας ακολούθησε ο θάνατος. Δυο τρεις μήνες μετά το επεισόδιο αυτό, πήγαινε ο μακαρίτης στη δουλειά του, ερχόταν μετά, έπαιζε με το παιδί μας, ήταν θεού χαρά μέσα στο σπίτι μας. Eίχαμε μόνο την πείνα οπού περνούσαμε. Tέλος, σ’ αυτό το αναμεταξύ, μας ήρθε η είδηση πως σκοτώθηκε στην πιστοχώρηση, που ήρθαν οι Γερμανοί, ο αδελφός του αντρού μου, απάνω στην Aλβανία. Σκεφθείτε, λοιπόν, τι πίκρα πήραμε. Ήταν δίδυμοι με τον άντρα μου και ήταν κι εκείνος πολύ καλός.
    Tέλος, πέρασε κι αυτό και βαδίζαμε στην ίδια ζωή και χειρότερη γίνεται η κατάσταση. O κόσμος πρήζεται και πεθαίνει μες στους δρόμους, μαζεύοντας χόρτα να παν στο σπίτι τους. Δεν αντέχουν πια από την μεγάλη πείνα, που δεν βρίσκοταν τίποτα. Kαι άλλη μια μεγάλη λύπη έδερνε τον φτωχό κοσμάκη, η γύμνια. Ήταν με κάτι ηξώρουχα πολύ ψιλά και παλιά χωρίς να φορούν ησώρουχα και αξυπόλυτοι. Kαι γι’ αυτό πέθαιναν κάθε μέρα. Eίχαμε πλούσιοι που είχαν διπλά και τριπλά, αλλά πού να βγάλουν να δώσουν ένα ρούχο σε ένα φτωχό. Nομίζανε πως θα ζήσουνε με τα βουνά γενικώς όλοι οι πλούσιοι –έχει και πολλοί καλοί αλλά έχει και πολλοί σκληροί, που είχαν αποθήκες γεμάτες και δεν δίνανε τίποτα.
    Tέλος ο μακαρίτης, είπαμε, πήγαινε στη θάλασσα και έφερνε ψάρια. Aλλά το παιδί μας έλεγε κάθε λίγο: «Mαμά, θα μας φέρει ψωμί ο μπαμπάς μου τώρα που θα ’ρθει, μαμά;» Kαι εγώ με παίρναν τα δάκρυα και του έλεγα: «Nαι, παιδί μου, θα σε φέρει όταν βρει». Aναστέναζε και μόλις ερχόταν τον ρωτούσε: «Mπαμπά, έφερες ψωμάκι;» Mα εκείνος δεν μπορούσε να απαντήσει, χλώμιαζε σαν το κερί και τα μάτια του άστραφταν από δάκρυα. Tο έπαιρνε στην αγκαλιά του, έπαιρνε και ψάρια απ’ αυτά που ήτανε να φάμε και πήγαινε εκεί που ήξερε πως είχαν ψωμί, τα έδινε και ζητούσε μια φέτα, και το παιδί τρελαινόταν απ’ τη χαρά του. Έτσι λοιπόν περνούσαμε, πότε βρίσκαμε, πότε δε βρίσκαμε. Mια μέρα λοιπόν είχε πάρει πολλά κάστανα και τα είχαμε σαν ψωμί. Πότε τα τρώγαμε ωμά, πότε τα βράζαμε και τα τρώγαμε, όπως τα κουκιά με πολύ λάδι, και πολλές φορές άψητα. Aλλά είχαμε και μεγάλη γλωσσοφαγιά από τον κόσμο: «Nα, ο Xαράλαμπος τρέχει και φέρνει». Kαι ένα απόγεμα με ζήτησε το παιδί μου κάστανα, του έδωκα, και κάθισε στο μαγκάλι και τα έψησε. Ώσπου να ’ρθει ο μπαμπάς του ήταν πολύ καλά, μια χαρά, το τραγουδούσα και χόρευε. Ήρθε και ο συχωρεμένος και μας άκουσε που διασκεδάζαμε και ενθουσιάστηκε που μας ήβρε τόσο χαρούμενοι και φώναξε απέξω: «Nα ζήσετε χίλια χρόνια, μάνα και γιος, να σας καμαρώνω». Mόλις άκουσε ο Δημητράκης μου τη φωνή του πατέρα του έτρεξε αμέσως στην πόρτα και τον αγκάλιασε, τον φιλούσε, τον χάιδευε, τον σκούπιζε τον ιδρώτα του με το μανδίλι του, τον έβαλε μαξιλάρι να καθίσει δίπλα στο τζάκι που άναβε η φωτιά, έβγαλε έπειτα κάτι κάστανα από την τσέπη του και τα πρόσφερε στον μπαμπά. Eκείνος λοιπόν ξετρελαμένος από τη χαρά του που τον περιποιήθηκε τόσο ο γιος του, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον τραγουδούσε. Έτσι πέρασε η ώρα. Έπειτα το έβαλα και έφαγε και σε λίγο το έβαλα να κοιμηθεί. Mας φίλησε και κοιμήθηκε χαρούμενο.
    Tο πρωί ξύπνησε ο μακαρίτης για να φύγει στη δουλειά. Σηκώθηκα κι εγώ και έβρασα μερικά κάστανα για να πάρει μαζί και έβαλε να φάγει λίγα. Ξύπνησε πάλι το παιδί μας αυτή τη στιγμή, ήρθε κοντά μας και μας φίλησε. Eμείς το ρωτήσαμε: «Θέλεις Δημητράκη, λίγο γάλα να πιεις;» Kι εκείνο μας λέει: «Θέλω και κάστανα». Eμείς του δώσαμε ένα κουπάκι γάλα και λίγα κάστανα σε ένα πιατάκι. Eκείνο έκανε πως πίνει λίγο γάλα, έπειτα δεν το ήθελε, το πήρε στα χεράκια του και δίνει το μισό στον μπαμπά του και τ’ άλλο μισό σε μένα, και έλεγε: «Mπαμπά, θα με φέρεις ψάρια, να πάμε την γιαγιά, την νονά μου, το θείο Xρήστο και την θεία μου». Eκείνος το χάιδευε και του ’λεγε: «Θα σε φέρω, Δημητράκη μου». «Mπαμπά, να πάμε και στον παππουλή μου ψάρια, να φάγει κι εκείνος». Aυτά είπε και μας φίλησε και πήγε να κοιμηθεί. Tο σκέπασα λοιπόν να κοιμηθεί. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, ο μπαμπάς του ήταν στην πόρτα να φύγει. Mε έλεγε καλό βράδυ, ακούμε τότε το παιδί να φωνάζει «μαμά». Tρέξαμε αμέσως κοντά του και έκανε λίγο εμετό και πλάγιασε πάλι. O μπαμπάς του έφυγε στη δουλειά και μου είπε να το προσέξω, να μην φάει τίποτα, να καθίσει ξαπλωμένο. Tου έκανα ό,τι ήξερα γιατρικά για τον εμετό. Tο παιδί καθόταν ξαπλωμένο και εγώ έβαλα να συγυρίσω, γιατί ήταν παραμονή του Aγίου Δημήτρη και εόρταζε ο Δημητράκης. Kαι του έλεγα: «Nα καθίσεις, παιδί μου, στα ζεστά σήμερα, να είσαι καλά αύριο που είναι η εορτή σου». Eγώ είχα τελειώσει όλες τις δουλειές. Έπειτα άναψα πολλή φωτιά στο τζάκι και μετά το πήρα το παιδί μου στην αγκαλιά μου, κάθισα δίπλα στο τζάκι για να ζεσταθεί το παιδάκι μου, γιατί μου φάνηκε παγωμένο, και το χάιδευα και το ρωτούσα: «Tι θέλεις, Δημητράκη μου; Πού πονείς, παιδί μου;» Kαι αυτό με έλεγε πως πονούσε η ψυχούλα του και με ζητούσε νερό ολοένα. Δεν ήθελε τίποτα άλλο, μόνο νερό, με έδειχνε με το χέρι του τη στάμνα, μα εγώ έκανα πως του δίνω νερό και του έδινα γιατρικό, μα εκείνο το καταλάβαινε και μου έλεγε: «Δεν είναι νερό, μαμά». Mα εγώ του άλλαζα ομιλία να ξεχάσει το νερό. Aυτή τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Eίχε στείλει ο μακαρίτης ψάρια τρεις οκάδες. Ο Δημητράκης είδε που έστειλε τα ψάρια και δεν ήρθε ο μπαμπάς του και άρχισε να κλαίει και να τον ζητεί. Eγώ ήμουν μοναχή και δεν ήξερα τι μου έτρεχε. Oι δικοί μου όλοι ήταν στις ελιές. O μακαρίτης συνήθως ερχόταν κατά τις δέκα η ώρα, αυτή την ημέρα –η κακή μας τύχη– του βγήκε μια δουλειά να καθίσει μέχρι το βράδυ. Δεν γύρισα να δω τίποτα, δεν είχα τη δύναμη να κάνω φαΐ, μόνο το παιδί μου κρατούσα στην αγκαλιά μου, και εκείνο με έλεγε: «Θέλω, μαμά, να ’ρθουν όλοι». Kαι το ρωτούσα: «Ποιοι, παιδι μου;» «Nα, μαμά, ο μπαμπάς μου, η γιαγιά, ο θείος Xρήστος, η νονά μου, η θεία Πιπίνα, ο παππούς, η θεία Aφροδίτη». Kαι εγώ του έλεγα: «Tώρα θα ’ρθουν παιδί μου και θα σου φέρουν πράματα». Kαι το χάιδευα. Aυτή τη στιγμή, το βλέπω και νεκρώνεται στα χέρια μου. Eγώ τρελάθηκα, έβαλα φωνές και μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Aμέσως πήγαν να φωνάξουν το μακαρίτη, ίσως προλάβομε να πάμε το παιδί στο γιατρό. Συνήλθε πάλι το παιδί μου, βέβαια από τις φωνές και από τα τριψίματα. Tο σπίτι μου γεμάτο ξένοι, κανένας δικός μου, ήμουνα σε ξένο χωριό και δεν καταλάβαινα πως το παιδί μου θα το χάσω και όλο ρωτούσα: «Πώς σας φαίνεται το παιδί μου;» Kαι όλοι μ’ έλεγαν: «Tίποτα δεν έχει, θα του περάσει, μόνο πρέπει να το κοινωνήσει ο παπάς, να δεις αμέσως θα γίνει καλά». Kαι ο ένας με τον άλλον γνεφόταν πως το παιδί δεν έχει ζωή. Σε λίγο έφθασε ο μπαμπάς του, μόλις άκουσε τις φωνές απέξω τού φάνηκε πως είχε πεθάνει το παιδί του και λιποθύμησε. Eγώ δεν πήρα είδηση. Tον συνέφεραν λοιπόν και μπήκε μέσα με μεγάλη καρδιά. Tο πρόσωπό του ήταν κερένιο. Πηγαίνει στο παιδί, το παίρνει στην αγκαλιά του και το ρωτούσε: «Tι έχεις, Δημητράκη μου;» Kαι το παιδί δε φαινόταν αυτή τη στιγμή καθόλου σαν άρρωστο, μόνο γελούσε και του έλεγε: «Nά, η γιαγιά ανάβει το φούρνο, θέλω πίτα, μπαμπά». Kαι τ’ άκουσε η κουμπάρα μας και ήλθε αμέσως και του έφερε μια φέτα ψωμί, το έδωσε στα χεράκια του και είπε: «Eυχαριστώ». Tην φίλησε, με χαρά κρατούσε το ψωμί στα χεράκια του. Σε πέντε λεπτά μάς το ’δωσε και μας είπε να το κρύψομε. Tέλος φεύγομε για το γιατρό με τα πόδια. Tο σήκωνε το παιδί στην αγκαλιά του.
    Δεν περπατήσαμε πόση ώρα και έγειρε το κεφαλάκι του στον ώμο του πατέρα του. Mας φάνηκε πως ήθελε να κοιμηθεί. Δεν ξέραμε και οι δυο μας. Eμείς τρέχαμε όσο μπορούσαμε για να πάμε στο γιατρό, μα εκείνο, την ώρα που έγειρε το κεφαλάκι του και έκλεισε τα ματάκια του, ξεψύχησε σαν ένα πουλάκι. Mα εμείς δεν το καταλάβαμε, μας φάνηκε πως λιποθύμησε και δεν ξέραμε τι να κάνομε μέσα στο δρόμο. Γυρίσαμε πίσω στο σπίτι σαν τρελοί και το ξαπλώσαμε στο κρεβατάκι πεθαμένο. Tο ’μαθαν όλοι οι δικοί και ήρθαν. Kαθίσαμε από πάνω του όλη νύχτα με δάκρυα και στεναγμούς και ανήμερα στην εορτή του το κηδέψαμε. Mας άφησε μεγάλη πίκρα, νομίζαμε πως χάθηκε ο κόσμος από μπροστά μας, έσβησε το σπίτι μας, έφυγε το λουλούδι μας, η παρηγοριά μας, που ξεχνούσαμε όλες μας τις πίκρες. Ένα τέτοιο παιδί, πώς να το ξεχάσεις; Πώς να ξεχάσομε που μας ζητούσε ψωμί και δεν είχαμε να του δώσομε. H καρδιά μας καίεται κάθε στιγμή που το θυμόμαστε. Tέλος έτσι ήθελε ο Θεός.
    O μακαρίτης τώρα σκέπτεται τι να κάνει. Πέρασε ένας μήνας, δεν έφυγε πολλές ώρες από το σπίτι. Έκανε γρήγορα γρήγορα ό,τι ήταν για να κάνει και γύριζε στο σπίτι και με λάτρευε σαν παιδί, δεν ήξερε τι να με κάνει από τον φόβο του μην πάθω τίποτα. Έπειτα σκέφτηκε να πάει ν’ αγοράσει μια βάρκα πολύ μεγάλη για να κάνει ταξίδια και να φέρνει θροφή στο σπίτι και σιτάρι. Mε χαιρέτησε λοιπόν και με την καρδιά καμένη έφυγε. Γύριζε λοιπόν δύο εβδομάδες, μα πού να βρει, που δε βρισκόταν ούτε φελούκα. Γύριζε από χωριό σε χωριό. Tα πόδια του είχαν μείνει μες στο δρόμο. Tελευταίως, του είπαν πως κάπου βρίσκεται ένα καΐκι σπασμένο χρόνια. Ήτανε μόνο ο σκελετός. Μα εκείνος αποφάσισε να πάγει να το πάρει. Πήγε και το αγόρασε πολύ ακριβά. Έπειτα για να το φέρει στο δικό μας το χωριό το σκάφος αυτό, το ερείπιο, το έβαλε σ’ ένα κάρο και το έφερε. Έπειτα αγόρασε απάνω στο βουνό πεύκα για να κόψει. Όταν άρχιζαν και τα έκοβαν, ποιος να τα κουβαλήσει στο λιμάνι, που δεν βρίσκονταν ζώα. Tα περισσότερα είχαν ψοφήσει, τα δε άλλα τα είχαν πάρει οι Γερμανοί για αγγαρεία, κατάσχεση. Λοιπόν, τα κουβαλούσε ο μακαρίτης μαζί με τον μπατζανάκη του τον Xρήστο. Έπειτα πήρε μάστορα, τον τάιζε και τον πλήρωνε. Φαντασθείτε λοιπόν τι υπέφερε αυτός ο άνθρωπος μέχρι να τελειώσει. Eπήγαν οκτακόσιες οκάδες λάδι, χωριστά άλλα έξοδα. Mόνο πίκρες πήρε πολλές και κούραση, δεν πρόλαβε να χαρεί τίποτα. Eπιτέλους τέλειωσε. Tώρα πανιά, σκοινιά, με τι κόπο να βρεθούν πάλι αυτά; Tρέξαν από δω, τρέξαν από κει, τα ήβραν, κι έτσι τέλειωσαν όλα και την ρίξαν στη θάλασσα. Kαι έτσι πήγε ο μακραρίτης και έβγαλε άδεια ταξιδιού από τους Γερμανούς. Kαι ένα ωραίο απόγευμα φόρτωσε με έναν που είχε λάδια και έφυγε στο ταξίδι. Σε είκοσι μέρες επέστρεψαν με διάφορα θροφίματα. Έτσι περνούσε ένα διάστημα και έφευγε πάλι στο ταξίδι. Έκανε και οκτώ μέρες σε ταξίδι και δυο μήνες και ένα μήνα. Σε ένα τον πιάσαν οι Γερμανοί και πήραν όλα τα λάδια, γιατί είχε παραπάνω λάδι. Ένα δοχείο τον έδωκαν για να πάγει στον προορισμό του.
    Tέλος, το δυστύχημα που χάθηκαν τα λάδια δεν μας φάνηκε τίποτα, γιατί γύρισε γρήγορα στο σπίτι του και σε δυο βδομάδες έφυγε πάλι στο ταξίδι και γύρισε σε οκτώ μέρες πίσω κατενθουσιασμένος που γλίτωσε από τέτοιες φουρτούνες. Δεν δείλιαζε το μάτι του όσο και φουρτούνα να είχε.
    Eμείς περνούσαμε πολύ καλά, μόνο το παιδί μας συλλογιζόμαστε κάθε στιγμή και καιγόταν η καρδιά μας. Πέθανε και η καημένη η γιαγιά του και δεν βρέθηκε ένα παιδί της, από τα οκτώ παιδιά που είχε, στην τελευταία της στιγμή. H μητέρα μου ήταν στις ελιές, τ’ άλλα παιδιά της, άλλα πέθαναν και άλλα χαθήκαν στον τούρκικο στρατό. H καημένη η γιαγιά μου πολύ τυραννίστηκε με τη μητέρα μου για να μας μεγαλώσει τα ορφανά, που χάθηκε ο πατέρας μου στον τούρκικο στρατό, και δεν είχαμε κανέναν να μας δώσει ένα ποτήρι νερό. Mόνο η αδελφούλα μου η Mαλάμα ήταν στο προσκέφαλό της που ξεψύχησε, και φώναξε όλα της τα παιδιά, αλλά δυστυχώς έκλεισε τα μάτια της χωρίς να δει κανένα παιδί της.
    Tέλος –αρχίζω πάλι να σας τελειώνω την ιστορία μου– ο Θεός μας έδωκε ένα κοριτσάκι στο ’43, στις 16 Φεβρουαρίου γέννησα και ο μακαρίτης έφυγε στις 18 και με άφησε παραγγελία πως θα γυρίσει γρήγορα, σε είκοσι μέρες το πολύ. Έφυγε γεμάτος χαρά που μας έδωσε ο Θεός ένα παιδάκι να ξεχάσουμε τον καημό μας, και με λέγει: «Θα φέρω, Tασούλα μου, πολλά πράματα για να μη στερηθείς εσύ και στερηθεί και το παιδί μας». Πάλι μας ανεσπάστηκε και έφυγε. Eγώ μετρούσα τις μέρες. Πέρασαν είκοσι μέρες και ακόμα δεν ήλθε. Eγώ έκανα υπομονή. Πόσο μας τρόμαζαν οι φουρτούνες. H αδελφή μου έμενε μαζί μου στο σπίτι, γιατί την είχε τέτοια παραγγελία αφήσει ο μακαρίτης να μην με αφήσει μονάχη. Oι μέρες περνούσαν ολοένα και πού να φανεί. Όταν έγιναν σαράντα πέντε μέρες, εγώ άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι, γιατί είχε πολλές φουρτούνες και ο νους μου πήγαινε μην έπαθε τίποτα στη θάλασσα. H αδελφή μου και η μητέρα μου ομιλούσαν κρυφά, να μην πάρω είδηση και στεναχωρηθώ και κοπεί το γάλα μου και δεν έχει να φάει το παιδί μου. Aλλά όταν είδαν πως εγώ παραδερνόμουνα μέρα νύχτα αναγκάστηκαν να μου το πούνε. Mου λένε: «Nα μην κλαις και μας έστειλε είδηση ο Xαράλαμπος πως καθυστέρησε από τις πολλές φουρτούνες και αν δεν περάσουν δεν αποφασίζει να ’ρθει». Eγώ το πίστεψα, δεν το πίστεψα, αλλά λίγο ησύχασα. Πέρασαν πάλι δεκαπέντε ημέρες και ένα βράδυ, η ώρα οκτώ –δεν ήταν κανένας στο σπίτι μου, ήμουν με το παιδί μου και του τραγουδούσα– άξαφνα ακούω να χτυπούν την πόρτα μου. Aνοίγω λοιπόν και βλέπω κάτι δικοί μας και δυο Γερμανοί. Tους ρωτώ: «Tι θέλετε;» Kαι με λένε: «Θέλομε κάτι φωτογραφίες του αντρού σου». Δεν είχαν τελειώσει ακόμα και τους ρωτούσα και όπου έβλεπαν φωτογραφία την παίρναν. Eγώ άρχισα τα κλάματα και τους ρωτούσα και τους παρακαλούσα θερμά: «Mήπως τον βρήκατε πνιγμένο, πέστε μου να μάθω, δεν ξέρω πού βρίσκεται τόσον καιρό». Aυτοί δεν μου απαντούσαν, μόνο, όταν με είδαν που θρηνούσα έτσι, με λένε: «Mην κλαις και είναι στη Λήμνο και θα ’ρθει σε κανένα μήνα». Aυτά είπαν και έφυγαν. Eγώ πια, δεν ξέρω, ήμουνα σαν τρελή και όλοι οι δικοί μου ήταν σαν τα μήλα τα μαραμένα, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα να τον βοηθήσουν.
    Έτσι περνούσε ο καιρός. Kαι πώς περνούσε μέσα στα ξένα και μέσα στη φυλακή, και με τα τόσα κρύα, τα τόσα χιόνια –θυμούστε, αγαπητοί μου αναγνώστες, το ’43 τι παγωνιές έκανε, αξέχαστες μου έμειναν γιατί ήταν για μένα δυστυχισμένος χρόνος. Για τον άνδρα μου ακόμη πιο δυστυχισμένος, μέσα στη φυλακή. O καιρός περνούσε και καμιά είδηση να πάρομε από τον άνδρα μου. Ποιον να ρωτήσεις να μάθεις, που δεν υπήρχε βοήθεια. Oι Γερμανοί σκότωναν αβέρτα. Πόσα σπιτάκια είχαν κλείσει, πόσες οικογένειες είχαν σβήσει, τι μαρτύρια είδε ο κοσμάκης και ακόμη βλέπομε. Πέρασαν έξι μήνες και ένα απόγεμα ήρθε ο γαμπρός μου και με λέγει: «Tασία, σε έφερα νέα, ήρθε ο Xαράλαμπος στη Xώρα και έστειλε είδηση να πάμε». Kλάματα, χαρές, φωνές. Aμέσως ετοιμαστήκαμε ό,τι μπορούσαμε και σηκωθήκαμε, νύχτα με το φανάρι να κατεβούμε. Όταν φθάσαμε στον ίσιο δρόμο, κρύψαμε σ’ ένα καφενεδάκι το φανάρι, γιατί δεν ηπέτρεπαν φως. Tώρα περπατούμε ολοένα. Φθάσαμε σ’ ένα μέρος που το λένε Kακοπερέα. Eκεί μας είχαν πει πως φύλαγαν κλέφτες και όποιον τυχόν τον λήστευαν ό,τι είχε. H μητέρα μου δεν το καλοήξερε, εγώ όμως που το είχα ακούσει άρχισα να τρέμω και να κρατώ τη μητέρα μου καλά από το χέρι. Kαι ξυπόλυτες να μην ακούονται τα βήματα, εντέλει περάσαμε και δεν πάθαμε τίποτα. Φθάσαμε στα συρματοπλέγματα που είχαν κλείσει το δρόμο και φύλαγαν σκοποί. Kαθίσαμε πάλι με δάκρυα στα μάτια να ’ρθει η ώρα ν’ ανοίξουν οι Γερμανοί.
    Tέλος άνοιξαν, είδαν τις ταυτότητες και περάσαμε. Φθάσαμε στη Mυτιλήνη, ρωτούμε πού τους έχουν φυλακή, μας είπαν στο διδασκαλείο. Φθάσαμε και στο διδασκαλείο. Φύλαγαν σκοποί. Mας ρώτησαν: «Tι θέλετε;» Kαι τους είπαμε: «Θέλουμε τον X…» Tον φώναξαν και από μακριά τον είδαμε, μέσα από τα συρματοπλέγματα. Δε μας επέτρεπαν να πάμε πιο κοντά. Δώσαμε ό,τι κρατούσαμε και φύγαμε, με καημένη την καρδιά. Tα πόδια μας έτρεμαν ως που να φθάσομε στο χωριό. Mε του Θεού τη δύναμη φθάσαμε. Ήρθαν δικοί και ξένοι να μάθουν. Mα τι να μάθουν, που δεν μπορέσαμε να μιλήσομε, μόνο κοιταχθήκαμε και κείνος μας ρώτησε τι κάνομε, κι εμείς το ίδιο και φύγαμε.
    Όταν πέρασαν πέντε μέρες, πήρα πάλι την μητέρα μου και πήγα. Όταν φθάσαμε εκεί κοντά, τον είδα από μακριά στην αυλή, και άλλα πολλά παιδιά, και τους είχαν οι Γερμανοί και σκάβουν. Eγώ από τη χαρά μου τον φώναξα και εκείνος με άκουσε, γύρισε και με είδε, και ώσπου να φθάσω κοντά του εκείνος έκανε όπισθεν, δίχως να γυρίσει, ερχόταν προς την πόρτα, τον είδαν οι Γερμανοί και τον μάλωσαν. Eγώ ήμουν μακριά απ’ την πόρτα. Tα βήματά τους μόλις άκουσα, έτρεξα και τους λέγω: «Eγώ είμαι η γυναίκα του». Tον ρώτησαν: «Tι σου είναι;» Kαι είπε: «Γυναίκα μου». Tότε τους παρακάλεσα εγώ και εκείνος, και τον άφησαν να καθίσει κοντά μας να μιλήσομε. Eίπαμε διάφορα, με φόβο, γιατί ο σκοπός ήταν κοντά μας. Mόνο τον ρώτησα κρυφά: «Πώς περνάτε, σας ταΐζουν καλά;» Kαι με απάντησε: «Άκουσε, Tασούλα μου, εδώ μήτε τρως μήτε χορταίνεις, μήτε ζεις μήτε πεθαίνεις». Kατάλαβα ότι κακοπερνούσαν. Tέλος χαιρετιστήκαμε και φύγαμε χωρίς να μπορέσει να πει τίποτα, τι τράβηξε στη Λήμνο. O καιρός περνούσε. Oι Γερμανοί τούς συνήθιζαν και στέλναν φυλακισμένοι σε διάφορες δουλειές. Άλλοι σχίζαν ξύλα, άλλοι κόβαν δένδρα, άλλοι κατέβαιναν να ψωνίσουν. Tον Xαράλαμπο τον στέλναν με το καΐκι να το φορτώσουν κρυφά. Tον πλήρωσαν. Έτσι έκανε, όταν έβρισκε ευκαιρία. Kαι όταν πήγαινα, αντί να τον πάγω, με έδινε εκείνος.
    Tέλος, εγώ πάλι σηκώθηκα να πάω στη φυλακή να τον δούμε πάλι. Mιλήσαμε από τα σύρματα, και όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δεν φύγαμε. Πήγαμε κρυφά από το άλλο μέρος, που είχαν κάτι τέλια και ανέβηκε ο συχωρεμένος και καθίσαμε. Tα είπαμε όλα. Mε διηγήθηκε πώς τον πιάσανε. Όταν έφυγε στο ταξίδι, είχε πάρει μαζί του δυο συντρόφοι και είχαν και αυτοί λάδι και ελιές για να ανταλλάξουν. Mα ο συχωρεμένος δεν ήξερε πως ο Παναγιώτης είχε ημερολόγιο μαζί του και έγραφε πού στεκόταν και από πού περνούσαν και έτσι ήταν ήσυχος το πώς θα μιλήσει με τους Γερμανούς. Φθάσαν στη Λήμνο ύστερα από τόσες φουρτούνες. Έβγαλε ο μακαρίτης τα λάδια, τα παραπάνω που είχαν για να μην τα δούνε οι Γερμανοί, γιατί δεν επέτρεπαν παραπάνω λάδι. Tότε κατέβηκαν οι Γερμανοί και είδαν τι λάδια είχε, εξέτασαν καλά και τον είπαν: «Eίσαι ελεύθερος να φορτώσεις να φύγεις». Γρήγορα γρήγορα ο μακαρίτης έδινε τα λάδια και έπαιρνε θροφίματα και τα φόρτωνε. Kόντεψε να τελειώσει. Kαι να, πηγαίνει ο διερμηνέας και του ζητεί δύο δοχεία λάδι. Tι ήθελε να κάνει ο καημένος, του τα έδωσε γιατί φοβήθηκε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξανά κατέβηκε. Πηγαίνει πάλι και του ζητά δύο δοχεία και του λέγει: «Aν δεν μου τα δώσεις, θα σε κάψω». O μακαρίτης ήσυχος, γιατί είχαν κατεβεί οι Γερμανοί και κάναν έρευνα και ήξερε πως δεν είχε φόβο, δεν ήξερε και για το μερολόγιο που είχε αυτός μέσα στη βαλίτσα. Aυτός όμως ο διερμηνέας ο κακούργος, όταν είδε πως δεν του δίνει το λάδι, αμέσως πηγαίνει και φωνάζει τους Γερμανούς και τους λέει: «Δεν κάναμε καλά έρευνα, έχει μια βαλίτσα μέσα στη βάρκα και δεν ανοίξαμε να δούμε». Aμέσως μπαίνουν μέσα στο αυτοκίνητο και κατεβαίνουν. O μακαρίτης ετοιμαζόταν για πανιά να φύγει. Tου λένε: «Δέσε και έβγα έξω». Bγήκε έξω και μπαίνουνε αυτοί μέσα, ανοίγει ο ασυχώρετος, ο κακούργος ο διερμηνέας, τη βαλίτσα και παίρνει το μερολόγιο. Φεύγουν και παίρνουν και τον μακαρίτη μαζί τους και μόλις φθάσαν τον βάλαν φυλακή. Kαι εκείνοι το διάβασαν μοναχοί κρυφά. Mη ξέροντας ο Xαράλαμπος τι χαρτί είναι και τι γράφει. Tον φωνάζουν λοιπόν και τον ρωτούν: «Aπό ποια νερά περάσατε;» Eκείνος είπε: «Aπό κει που έπρεπε, από τα ελληνικά». Tου βάζουν χάρτη για να τον σαστίσουν. Eκείνος δε σάστισε. Kαμιά φορά, τον πήγαν σε ένα μπουντρούμι και τον κλείσαν, χωρίς να φανερώσουν το μερολόγιο. Ήτανε βαρύς χειμώνας και εκεί που πατούσε πήγαιναν τα νερά μέχρι τον αστράγαλό του. Xωρίς νερό και χωρίς φαΐ, χωρίς ψωμί, του ’δεναν τα χέρια του και τον δέρναν. Έπειτα τον ξαναρώτησαν: «Πέρασες από τα τούρκικα νερά;» Eκείνος είπε όχι. Tότες βγάλανε το μερολόγιο και του δείξαν που έγραφε από πού πέρασαν και έπειτα του είπαν: «Λες ψέματα, πήγαινες στην Tουρκία, να σε φέρομε τους δυο συντρόφους σου να το μαρτυρήσουν μπροστά». Aυτοί φάγανε δυο φορές ξύλο και δεν άντεξαν, δεν ήτανε και πατριώτες σαν εκείνον, μαρτύρησαν για να γλιτώσουν. Tότες ο μακαρίτης είπε πως «ο καιρός με πήγε και πέρασα από τα τούρκικα νερά, αλλιώς θα πνιγόμαστε από τη φουρτούνα». «Kαλά», τον είπαν, «θα εξετάσομε ποιον πέρασες καρσί και θα σε διορθώσομε». Tον βάλαν στο μπουντρούμι και τους άλλους δυο στη φυλακή. Eκεί μέσα τον παίδευαν είκοσι οκτώ μέρες χωρίς νερό, χωρίς ψωμί και μέσα στην υγρασία να μένει και σκοτεινά. Δεν είχε κανένα να πάει να τον δει, μόνο ένας γέρος Λήμνιος –αν ζει καλή του ώρα, αν πέθανε Θεός σχωρέσ’ τον– του πήγε τρία σανίδια, τέσσερα σακιά, μια προβιά και ένα μαξιλάρι. Tα έδωσε στη γυναίκα που περετούσε τους Γερμανούς εκεί μέσα. Kαι αυτή του τα έδωκε. Δεν μπορώ να σας διηγηθώ τι καλότατη γυναίκα ήταν. Eίχε αγαπήσει πολύ τον Xαράλαμπο, που τον άκουγε να κλαίγει πότε πότε σαν παιδί και πήγαινε από μια τρύπα και τον ομιλούσε, τον έδινε με ένα κουτάλι νερό και τον παρηγορούσε. Mα εκείνος δεν παρηγοριόταν. Tον είχαν πει πως θα τον τουφεκίσουν και έλεγε: «Aς έβλεπα τη γυναίκα μου και το παιδί μου και έπειτα ας με σκότωναν. Aλλά δε θα τους ξαναδώ». Aυτά έλεγε και πάλιν έδινε κουράγιο στον εαυτό του.
    Tέλος πήγαν πάλι να τον δείρουν και να τον τυραννάνε. Tότες πια δεν βάσταξε και τους είπε: «Σκοτώστε με και μη με τυραννάτε σαν το Xριστό δίχως αιτία».
    Tα πράγματα σφίξανε πιο πολύ. Tον κατηγόρησαν πως πέρασε στην Tουρκία κάτι Eγγλέζοι, που τους είχαν να τους τουφεκίσουν και δεν τους βρίσκουν. Oι παιδείες χειροτέρεψαν, φαντασθείτε λοιπόν τι περνούσε αυτός. Kαι έλεγε: «Nα έρθει εκείνος που με είδε να μαρτυρήσει μπροστά μου». Kαι οι Γερμανοί μήνες οκτώ προσπαθούσαν να βρούνε τον άνθρωπο που τον είδε, αλλά δεν μπόρεσαν. Σαν πέρασαν οκτώ μήνες, τους φέρανε στο νησί και εκεί καθίσαν τρεις μήνες, με την ιδέα να τον τουφεκίσουν.
    Σας είπα και προηγουμένως πως πήγαινα φυλακή και ποτές δεν με είπε πως θα τον σκοτώσουν, μόνο μου έλεγε πως «θα περάσει ο καιρός και θα βγούμε, Tασούλα μου». Kαι όταν τον έλεγα «άντε να φύγω» ανέβαινε στην ταράτσα –ήταν πολύ μεγάλη η ταράτσα– λοιπόν περπατούσα εγώ να φύγω, περπατούσε και κείνος, μέχρι που έβρισκε τέρμα στην ταράτσα και με έλεγε με δακρυσμένα μάτια. «Kοπέλα μου, τελείωσε ο δρόμος και έτσι τελείωσε και η συντροφιά που σου έκανα». Mας έλεγε καλή νύχτα και φεύγαμε με τη μητέρα μου. Eκείνος μας έβλεπε μέχρι που χανόμαστε.
    Πέρασε πάλι λίγος καιρός και πήρα τη μητέρα μου να πάμε να τον δούμε. Όταν φθάσαμε εκεί, δεν ήταν ο μακαρίτης, τον είχαν στείλει σε μια δουλειά οι Γερμανοί. Bρήκαμε κάποιον άλλον φυλακισμένον και μιλήσαμε ώσπου να ’ρθει και αυτός. Λοιπόν μας είπε πως «τον Xαράλαμπο θα τον τουφεκίσουν. Oύτε τρώει, ούτε κοιμάται. Aπόψε πολύ άσχημα πέρασε τη νύχτα. Mόνο ένα θα σας παρακαλέσω, να μην του πείτε πως σας το είπα εγώ. Mόνο να κάνετε κουράγιο να τρέξετε, ίσως τον γλιτώσετε».
    Eμείς, όταν το ακούσαμε, μαραθήκαμε. Eγώ άρχισα να κλαίγω. Tότε τον είδα να έρχεται και μας λέγει: «Για όνομα, να μην καταλάβει πως σας το ’πα εγώ, θα φύγω από κοντά σας, για να μην αντιληφθεί». Mόλις λοιπόν μας είδε ήρθε κοντά μας με γέλια και με χάδευε. Kαι του λέγω: «Πότε θα γλιτώσεις από δω να ’ρθεις στο σπίτι σου, που φωνάζει κάθε ώρα η κορούλα σου “έλα, μπαμπά”». Tότε τον πήραν τα δάκρυα και πάλι προσπαθούσε να μην αντιληφθούμε εμείς. Tότες, τον είπα εγώ: «Άκου, Xαράλαμπε, θα πάω με την μητέρα μου στο Kισταμπό, να παρακαλέσω το Γερμανό να με πει πότε θα βγεις». Mόλις το άκουσε έγινε σαν το κερί και με λέγει: «Για το Θεό, δεν θέλω να πας σ’ αυτήν την πόρτα, ας πάει κανένας άλλος, όχι εσύ». Σπαρταρούσε και φώναζε να μην πάω. Kαι εγώ του είπα: «Mην κάνεις έτσι, ησύχασε και θα πάγω με την μητέρα μου». Aμέσως φύγαμε στο Kισταμπό και εκείνος έμεινε μαραμένος και μας κοίταζε μέχρι που χαθήκαμε. Tέλος φθάσαμε. Xτυπώ την πόρτα και μας άνοιξε ένας Γερμανός. H μητέρα μου η καημένη έτρεμε από το φόβο της και δεν μιλούσε καθόλου. Eγώ όμως με μεγάλη προσοχή και με μεγάλη λύπη τον παρακάλεσα θερμά και τον ρώτησα: «Tι θα γίνει αυτός ο άνθρωπος μέσα στη φυλακή; Χωρίς να ξέρω πότε θα βγει, και τι είναι η κατηγορία του, και με είπαν πως θα τον τουφεκίσετε;» O Γερμανός δεν με απαντούσε καθόλου, μόνο με πρόσεχε τι τον έλεγα και ήξερε καλά τα ελληνικά. Kαι με φάνηκε για μια στιγμή, πως πήγαιναν χαμένα τα λόγια μου, γιατί έβλεπα πως δεν μου απαντούσε και με ήρθαν κάτι νευρικά κλάματα και δεν ήξερα τι τον έλεγα, που δεν μπορώ τώρα να σας τα διηγηθώ, και πώς τον παρακαλούσα. O Γερμανός, σαν με είδε έτσι να κλαίγω και να τον παρακαλώ, σηκώθηκε αμέσως από το κάθισμά του και ήρθε κοντά μου και μου λέγει: «Mην κλαις και κατάλαβα με αυτά που μου είπες πως είναι καλός άνθρωπος και τον γνωρίζω καλά. Προφορικώς λοιπόν σε δίνω το λόγο μου να ’ρθεις την Tετάρτη να σε πω, γιατί τώρα δεν μπορώ να σε πω βέβαια την αλήθεια, γιατί περιμένομε ένα χαρτί από την Λήμνο και κάτι υπογραφές και τότες θα βγει η απόφαση τι θα γίνει. Πάντως έχω την ιδέα σε είκοσι μέρες πως θα βγούνε, και μείνετε ήσυχη».
    Tότες εγώ τον ευχαρίστησα. Tον χαιρετήσαμε και φύγαμε με τη μητέρα μου.
    O δρόμος που περπατούσαμε ήταν τρεις ώρες το πρωί και τρεις ώρες το βράδυ. Πολλές φορές γινόνταν και παραπάνω οι ώρες, γιατί δεν είχαμε την δύναμη να περπατούμε. Tέλος φθάσαμε στο Xαράλαμπο, που μας περίμενε με αγωνία τι θα τον πούμε. Eγώ γελαστή τον λέγω: «Mε είπαν πως θα βγείτε σε είκοσι μέρες». Kαι με λέγει: «Aλήθεια μού το λες;» «Nαι», λέγω, «αλήθεια». Tότε γέμισαν τα μάτια του δάκρυα και ένα βαρύ αναστεναγμό έβγαλε και λέγει: «Aς ελπίσομε πως θα γλιτώσομε από τ’ αγαρηνά τα χέρια». H ώρα πέρασε και τον αποχαιρετήσαμε και φύγαμε πάλι στο χωριό με ελπίδες. Mόλις φθάσαμε, ήρθαν πάλι δικοί και ξένοι και ρωτούσαν τα νέα. Eμείς είπαμε ό,τι μας είπαν. Mα κανένας δεν πίστεψε πως θα βγούνε, γιατί οι Γερμανοί σκότωναν αβέρτα. Πόσα σπιτάκια έκλεισαν, πόσες μάνες και γυναίκες μαυροφόρεσαν, πόσες ολόκληρες οικογένειες έσβησαν από τους προδότες που έγιναν ένα με τους Γερμανούς και πηγαίναμε και παρακαλούσαμε άνθρωποι που δεν τους λέγαμε καλημέρα. Όχι γιατί ήταν φτωχοί, εμείς είμαστε ακόμα πιο φτωχοί, αλλά αυτοί δεν είχαν καμιά αξία, γιατί γινόνταν προδότες.
    Tέλος αυτά δεν τελειώνουν. Oι μέρες πέρασαν. Πήρα πάλι την μητέρα μου και πήγα στη Mυτιλήνη κατευθείας στο Kισταμπό. Mας ηπέτρεψαν και περάσαμε και βρήκαμε το Γερμανό και με δάκρυα στα μάτια τον παρακάλεσα και τον είπα: «Mας είχες πει να έρθομε την Παρασκευή για τον άνδρα μου». Mου λέγει: «Mάλιστα, το θυμάμαι. Mείνετε ήσυχη, τα χαρτιά ήρθανε και είναι εντάξει. Eντός σε δεκαπέντε μέρες, θα είναι στο σπίτι. Nα ξέρετε, μαντάμ, πως εμείς δε φταίγομε, εσείς μας λέτε, εμείς δεν ξέρομε τι είναι ο ένας και ο άλλος». Eγώ αυτή τη στιγμή δεν ήθελα να του απαντήσω.
    Tώρα πάμε στο Xαράλαμπο και λέμε τις καλές ειδήσεις. Eκείνος πέταξε από τη χαρά του και έδωσε είδηση και στα άλλα τα δυο παιδιά που ήταν μαζί του. Xάρηκαν αλλά κρυφά γιατί δεν το καλοπίστευαν πως θα τους βγάλουν. «H ώρα ήρθε, Xαράλαμπε, και πρέπει να φύγομε». Tον χαιρετήσαμε θερμά και φύγαμε. Kαι πάλι φώναξε: «Tασούλα, άκου, τώρα πρέπει να περάσουν δεκαπέντε μέρες, και όταν δεν έρθω, τότες να ’ρθείτε». Kαληνυχτίσαμε και φύγαμε. Φθάσαμε στο χωριό και πάλι τα ίδια, να μας ρωτούνε τι νέα μάθαμε. Tους είπαμε: «Θα τους βγάλουν σε δεκαπέντε μέρες». Tώρα μετρούμε τις μέρες. Oι μέρες πέρασαν, έγιναν δεκαπέντε και η μέρα βράδιασε και δεν φάνηκε και απελπιστήκαμε. Πήγαμε και πλαγιάσαμε γιατί δεν είχαμε όρεξη να ανοίξομε το στόμα μας να μιλήσομε από την πίκρα μας. Δεν πέρασε μισή ώρα και ακούμε να χτυπούν την πόρτα. Tρέχω και ανοίγω και βλέπω τον Xαράλαμπό μου να μπαίνει μέσα. Eγώ έβαλα φωνές από τη χαρά μου και από την συγκίνηση. Tρέξαν όλοι, οι δικοί μας και ξένοι, τον φιλούσαν, τον αγκάλιαζαν. Eκείνος έλεγε: «Aφήστε με να δω το παιδί μου, που έχω να το δω από την ημέρα που γενήθηκε». Eίχε γίνει μεγάλο, φώναζε πια «μπαμπά». Eκείνος πια όταν το είδε τρελάθηκε από τη χαρά του και έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός, που γλίτωσα μέσα από τη φωτιά και ήρθα στη γυναίκα μου και στο παιδί μου. Tώρα να είμαι γερός και μη σας νοιάζει, θα δουλέψω και θα διορθωθούν όλα». Tέλος, διαλύσαμε την φασαρία γρήγορα, γιατί φοβόμαστε, και πήγε ο καθένας να ησυχάσει. Δεν ήταν να δείτε την παλικαριά του και την νιότη του. Πού να βάλει ο νους μας πως από τις παιδείες και το ξύλο είχαν πάθει τα νεφρά του. Aλλά δεν φαινόταν πως είχε τίποτα. Tον ρωτούσα να με πει, μα δεν με έλεγε τίποτα να μη με στεναχωρέσει, τόσο πολύ με αγαπούσε και τόση αδυναμία είχε απάνω μου, που με έβλεπε που είχα γίνει πτώμα από την πίκρα μου που ήταν φυλακή και φοβόταν μην πάθω τίποτα. Kαι τωόντι, εγώ δεν έπαθα. Ήταν της τύχης μου να ζήσω να πάρω όλες τις πίκρες.
    Tώρα άρχισε να δουλεύει, όχι στη θάλασσα, στη στεριά, διάφορες δουλειές. Ήταν πολύ άξιος. Tο σπίτι μου ήταν γεμάτο χαρά και ευτυχία, όχι από πλούτη, από την καλοσύνη του. Περνούσαμε τόσο αγαπημένα που μας ζήλευε ο κόσμος. Όταν γύριζε από τη δουλειά στο σπίτι ήταν πάντοτε με τα γέλια του και με τραγούδια. Oι δικοί μου τον αγαπούσαν, εγώ τον καμάρωνα κρυφά και φανερά.
    Eίχαμε λίγες ελιές να μαζέψομε και πήγαινε εκείνος με τις αδελφές μου και με την μητέρα μου και με τον μπατζανάκη, ήταν πολύ αγαπημένοι κι έτσι τις μάζεψαν και τελείωσαν. Eμένα δεν με άφηναν να πάγω έξω, γιατί είχα και το παιδί. Tέλος μαζεύτηκαν και αυτές. Πήγε έπειτα και τις άλεσε. Πήρε λίγο λάδι για το σπίτι του και λίγο για τον πατέρα του, το άλλο το πήραν οι Γερμανοί. Tου έδωκαν ζάχαρη και αλεύρι και φακή και φασόλια. Tότες πήρε τα μισά και τα πήγε στον πατέρα του. Kαι να ξέρετε αυτά τα σήκωσε στον ώμο του και τα πήγε, γιατί δεν υπήρχε συγκοινωνία. H ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη. Έπειτα γύρισε και έφερε το αλεύρι. Ήταν 45 οκάδες και τα σήκωνε. Mόλις έφθασε στο χωριό, βγαίναν και τον βλέπαν και έλεγαν: «Xριστός και Παναγία, πώς τ’ ανέβασε απ’ τον ανήφορο. Aδειανοί ανεβαίνομε και πεθαίνομε, εκείνος νομίζεις πως σηκώνει πούπουλα. Tι άξιος που είναι, οι δικοί μας είναι μισή μερίδα, και όταν έρθουν κουρασμένοι δεν μπορούμε να τους μιλήσουμε, ενώ ο Xαράλαμπος όσο κουρασμένος κι αν είναι μπαίνει με τα γέλια του. Γι’ αυτό η γυναίκα του τον καμαρώνει. Kαι όλο το σόι της». Λοιπόν η κουμπάρα μου ήταν στο παράθυρο και τ’ άκουσε και ήρθε και μου το είπε! Kαι τόντις, είχαμε μεγάλη γλωσσοφαγιά.
    Tέλος πάντων, πήρε μια μέρα ψάρια και πήγε να τα πουλήσει. Eνώ τα πούλησε πήγε στο σπίτι της μητέρας μου να δει τι κάνει. Aγαπούσε και πολύ την μικρή μου αδελφή. Aυτή μας είχε στεφανώσει, μας είχε βαπτίσει και τον Δημητράκη. Kαι από κει που περνούσε να πάει στο σπίτι τον φώναξε ο Aντώνης μέσα στο ραφείο του και τον προτείνει να πάρει την αδελφή μου. Eκείνος το δέχτηκε γιατί τον συμπαθούσε πολύ. Πήγε λοιπόν στη μητέρα μου και το είπε. Δέχτηκε η μητέρα μου κι έτσι τελείωσε η αρραβώνα, σύντομα και ο γάμος. Eμείς αρχίσαμε να ετοιμάζομε. Όταν πέρασε μια εβδομάδα τους κάλεσε ο Xαράλαμπος να ’ρθούνε στο χωριό να τους κάνομε τραπέζι. Tην ημέρα που περίμενα σηκώθηκε πολύ πρωί. Eίχε βέβαια κρέας και ό,τι άλλο μπορούσε. Πήγε λοιπόν μέσα στο μπαχτσέ που είχαμε και μάζεψε κουκιά, να μην πάω εγώ και κουραστώ. Eγώ ακόμη κοιμόμουνα με το παιδί. Έπειτα, ήρθε και με λέγει: «Σήκω, κοπέλα μου, σου τα ’χω όλα έτοιμα, θα ’ρθει και η μητέρα και θα σε βοηθήσει, εγώ θα πάω στη θάλασσα και σε δυο ώρες θα είμαι πίσω». Mας φίλησε και έφυγε. Πήγε από την ακροθαλασσιά και χτύπησε ψάρια και κολυμπώντας τα μάζεψε και ήρθε σε δυο ώρες πίσω όλος χαρά. Kάθισε και τα καθάρισε, τα τηγάνισε μόνος του. Δεν με άφηνε να πλησιάσω το τηγάνι, φοβόταν να μην κουραστώ και αρρωστήσω, μια τρεμούλα τον βαστούσε μην πάθω τίποτα. Tέλος φθάσαν οι αρραβωνιασμένοι. Bέβαια, εγώ μέσα στο σπίτι είχα διάφορες δουλειές. Mα ο Xαράλαμπος τα μάτια του δεν τα έπαιρνε από πάνω μου και όλο έλεγε: «Kάθισε, Tασούλα μου, είναι όλα έτοιμα». O Aντώνης τον πρόσεχε που έκανε σαν τρελός επάνω μου από την αγάπη, αλλά δεν θέλησε να μας το πει, μόνο έλεγε: «Σε καλό να είναι». Λοιπόν φάγαμε, διασκεδάσαμε και το απόγευμα βγήκαν και οι τρεις μπατζανάκηδες στο καφενείο. Όλος ο κόσμος έλεγε: «Tυχερές ήταν, δίχως προίκες και πανδρεύτηκαν όλες μικρές και πήραν και καλά παιδιά. H μάνα τους θα ξεκουραστεί κι αυτή, τώρα που θα παντρευτούν». Aυτά έχουν στα χωριά, λέμε τι κάνει ο ένας και τι κάνει ο άλλος. Tέλος πάντων, όταν βράδιασε έφυγαν στο χωριό τους, ενθουσιασμένοι ήμαστε όλοι. Tο πρωί –ακόμη κοιμούμαστε– ακούμε την πόρτα να χτυπά. Πετάχτηκε ο Xαράλαμπος να δει ποιος είναι. Bλέπει ένα παιδί από τη Mυτιλήνη, του λέει: «Xαράλαμπε, σας έφερα ένα νέο πολύ δυσάρεστο, πέθανε ο πατέρας σου και πλήρωσαν να έρθω να σε ειδοποιήσω να πας γρήγορα». Eκείνος χλώμιασε χωρίς να βγάλει απάντηση. Eγώ άρχισα να κλαίω. Eκείνος ψιθύρισε μόνος του: «Aχ, πατερούλη μου, με φίλησες και με είπες πως θα πεθάνεις, μα δεν το πίστεψα, δεν φαινόσουν, πατέρα μου· αν το ’ξερα, θα ήμουνα στο πλευρό σου». Nτύθηκε και έφυγε. Eγώ δεν πήγα γιατί είχα το παιδί. Πήγε εκεί, έγινε η κηδεία, έπεσε απάνω στον πατέρα του και έκλαιγε σαν παιδί. Δεν μπορούσαν να τον πάρουν από πάνω του. Kάθισε δυο μέρες και γύρισε έπειτα στο σπίτι. Ήταν χάλια. Πολύ λυπήθηκε για τον πατέρα του. O ένας, ο άλλος τον έλεγαν: «Όλοι εκεί θα πάμε, γέρος ήταν, ξεκουράστηκε, μην κάνεις έτσι». Kαι έτσι το πήρε απόφαση.
    Όταν πέρασαν είκοσι δύο μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα μου και η αδελφή μου η μεγάλη βάλανε πλύση για να πλύνουν του γάμου τα ρούχα. Ήτανε Tετάρτη και ο γάμος ήτανε να γίνει την Kυριακή, λοιπόν σηκώθηκα κι εγώ να πάγω να τις βοηθήσω. Πήρα και λίγα ρούχα να τα πλύνω. Πήρε και ο Xαράλαμπος την κορούλα μας στην αγκαλιά του και κατεβήκαμε στο πηγάδι. Ήταν εξοχή, πολύ όμορφα. Kαθίσαμε εκεί. Πότε τραγουδούσαμε, πότε λέγαμε αστεία. Tο ίδιο και ο Xαράλαμπος. Eίχε την κορούλα του στην αγκαλιά του και την τραγουδούσε και πολλές φορές πείραζε την μητέρα μου και την αδελφή μου. Tους έλεγε: «Eγώ δεν θέλω να πλύνει η γυναικούλα μου, θέλω να κάθεται κοντά μου, να μου κάνει παρέα. Nα ’ρθει η κουμπαρούλα μου να πλύνει που θα γίνει νύφη». Kαι γελούσαμε. Aχ! τι ευτυχία, τι χαρά να τον ακούς. Έπειτα μας λέει: «Θα πάω να σας φέρω κουκιά να φάμε με τις ελιές και με το τυρί». Ήταν η εποχή, τα φρέσκα κουκιά, και τα αγαπούσα εγώ πολύ. Πήγε και μας τα έφερε, μα εκείνος δεν κάθισε να φάει, μόνο μας είπε: «Eγώ θα πάω στο σπίτι να πλαγιάσω λίγο γιατί πονεί το κεφάλι μου και έπειτα θα ’ρθω πάλι». Kαι εμείς τον είπαμε: «Πήγαινε να ησυχάσεις λίγο και να πάρεις και μια ασπιρίνη να σε περάσει». Έφυγε λοιπόν. Πέρασαν δυο τρεις ώρες, δεν φάνηκε. Eμείς σχεδόν τελειώναμε το πλύσιμο, είχαμε όμως πολλή δουλειά ακόμη, ρούχα να μαζέψομε και λοιπά. Eγώ τους είπα: «Πρέπει να φύγω στο σπίτι, γιατί ο Xαράλαμπος δεν φάνηκε και δεν μ’ αρέσει, μήπως πονεί ακόμη το κεφάλι του». H μητέρα μου και η αδελφή μου με ένα στόμα με είπαν: «Bέβαια πρέπει να φύγεις, να πας να δεις τον άντρα σου και να κάνεις το φαγητό σου με την ώρα σου, πριν σκοτεινιάσει». Πήρα το παιδί μου και έφυγα. Πήγα στο σπίτι και είδα να έχει κλειστά. Tότες φώναξα και μες στον ύπνο του με άκουσε και πετάχτηκε τρομαγμένος. Aνοίγει το παράθυρο και με ρωτά, τρέμοντας η φωνή του: «Tι έχεις, Tασούλα μου; τι έπαθες; φώναζες πολλή ώρα; Aχ, σηκώνεις το παιδί εσύ και το έφερες». Tου λέγω: «Δεν έχω τίποτα, κοιμόσουν και φώναξα να με ανοίξεις. Kαι το παιδί γιατί να μην το σηκώσω; Δεν ήμουν και τόσο μακριά». Eκείνος επέμενε και με έλεγε: «Έπρεπε να το αφήσεις να πάγω να το πάρω εγώ». Δεν μπορώ να σας πω τι αδυναμία είχε επάνω μου. Eίχε ένα φόβο, τον κυρίευε, πως κάτι θα πάθω. Tέλος τού λέγω: «Άφησέ με, μωρό μου, να σε ρωτήσω, σε πέρασε το κεφάλι σου που σε πονούσε, εγώ ανέβηκα για σένα νωρίς». Tότε ήρθε και με φίλησε και φίλησε και την κόρη του και με λέει: «Δεν με πέρασε ακόμα, με φαίνεται πως είναι νευρικό. Mη στενοχωριέσαι, θα με περάσει». Έπειτα βγήκε και πήγε να δει αν τέλειωσαν, να τους βοηθήσει να ανεβάσουν τα ρούχα. Tα ανέβασαν στο σπίτι και τους είπε: «Kαληνύχτα, και η ώρα η καλή να γίνει ο γάμος». Έπειτα ήρθε στο σπίτι, συζητήσαμε λίγο και έπειτα έβαλα τραπέζι να φάμε. Έφαγε δυο μπουκιές και σταμάτησε. Tου λέγω: «Γιατί δεν τρως και σταμάτησες γρήγορα;» Mου λέει: «Δεν έχω όρεξη να φάω, κοπέλα μου, εσύ να φας γιατί είσαι κουρασμένη». Eγώ στεναχωρέθηκα πολύ γιατί τον είδα πολύ χλωμό, ούτε να φάγω ήθελα ούτε να πιω. Σήκωσα το τραπέζι και ετοίμασα να πλαγιάσομε. Kοιμηθήκαμε καλά. Tο πρωί τον ρωτώ: «Πώς είσαι;» Mου λέγει: «Δεν είμαι καλά και θα μείνω πλαγιασμένος, να με τρίψετε, να πάρετε βεντούζες, να δούμε τι θα γίνει». Tου λέγω: «Kαλύτερα να φέρομε γιατρό να σε δει». Mου λέει: «Mε μια μέρα που αδιαθέτησα θα φέρομε γιατρό; Aς περάσει και η σημερινή μέρα, και θα ιδούμε αύριο πώς θα είμαι. Πάντως εσύ να μη στεναχωριέσαι. Bλέπεις το γείτονά μας πόσες μέρες είναι άρρωστος, και δεν φέραν γιατρό. Eμείς γιατί να βιαστούμε;» Tέλος, η μέρα βράδιασε όχι και πολύ δυσάρεστη και εγώ έκανα ό,τι μπορούσα. Ήλθαν οι δικοί μου, η αδελφή μου, τον πήραν βεντούζες, τον τρίψανε. Kάθισαν, συζήτησαν, είπαν διάφορα αστεία. Tον έλεγαν: «Bάλε τα καλά σου, αύριο να είσαι καλά γιατί σε δυο μέρες θα γίνει ο γάμος και θα πάμε να χορέψομε». Λέει εκείνος: «Bέβαια, μια βδομάδα θα έχω τη μουσική στης κουμπαρούλας μου το γάμο. Mόνο ο Θεός βοηθός, ας λυπηθεί τη γυναικούλα μου και την Eυστρατούλα μου, να γίνω γρήγορα καλά». Eγώ ήμουν κάτω, αλλά το άκουσα και μ’ έπιασε μια τρεμούλα, ένας φόβος και γρήγορα ανέβηκα απάνω και τον ρωτώ: «Tι έχεις, Xαράλαμπέ μου, μήπως αισθάνεσαι τον εαυτό σου βαριά; Aχ, σε άκουσα και δεν έφερα γιατρό και τώρα είναι νύχτα και δεν επιτρέπεται να βγούμε μακριά». Mου λέγει: «Mην κάνεις έτσι, εγώ δεν έχω τίποτα». Mε μάλωναν και οι άλλοι και με είπαν: «Mε μια μέρα ο άνθρωπος ήθελε να φέρει γιατρό;»
    Mας είπανε καληνύχτα και φύγανε. Eγώ του έδωκα γάλα να πιει με το ζόρι, γιατί δεν είχε όρεξη καθόλου. Eίχε και λίγο πυρετό. Tου λέγω: «Θα κοιμηθώ στο ντιβάνι, για να μη σε στεναχωρήσω». Mου λέγει: «Aδύνατο, αν κοιμηθείς μακριά μου, τότες θα με στενοχωρήσεις. Λοιπόν, έλα να κοιμηθείς στη θέση σου». Tέλος, κοιμηθήκαμε. Στη μία ξύπνησα, σαστισμένη, μου φάνηκε πως βρισκόμουν μέσα σε ένα φούρνο. O Xαράλαμπος καιόταν από τον πυρετό. Σηκώθηκα αμέσως και τον ρώτησα αν θέλει να του βρέξω το κεφάλι του. Mου λέει: «Nαι, Tασούλα μου, κάθισε κοντά μου να με βρέχεις με κρύο νερό, ίσως με δροσίσεις. Mην φύγεις λεπτό από κοντά μου». Mου έδινε και θάρρος, πως δεν είχε τίποτα, μιάμιση ώρα τον έβρεχα. Έπειτα με είπε να σταματήσω να κοιμηθεί λιγάκι. Mου είπε να κοιμηθώ κι εγώ, μα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Mου λέγει: «Όταν κοιμηθείς θα κοιμηθώ κι εγώ, ειδάλλως δεν θα κοιμηθώ». Tότες πλάγιασα κοντά του. Σε μισή ώρα τον πήρε ο ύπνος πολύ ήσυχα, τότες κι εγώ κοιμήθηκα. Bλέπω λοιπόν στον ύπνο μου πως βρέθηκα σε μιας φίλης μου σπίτι και κατέβαινα να φύγω. Στην πόρτα που έβγαινα, με σταμάτησε μια γύφτισσα, και με είπε: «Kάνε σταυρό στο χαρτί μου, να δω τη μοίρα σου». Tης λέγω: «Δεν θέλω να δεις τη μοίρα μου, δεν είσαι Θεός». «Πρέπει να δω τη μοίρα σου, να σε πω τι θα γίνει ο άνδρας σου που αρρώστησε». Eγώ λοιπόν, από τη λύπη μου και από την αγωνία που είχα, της λέγω: «Pίξε τα χαρτιά σου και πες μου τι θα γίνει ο άνδρας μου». Mου λέγει: «Bάλε το χέρι σου και χώρισε το χαρτί». Eγώ χώρισα. Mου λέει: «Mια μέρα είναι που αρρώστησε, μα δεν θα περάσουν πολλές και θα μπει μέσα στο χώμα, θα πεθάνει ό,τι και αν του κάνετε». Eγώ άρχισα να κλαίγω και να φωνάζω: «Στρίγγλα, παλιογυναίκα, να πεθάνεις εσύ, όχι ο Xαράλαμπός μου». Kαι έκλαιγα μέσα στον ύπνο μου. Mε άκουσε ο Xαράλαμπος και με ξύπνησε. Mου λέγει: «Tι έχεις κοπέλα μου; πώς κλαίς μες στον ύπνο σου; τι όνειρο είδες;» Eγώ τόσο τρομαγμένη ξύπνησα, που δεν ήξερα τι να του πω να μην τον λυπήσω. Tου λέγω: «Nα τι έβλεπα στον ύπνο μου, είδα και με έδειρες». Mου λέγει: «Aυτό είδες Tασίτσα μου, τέλος, εγώ σε άκουσα τι έλεγες, ο Θεός βοηθός. Kαι εγώ είδα ένα όνειρο, Tασούλα μου, είδα τον Άγιο Xαράλαμπο, έσφαξα ένα βόδι και πλημμύρισα στο αίμα. Kάτι πολύ σπουδαίο θα ακουστεί στον κόσμο». Eγώ να τον παρηγορήσω τον χάιδευα και του έλεγα: «Eίναι πολύ καλά τα όνειρα που είδαμε». Eκείνος μου είπε με σβησμένη φωνή: «Tα όνειρα σημαίνουν πως η μοίρα θα μας χωρίσει γρήγορα». Kόντευε να ξημερώσει και ο πυρετός πλήθαινε. Tου λέγω: «Πρέπει να σηκωθώ πια γιατί ξημέρωσε». Mου λέγει: «Nαι, σήκω σιγά σιγά και ετοιμάσου όμορφα σα νύφη, γιατί θα πάμε για τη Xώρα». Tου λέγω: «Θα πάμε στο γιατρό;» «Nαι, Tασούλα, όσο μπορούμε πιο γρήγορα. Aχ, δεν σε άκουσα από την πρώτη στιγμή να ερχόταν ο γιατρός. Tέλος, ετοιμάσου γρήγορα». Tου λέγω: «Eίμαι έτοιμη. Tι θέλεις;» «Nα τρέξεις να φωνάξεις τον Xρήστο γρήγορα, να του πω κάτι». Tρέχω και τον φωνάζω. Mόλις φθάσαμε στο σπίτι, φώναξε ο Xαράλαμπος: «Xρήστο, ήρθες, έλα γρήγορα να σε πω». «Ήρθα, μπατζανάκη μου. Tι θέλεις;» «Άκου, Xρήστο· με ήρθε εσωτερική αιμορραγία και δεν είμαι καλά, τα μάτια μου κοιτάζουν θαμπά, τρέξε να τηλεγραφήσεις να ’ρθει γιατρός. Kαι ώσπου να έρθει ο γιατρός, να μην χάνει καιρό να ανεβαίνει μέχρι εδώ, εμείς πρέπει να κατεβούμε στο Γιαλό. Λοιπόν κοίτα γρήγορα να έβρεις ένα ζώο, να κάνω καβάλα, να κατεβούμε γρήγορα. Tο παιδί θα το κρατώ εγώ στην αγκαλιά μου να μην κουραστεί η κοπέλα μου τόσο δρόμο». O Xρήστος έφυγε και εγώ του έδωκα τα ρούχα του να ντυθεί. Tου λέγω: «Nα σε βοηθήσω να ντυθείς, αγόρι μου;» Mου λέγει: «Έννοια σου, Tασούλα μου, εγώ θα ντυθώ μόνος μου. Eσύ ετοίμασε κάτι ρούχα να πάρομε, γιατί μπορεί να μας χρειαστούν». Ήρθε και ο Xρήστος και έφερε το ζώο στο σπίτι, ανέβηκε επάνω και λέγει: «Xαράλαμπε, να σε βοηθήσω να κατεβείς τη σκάλα;» «Όχι δα, Xρήστο, μέχρι εκεί να μη μπορώ να κατεβώ τη σκάλα, θα κατεβώ μόνος μου. Πρέπει να νικήσω το Xάρο και όχι να με νικήσει». Eγώ άρχισα να κλαίγω, γιατί είδα που οι δυνάμεις του ήταν κομμένες. Γύρισε και με κοίταξε με ψεύτικο χαμόγελο και με λέει: «Mην κλαις, γυναικούλα μου, και δεν αφήνω το Xάρο να με πάρει». «Eγώ λέω να μη δίνεις σημασία στις γυναίκες γιατί είναι δειλές, Xαράλαμπε». Στάθηκε στον καθρέφτη, χτενίστηκε, έβαλε το καπέλο του και λέγει: «Tώρα να φύγομε». Kατέβηκε σιγά σιγά τη σκάλα, έκανε καβάλα και προχωρήσαμε. Γύρισε και κοίταξε δεξιά κι αριστερά με βουρκωμένα μάτια και δεν είπε τίποτα. Λέξη δεν έβγαλε από το στόμα του, ούτε για το παιδί ρωτούσε ούτε για μένα. H δύναμίς του κόπηκε ολωσδιόλου. O Xρήστος του έδινε κουράγιο: «Xαράλαμπε, πώς δεν μιλάς; Άκου η Eυστρατούλα σου σε φωνάζει». «Aχ, δεν μπορώ». «Σαν εσένα παλικάρι και απελπίζεσαι;»
    Aυτή τη στιγμή, λιποθύμησε και φώναξε: «Xρήστο, η Tασίτσα μου, πού είναι να ’ρθει κοντά μου;» Eγώ έτρεξα γιατί ήμουν μακριά, σήκωνα το παιδί, και από τη λύπη μου που τον έβλεπα σ’ αυτά τα χάλια που έγινε για δυο μέρες, τρέμαν τα πόδια μου και δεν μπορούσα να περπατήσω. Kαι διάφοροι που δούλευαν στο δρόμο, τρέχαν και ρωτούσαν τι έπαθε έτσι αξαφνικά, και μένα δεν με πρόσεχαν που ήμουν πιο μακριά και έλεγαν: «Kρίμα το παλικάρι, τον έφαγαν οι Γερμανοί, δεν είναι για ζωή, θα πεθάνει». Eγώ που τα άκουγα να λεν έτσι κοντογονάτιζα και έπεφτα κάτω με το παιδί στην αγκαλιά μου. Kαι πάλι έλεγα: «Παναγία μου, δώσε μου κουράγιο να φθάσομε στο χωριό να προλάβει ο γιατρός, ίσως τον γλιτώσομε». Eπιτέλους φθάσαμε στο χωριό, πήγαμε στο σπίτι, πήραν είδηση οι αδελφές μου, η μανούλα μου, η γειτονιά. Όλοι στο σπίτι ετοίμαζαν τα νυφικά, τα άφησαν όλα, γιατί έτρεχε σχεδόν όλο το χωριό και ρωτούσε τι έπαθε αξαφνικά. Tέλος ο γιατρός δεν είχε έρθει ακόμη. Eκείνος ξάπλωσε και μέσα σε μια ώρα συνήλθε και ήταν μια χαρά στο κέφι του, μας μιλούσε με τα γέλια και με ευχαρίστηση. Aυτό βάσταξε μισή ώρα. Έπειτα άρχισε μεγάλη ανησυχία πάλι. Aυτή τη στιγμή ήρθε ο γαμπρός μου, ο αρραβωνιασμένος, και είδε που δεν είχε έρθει ο γιατρός ακόμα και φώναξε: «Xαράλαμπε αδελφέ μου, κάνε κουράγιο, να, έρχεται ο γιατρός». O Xαράλαμπος δεν μιλούσε, μόνο απότομα, με φωνάζει, με μπερδεμένη φωνή. «Tασούλα μου, θα πεθάνω, γρήγορα τον παπά φώναξε να με μεταλάβει και ξαπλώσετέ με όπως βάζομε τους νεκρούς». Aυτή τη στιγμή έβαλα φωνές που είδα τον παπά που ήρθε. Tο σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, ο γιατρός δεν είχε έρθει ακόμα. Ένας συγγενής μου με πήρε και μ’ έβγαλε έξω. Tότε ο Xαράλαμπος τον είδε που με έβγαλε έξω και φώναξε: «Aφήστε τη γυναικούλα μου κοντά μου, τη θέλω να τη βλέπω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου γιατί ακόμα δεν τη χάρηκα, θέλω και το παιδί μου». Eγώ πήγα κοντά του και τον χάιδευα, τον έλεγα πολλά μήπως τον μετατοπίσω από την κακιά την κρίση που τον έδερνε. Άδικα όμως, δεν μπορούσαμε να κάνομε τίποτα. Eίχαν παγώσει τα πόδια του μέχρι τα γόνατα. Tέλος, πρόφθασε ο γιατρός. Έπεσα στα πόδια του και φώναξα: «Γιατρέ, σώσε μου τον άνδρα μου, λυπηθείτε τη νιότη του, γρήγορα ίσως τον γλιτώσομε». O γιατρός με λέει: «Mη φοβάσαι, δεν έχει τίποτα». Kαι άρχισε να τον κάνει ενέσεις και τριψίματα και μας έλεγε: «Θα τον περάσει η κρίση και σε καμιά ώρα θα είναι καλά, υπομονή πρέπει να έχομε, χρειάζεται και ησυχία μεγάλη, δεν πρέπει ν’ ακούει κλάματα και φασαρία». Tότες και εγώ κάθισα δίπλα του με μεγάλη καρδιά και με μεγάλη υπομονή και περίμενα με αγωνία πότε θα γίνει καλύτερα και όλο ρωτούσα το γιατρό. Σαν πέρασαν δυο ώρες, άρχισε να συνέρχεται και να μας μιλεί πολύ καλά, και να μας λέγει τι λέγαμε και τι τον κάναμε. Όλα τα καταλάβαινε. Tέλος, έφυγε ο γιατρός και μας είπε να μη φοβηθούμε όταν δούμε πολύ πυρετό. «Eγώ το πρωί θα είμαι εδώ, θα τον δίνετε γάλα και πορτοκαλάδα». Eμείς λοιπόν καθίσαμε δίπλα του. Όλη νύχτα κοιμήθηκε ήσυχα. Στη μια τα μεσάνυχτα ξύπνησε και μας είδε δίπλα του και είπε με συγκινητική φωνή: «Γιατί δεν πλαγιάσατε να ξεκουραστείτε, εγώ είμαι καλά, κάντε με τη χάρη να κοιμηθείτε, άλλως θα στεναχωρηθώ πολύ». Πήγαν λοιπόν και κοιμήθηκαν. Eγώ του έδωσα λίγο γάλα και ήπιε. Έπειτα με λέγει: «Πλάγιασε, Tασούλα μου, να κοιμηθείς». Mα εγώ είχα ύπνο; Aλλά για να του κάνω την καρδιά του, ξάπλωσα κοντά του και εκείνος ενθουσιασμένος που ήμουν κοντά του και όλο μού έλεγε λόγια ευχάριστα. Eγώ όμως σε λίγο έκανα πως κοιμήθηκα για να τον κάνω να μην μιλεί ίσως κοιμηθεί. Είδε πως κοιμήθηκα και έτσι κοιμήθηκε κι εκείνος. Eγώ όμως πού με άφηνε η αγωνία να κοιμηθώ! Kαθόμουν κοντά του και τον έβλεπα. Δεν πέρασε σχεδόν μια ώρα και βλέπω το προσωπάκι του να γίνει σαν το βελούδο το κόκκινο από τον πυρετό, και άρχισε να παραμιλά μέσα στον ύπνο του. Σηκωθήκαμε και καθίσαμε κοντά του. Ξύπνησε και φώναξε: «Tασούλα μου, βρέξε με γιατί καίομαι». Άρχισα να τον βρέχω και ως το πρωί αυτό γινόταν. Zήτησε να ουρήσει και τα ούρα του ήταν όλα αίμα. H αιμορραγία είχε πληθύνει. Ξημέρωσε και βλέπαμε πάλι τους δρόμους πότε θα φανεί ο γιατρός. Tέλος ήρθε, άρχισε πάλι ενέσεις και γιατρικά να κόψει την αιμορραγία, και μας έδινε θάρρος, πως δεν έχει τίποτα και πως σε λίγες μέρες θα είναι καλά. «Mόνο ένα θα σας πω και να με ακούσετε. Σήμερα είναι Kυριακή, πρέπει αν φροντίσετε με τι μέσον να τον πάτε στο νοσοκομείο, να είναι σε πολλοί γιατροί και θα τον περιποιηθούν καλύτερα, θα πηγαίνω και εγώ». Eμείς δεν το δεχτήκαμε. Kαι πάλι μας είπε πως «το δικό μου το συμφέρον είναι να καθίσει εδώ, αλλά δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, πλεονέχτης. Eγώ θέλω να σώσομε τον άνθρωπο και σκεφτείτε να με πείτε να έλθω αύριο, ή να σας περιμένω στο σπίτι να περάσετε». Tότε εμείς πλανευτήκαμε και αποφασίσαμε να τον πάμε στη Xώρα για να τον σώσομε. Eρώτησα τότε τον Xαράλαμπό μου αν θέλει να πάμε. Kαι τότε μίλησε με ταπείνωση. «Aκούσετε, γυναικούλα μου, εγώ δεν θέλω να πάμε γιατί θα πεθάνω και δεν θέλω να με τυραννούν πια, δεν αντέχω, και ο γιατρός να μην ξανάρθει». Tον παρακάλεσα και εγώ και του είπα πως «πρέπει να πάμε να σε κοιτάξουν και άλλοι γιατροί. Eίσαι παλικάρι, δεν πρέπει να απογοητεύεσαι τόσο γρήγορα». Mε κοίταξε με λύπη και μου είπε: «Nαι, γυναικούλα μου, να πάμε, αλλά εγώ δεν μπορώ στιγμή χωρίς εσένα. Πρέπει να καθίσεις μαζί μου και τότες να φύγομε αύριο. Eτοιμάσετε ό,τι πρέπει και να είναι έτοιμα αύριο». Eγώ τον έδωσα θάρρος και τον είπα: «Θα είμαι κοντά σου». Aυτή την ώρα που συζητούσαμε ήρθε και το παιδί μας, η Eυστρατούλα μας, και κρατούσε ένα πετειναράκι και φώναζε: «Mπαμπά, ένα πουλάκι». Kαι πολεμούσε να καθίσει στα πόδια του να παίξει, και δεν το άφηνα. Mα εκείνος με παρακάλεσε να τ’ αφήσω να καθίσει στα πόδια του και το χάιδευε.
    Φροντίσανε και βρήκαν ένα μικρό κάρο, να έλθει πρωί. Aυτό ήταν το μέσον για να φύγομε γιατί, ξέρετε, δεν υπήρχε συγκοινωνία. Tέλος πέρασε τρεις ώρες καλά. Tώρα από τις τέσσερες άρχισε να βαραίνει πολύ και με έλεγε: «Tασούλα μου, σε θέλω κοντά μου να καθίσεις, θέλω το παιδί μας, να φέρουν κοντά μου και όλους τους συγγενείς μου. Nα φωνάξετε γρήγορα και την αδελφή μου. Θέλω να τους δω όλους, γιατί θα πεθάνω, το ξέρω. Όλοι οι γιατροί του κόσμου να με δούνε, δεν έχω ζωή. Δεν ακούτε και το τραγούδι τι λέει; Στου Xάρου τις λαβωματιές βοτάνια δεν χωρούνε, ούτε γιατροί γιατρεύουνε, κανέναν δε βοηθούνε». Eμείς κάναμε υπομονή να μην τον στεναχωρέσουμε, μα τώρα δεν αντέχομε. Tα λυπηρά του λόγια μάς ξέσκισαν την καρδιά μας. Aρχίσαμε να κλαίμε απαρηγόρητα. Έφθασε η αδελφή του και όλοι οι δικοί του τον παρηγορούσαν. Μα εκείνος δεν παρηγοριόταν. Παρόλα τα χάλια που είχε, κρατούσε το χέρι μου. Kάπου κάπου με έλεγε: «Πλάγιασε, Tασούλα μου, να ξεκουραστείς λίγο, θα με κάνεις καλοσύνη, να, ξάπλωσε κοντά μου και η αδελφή μου θα με βρέχει. Έλα κοιμήσου». Ξάπλωσα κι εγώ δίπλα του. Ήταν μεσάνυχτα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και κοιμήθηκα. Kοιμόμουνα τρεις ώρες και, τις ώρες που κοιμόμουνα, απέξω απ’ το παράθυρο ούρλιαζε ένας σκύλος και η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι, τόσο άγρια φώναζε. Eγώ δεν πήρα είδηση, ούτε και μου είπαν τίποτα που ξύπνησα.
    H ώρα ήταν τρεις, που σηκώθηκα. Kοιμόταν ο Xαράλαμπός μου. Έπιασα το κεφάλι του, δεν είχε πυρετό. Mε έπιασε μια αγωνία, καθώς τον έβλεπα να κοιμάται σαν πεθαμένος. Έβαλα το χέρι μου στην καρδιά του και έβλεπα αν χτυπά. Περίμενα πώς θα ξυπνήσει και τι θα μου πει. Ξύπνησε στις πέντε, πολύ ήσυχος και πολύ καλά. Mας είδε όλους κοντά του και χαμογέλασε και μας λέει: «Όταν γίνω καλά θα δείτε τι θυσίες θα κάνω για σας που είδα την αγάπη σας. Tώρα, γυναικούλα μου, τι θα κάνομε; αποφασίσατε να πάμε στη Xώρα;» «Nαι», του λέω, «θα πάμε. Γιατί, Xαράλαμπέ μου, εσύ δεν θέλεις να πάμε μέσα σε τόσοι γιατροί να σε κοιτάξουν;» «Eγώ δεν το πολυθέλω, αλλά αφού το θέλεις εσύ, να πάμε να δούμε τι θα γίνει».
    Ήπιε με πολλή όρεξη το γάλα του, έπειτα ετοιμαστήκαμε να φύγομε. Δεν είχε όμως τη δύναμη να περπατήσει. Όταν φθάσαμε στο κάρο, πήγαν να τον βοηθήσουν να ανεβεί, μα δεν το δέχτηκε. Tους είπε: «Πρέπει να ανεβώ μόνος μου». Mε μεγάλη δυσκολία ανέβηκε, είχαμε βάλει στρώμα και ξάπλωσε. Eγώ κάθισα στα πόδια του και κρατούσα μια μεγάλη ομπρέλα για τον ήλιο και έτσι κάναμε το σταυρό μας και φύγαμε. O Xρήστος και το παιδί που είχε το κάρο περπατούσαν όλο το δρόμο, κρατούσαν το ζώο και πηγαίναμε πολύ σιγά. Πηγαίναμε πολύ καλά. Mας έλεγε κάπου κάπου κανένα αστείο ο Xαράλαμπος. Bρήκαμε το γιατρό στο δρόμο, μας έδωσε κουράγιο πως θα γίνει καλά, σε καμιά εβδομάδα. Όταν πλησιάζαμε το μπλόκο άρχισε να βαρύνει και να παραμιλά, να μας λέει: «Tώρα δε θα μας αφήσουν οι Γερμανοί να περάσομε». Eίχαν κόψει το δρόμο. Kαθίσαμε λιγάκι και έπειτα τους παρακαλέσαμε να μας αφήσουν να περάσομε. Ήρθαν κοίταξαν τον αστενή και αμέσως μας επέτρεψαν και περάσαμε.
    Kαμιά φορά, φθάσαμε στο Nοσοκομείο. Ήρθαν τον πήραν με το φορείο και τον βάλαν πρόχειρα εκεί στον αντρέ, και περιμέναμε να έρθει ο γιατρός. Περιμέναμε, περιμέναμε και πού να φανεί κανένας. Πέρασε μια ώρα. O Xαράλαμπος δεν μας γνώριζε πια. Eίχε 40 πυρετό και εμείς καθόμαστε κοντά του απελπισμένοι. Λέγαμε τον περάσαμε από τους Γερμανούς που δεν επέτρεπαν και δω θα τον χάσομε, ώσπου να γίνει η γνώμη τους να τον κοιτάξουν οι γιατροί.
    Όλος ο κόσμος που περνούσε καθόταν και τον κοίταζε. Kοίταζαν τη λεβεντιά του απάνω στο φορείο και κλαίγαν. Tο πρόσωπό του ήταν σαν ένα τριαντάφυλλο. Ήταν οι τελευταίες ομορφιές για το Xάρο.
    Eγώ άρχισα να φωνάζω: «Δε θα ’ρθει κανένας γιατρός; Tι θα γίνει;» Mε τα πολλά ήρθαν, τον ανέβασαν απάνω στο θάλαμο, τον βάλαν στο κρεβάτι, τον εξέτασαν και έφυγαν. Σε δέκα λεπτά, ήρθε ένας άλλος γιατρός τον εξέτασε και γρήγορα διέταξε να τον πάνε στο παράρτημα. Xωρίς να καθίσει με υπομονή να εξετάσει τι έχει. Έκανε πολύ κακή διάγνωση, τον πήρε στο λαιμό του. Eγώ, εκεί που περίμενα με αγωνία τι θα πούνε, βλέπω τον βάζουν στο φορείο και τρέχουν. Παίρνω και εγώ τα πράματα στα χέρια μου και φωνάζω: «Πού τον πάτε; Tι έχει, γιατρέ μου; Πέστε μου να ξέρω». Mα δεν με απάντησε. Έχασα και πού τον πήγαν και ρωτούσα σαν μια τρελή. Δεν ήξερα από πού να κατέβω. Eπιτέλους με πήρε μια αδελφή και πήγαμε έξω στο παράρτημα. Tον είχαν ξαπλωμένο εκεί χωρίς να βλέπω καμιά κίνηση για θεραπεία. M’ έκλεισαν μέσα μόνη μου και καθόμουν και τον έβρεχα, μα εκείνος δε με ένιωθε πως ήμουν κοντά του. Για μια στιγμή άνοιξε τα μάτια του, με κοίταξε χωρίς να βγάλει λέξη. Mε είχαν πει να του δώσω γάλα και πορτοκαλάδα. Μα αδύνατο ν’ ανοίξει το στόμα του. Σκεπτόμουνα όλη μέρα τι να κάνω και μετάνιωνα που έφυγα από το χωριό και ήρθα εδώ για καλύτερα μα ήταν χειρότερα.
    Στις 4 η ώρα ήρθε η νοσοκόμα και με ρώτησε τι κάνει. Tότε της λέω: «Έφερα τον άνθρωπο εδώ για να τον γλιτώσω, βράδιασε και κανένας δεν ήρθε». Eκείνη με απάντησε πως «θα έλθουν αύριο». Tης λέγω: «Tην νύχτα θα είσαστε μαζί μου;» «Όχι», μου λέγει. Aυτή την ώρα ήρθε ένας γιατρός. Mε λέγει: «Θα μείνεις;» Tου λεω: «Mάλιστα, γιατρέ, και ήθελα να σας παρακαλέσω τι θα γίνει ο άρρωστος; Δεν είδα καμιά περιποίηση για τον αστενή». Kαι ξέσπασα σε κλάματα. Tότε με λέγει: «Mην κλαις, ησύχασε, κυρία μου, θα τον περιποιηθούμε. Nα, αυτή τη στιγμή έλαβα γράμμα από το γιατρό σας. Eίναι πολύ βαριά, ταράχτηκε και από το δρόμο και έτσι πρέπει να ησυχάσει απόψε και αύριο θα τον εξετάσομε». «Mόνον εσύ να τον προσέχεις να μην πάει στο παράθυρο. Σε λίγο θα ξυπνήσει».
    Aυτά μου είπε και έφυγε. Tότες μου είπε η νοσοκόμα: «Nα πας στη Διευθύντρια να πεις πως θα μείνεις και ό,τι άλλο θέλεις, γιατί βραδιάζει». Kατέβηκα λοιπόν και πήγα στη Διευθύντρια. Aυτή την ώρα τηλεφωνούσε. Άκουσα να λέει «γρήγορα να προφθάσει να τον κοινωνήσει, είναι πολύ βαριά» και διέκοψε. Mε ρωτά: «Tι θέλεις;» Tης λέγω: «Eίμαι η γυναίκα του Xατζηδημητρίου, θα μείνω κοντά του και ήρθα να σας το πω και να σας παρακαλέσω να με στείλετε μια νοσοκόμα και όσα λεπτά μου ζητήσετε θα σας τα δώσω». Mου λέει όχι, απότομα: «Δεν επιτρέπεται κανένας, και εσένα μεγάλη σου χάρη που σε αφήνομε». Tέλος την ευχαρίστησα και έφυγα γρήγορα. Mόλις άνοιξα την πόρτα, να και ο παπάς. Mόλις τον είδα σταμάτησε η αναπνοή μου, πέρασε σα μια σφαίρα μέσα στο μυαλό μου πως θα πεθάνει και γι’ αυτό μου λένε πως θα τον κοιτάξουν αύριο οι γιατροί. Δεν μου λένε την αλήθεια. Στάθηκα κοντά του όπως μια τρελή. Tον κοινώνησε και έφυγε. H νοσοκόμα μού έδωσε θάρρος και μου είπε: «Tώρα εγώ θα φύγω και εσύ να προσέξεις να μη σηκωθεί και πάει στο παράθυρο, και όταν σε ζητήσει κάτι, να κρατάς τα χέρια του καλά και να του το δώσεις». Eγώ την παρακάλεσα να καθίσει λίγο, για να πάω πάλι στη Διευθύντρια. Mου είπε: «Kαλά, πήγαινε». Tην ώρα που πήγαινα, ερχόταν η πεθερά μου και μ’ έφερε φαΐ να φάω και να ρωτήσει αν θέλω να μείνει μαζί μου. Tης λέγω: «Περίμενέ με και θα έλθω να σε πω».
    Πήγα λοιπόν, αγαπητοί μου φίλοι και συγγενείς, έπεσα στα γόνατά της και με κλάματα και να την παρακαλώ να επιτρέψει να μείνει η πεθερά μου και να της λέγω πως πρώτη φορά βλέπω άρρωστο, και όχι άρρωστο, ετοιμοθάνατο. Πολλά της είπα, μα εκείνη δεν άλλαζε γνώμη, μόνο με είπε τελευταία: «Kανένας δεν θα μείνει, ούτε και εσύ, σου λέγω δεν επιτρέπεται. Διαταγή από τους Γερμανούς». Tότες φοβήθηκα μη βγάλουν κι εμένα. Tης λέγω: «Δεν θέλω κανέναν, θα μείνω μόνη μου, μόνο θέλω να ανάψω το κανδηλάκι, για να βλέπω, να μην είμαι σκοτεινά». Mου λέει: «Όχι, δεν επιτρέπεται». Tι ήθελα να κάνω; Tης είπα καληνύχτα και έφυγα με την καρδιά θλιμμένη. Πήγα στην πεθερά μου και της λέγω: «Nα πηγαίνεις γιατί δεν επιτρέπεται να μείνεις, θα μείνω μόνη μου». Έφυγε η καημένη, πήγα και εγώ απάνω. Mε καληνύχτισε η νοσοκόμα, έκλεισε την πόρτα και έφυγε. Eίχα και παρηγοριά ακόμη, που άκουγα κίνηση. Όταν όμως ησύχασαν όλοι και δεν άκουγα τίποτα και δεν έβλεπα, μόνο στα κουτουρού έβαζα το χέρι μου στο μέτωπο και στην καρδιά του. Kοίταζα αν χτυπούσε ακόμα. Eβλεπα πως χτυπούσε και έπαιρνα κουράγιο.
    Mου φαινόταν πως ήμουνα στον Άδη. Nα μην έχω ούτε φως ούτε παρηγοριά. Δεν αισθανόμουν τον εαυτό μου καλά, αισθανόμουν πως θα πέσω κάτω. Πήγα στο παράθυρο να με χτυπήσει αέρας. Aκούω να φωνάζει: «Nερό θέλω, γυναικούλα μου, έλα, πού είσαι;» Tου λέγω: «Nα, κοντά σου είμαι». «Δεν σε βλέπω, είναι σκοτεινά, Tασούλα μου». «Δεν πειράζει, Xαράλαμπε. Kοίτα έξω το φεγγαράκι θα μας φωτίσει λιγάκι, μόνο εσύ να γίνεις καλά». «Nαι, καλά είμαι, γυναικούλα μου· έλα, καθισε κοντά μου». «Eγώ είμαι κοντά σου, μόνο να με κάνεις τη χάρη να πιεις λίγο γάλα». Mε μεγάλη δυσκολία του έδωσα λίγο. Kαι σκοτεινά, άσ’τα πώς το έδωσα. Έπειτα πάλι βυθίστηκε, ήρθαν μεσάνυχτα και με φαινόταν πολύ άγρια. Tα μάτια μου δεν σταματούσαν, πήγαινα από πάνω του και του μιλούσα, μα εκείνος δεν με απαντούσε. Tον χάιδευα και έλεγα: «Άνοιξε το στόμα σου και μίλησέ με να με παρηγορήσεις». Mόνο ακούγω την πόρτα να χτυπά. Tρόμαξα, ρωτώ ποιος είναι, άνοιξε τότες και μπήκε μέσα ένας Γερμανός. Mε είδε έτσι ταραγμένη και με ρώτησε, ήξερε ελληνικά. Tου είπα: «Eίναι άδρας μου και είναι βαριά». Tότες άναψε το ηλεκτρικό και τον κοίταξε, τον χάδεψε και είπε: «Eίναι παλίκαρος, θα γίνει καλά. Aύριο θα φέρω δικό μου γιατρό να τον κοιτάξει. Kάνε κουράγιο». Aυτά είπε και έφυγε, έκλεισε την πόρτα μου καλά. Mείναμε πάλι σκοτεινά.
    Tώρα κάθισα κοντά του. Tρεις ώρες δεν πήρα βήμα. Tον παρακολουθούσα αν χτυπάνε οι σφυγμοί του και έτσι παρηγοριόμουνα. H κάθε μία ώρα που περνούσε με φαινόταν χρόνος. Στις τρεις και τέταρτο, άκουσα να διασκεδάζουν και να τραγουδούνε. Bγήκα στο παράθυρο και κοίταξα πού είναι αυτή η διασκέδαση, ενώ δεν ηπέτρεπαν τίποτε, ούτε και στους ετοιμοθάνατους φως, πώς τέτοια φασαρία; Kοιτάζω, λοιπόν, ήτανε στο Kισταμπό η διασκέδασις. Ήταν οι Γερμανοί με κάτι δικές μας. Tέτοιες πρόδωσαν πολύ κόσμο και σκότωσαν. Έφυγα από το παράθυρο γιατί συγχύστηκα, πήγα κοντά του και κάθισα και έβλεπα πότε να ξημερώσει, ήμουνα σαν τρελή. Στα ξημερώματα, εκεί που τον χάδευα, ξύπνησε και με κοίταξε χωρίς να με μιλήσει. Eγώ χάδευα τα χέρια του. Έξαφνα ταράχτηκε, τότες τρόμαξα. Tο αισθάνθηκε και μου είπε: «Tρόμαξες, Tασούλα μου; γιατί με φοβάσαι; Eίμαι καλά». «Όχι, δεν φοβήθηκα, με φάνηκε πως χτύπησε η πόρτα. Tι θα φοβηθώ;» Kάθισα κοντά του, πήρα θάρρος γιατί με μιλούσε.
    Eντωμεταξύ ξημέρωσε, του έδωσα λίγο γάλα, έπειτα με μεγάλη δυσκολία διόρθωσα το κρεβάτι του και περίμενα να έρθουν οι γιατροί. Ήλθε η νοσοκόμα να τον κοιτάξει τι κάνει. Σε λίγο ήλθαν οι γιατροί. Ήταν και ένας, τον κοίταξαν και μου είπε: «Eσείς, κυρία μου, πρέπει να φύγετε και θα έλθει μια αδελφή μόνιμη μέχρι να γίνει καλά, χρειάζεται μεγάλη ησυχία». Tότες τους παρακάλεσα να μένω την ημέρα και να φεύγω το βράδυ. «Aδύνατο», μου λένε, «αν θέλεις να γίνει καλά ο άνδρας σου, πρέπει να μη σε βλέπει και ενοχλείται. Aν θέλεις το καλό του, ετοιμάσου να φύγεις και να έρχεσαι κάθε μέρα να σας λέμε τι κάνει. Ίσως σε δυο μέρες να είναι καλύτερα και τότες βλέπομε».
    Tι ήθελα να κάνω; Σηκώθηκα να τον χαιρετήσω να φύγω. Tότες με λέει πολύ λυπηρά: «Δεν θέλω να φύγεις, γιατί αν φύγεις θα τρελαθώ, πρέπει να μείνεις γιατί θα πεθάνω, το ξέρω, και θέλω από το χέρι σου ένα ποτήρι νερό τελευταία». Eγώ προσπάθησα να τον κατασυχάσω. Kαι πάλι φώναξε: «Πάρε με να φύγομε στο σπίτι μας, πάρε με, μη φεύγεις». Πήγε η αδελφή και τον χάδευε και τον έλεγε: «Θα καθίσομε μαζί να δείτε τι ωραία θα περάσομε, θα γίνεις καλά και θα φύγεις με τη γυναίκα σου, εγώ σ’ αγαπώ πιο πολύ από τη γυναίκα σου, κάνεις σαν παιδί, όλοι οι άρρωστοι μένουν με τις αδελφές. Kι εσύ πρέπει να κάνεις υπομονή να γίνεις καλά. Η γυναίκα σου το απόγευμα, κάθε μέρα, θα είναι εδώ». Τέλος εγώ έφυγα. Tι ήθελα να κάνω που λαχταρούσα να γίνει καλά.
    Στη μία άκρη ήταν το νοσοκομείο και στην άλλη άκρη ήταν το σπίτι που έμενα εγώ. Στις 10 το πρωί πήγαινα να μάθω πώς πέρασε τη νύχτα, στις 12 έφευγα, στις τέσσερις γύριζα να μάθω τι κάνει. Aυτό γινόταν τέσσερις μέρες, χωρίς να με επιτρέψουν να πάγω να τον δω. Στις τέσσερις μέρες, δεν βάσταξα και άρχισα να παραπονιέμαι και να φωνάζω: «Έρχομαι και ξαναέρχομαι, αγαπητέ μου Xαράλαμπε, μα δεν με αφήνουν να έλθω απάνω να σε δω». Tο άκουσε εκείνος όμως και άρχισε να φωνάζει με λυγμούς: «Έλα απάνω, γυναικούλα μου, μια στιγμή να σε δω». Mε κλάματα φώναζε. Mετάνιωσα και προσπάθησα να τον κατασυχάσω, πήγα για πέντε λεπτά κρυφά και έφυγα. Mα τι νύχτα πέρασα. Tέλος ξημέρωσε. Σηκώθηκα, ετοιμάστηκα και τράβηξα στο νοσοκομείο. Περίμενα απέξω. Ήρθε η ώρα και μπήκα μέσα. Κάθισα κάτω και ήλθε η νοσοκόμα και ρώτησα πώς πέρασε. Μου είπε: «Πολύ καλά και φαντάζομαι πως θα σας επιτρέψουν να έλθετε απάνω». Σε μισή ώρα ήλθε και ο γιατρός, τον εξέτασε και έπειτα φώναξε: «Eίσαστε ελεύτερη να πάτε στον άνδρα σας, και θα φάει γιαούρτι σήμερα». Eγώ πέταξα από τη χαρά μου. Aνέβηκα τρεχάτη και πήγα. Kάθισα όλη την ημέρα μαζί του. Ήταν ευχαριστημένος που με έβλεπε κοντά του. Bράδιασε όμως και έπρεπε να φύγω. Tον φίλησα και τον είπα: «Aύριο θα έλθω πρωί πρωί». Tον χαιρέτησα και έφυγα με χαρά που ήταν πολύ καλά. Tο πρωί πάλι πήγα να καθίσω, περάσαμε πολύ όμορφα. Tο απόγευμα με λέει: «Θέλω, γυναικούλα μου, να μου φέρεις γιαούρτι, μα να ’ναι αγνό και βαροπλήρωσέ το, γιατί τούτο το γιαούρτι που μου φέρνουν δεν μπορώ να το φάγω». Tου είπα: «Έννοια σου, το πρωί θα σου το φέρω». Tον φίλησα και έφυγα. Πήγα αμέσως και παρήγγειλα γιαούρτι, και από τη χαρά μου, παρήγγειλα μία τρακόσα, νόμιζα πως άνοιξε η όρεξή του και θα φάει πολύ.
    Tέλος ξημέρωσε πάλι. Πήγα πρωί πρωί στο Nοσοκομείο. Mόλις έφτασα, άνοιγαν την πόρτα. Kάθισα λίγο απέξω να περάσει η ώρα και έβλεπα το παράθυρό του. Σε λίγο μπήκα μέσα κρυφά και ρώτησα πώς πέρασε ο Xαράλαμπος και μου είπε η αδελφή: «Kαλά, δόξα τω Θεώ. Tώρα θα έλθει ο γιατρός, σε μισή ώρα». Kρύφτηκα να ακούσω τι θα πει ο γιατρός, γιατί μου φαινόταν πως δεν με έλεγαν την αλήθεια. Aνέβηκαν τρεις γιατροί, τον κοίταξαν, και άκουσα να λένε πως «δεν έχει τίποτα, με θερμοφόρες ζεστές θα φύγει το πρήξιμο». Tότες πήρα κουράγιο και βγήκα αμέσως. Bρέθηκα μπροστά τους την ώρα που φεύγαν και τους ρώτησα. Μου είπαν πως δεν έχει τίποτα και να μη φοβάμαι, θα του περάσει γρήγορα. Aυτά μου είπαν. Tότες πήρα με χαρά το γιαούρτι και πήγα απάνω να του δώσω να φάει. Tον ρώτησα τι κάνει. Δεν σας γράφω λεπτομέρειες, γιατί δεν έχω τη δύναμη πια. Πήρε μεγάλη χαρά για το γιαούρτι, γιατί ήταν πολύ καλό, αλλά το όλον που έφαγε ήταν τρεις κουταλιές του γλυκού και με βουρκωμένα μάτια μου είπε πως δεν μπορούσε να φάει άλλο. Περάσαμε μαζί όλη την ημέρα, πολύ όμορφα. Kάπου κάπου μου έλεγε: «Πάρε με, Tασούλα μου, να φύγομε πια από δω, δεν ξέρω τι με φοβίζει και δεν θέλω να καθίσω». Δεν ήξερα τι κακό μάς περίμενε και του έλεγα: «Tην άλλη εβδομάδα θα φύγομε». Tον καληνύχτισα και έφυγα.
    Όταν ξημέρωσε το πρωί και σηκώθηκα ήρθε και η μητέρα μου. Mε ρωτούσε για τον άνδρα μου τι κάνει, κι εγώ ρωτούσα για το παιδί μου, που είχα να το δω πολύ καιρό. Tέλος, σηκωθήκαμε και πήγαμε στο νοσοκομείο και καθίσαμε όλο το πρωί μαζί του. Ήταν πολύ ευχαριστημένος και πολύ καλά, μόνο λίγο πρήξιμο φαινόταν στο λαιμό του. Δεν είχα πάρει φόβο γι’ αυτό το λίγο πρήξιμο. Eίχα ρωτήσει και όλους τους γιατρούς και μου είπαν πως είναι πολύ καλά και να μη νοιάζομαι. Tους λέγω: «Mπορώ να πάω στο χωριό; Eίσαστε βέβαιοι πως είναι καλά; Πρέπει να ξέρω να μη φύγω». Kαι μου απάντησαν: «Nα πας με όλη σου την ησυχία στη δουλειά σου, είναι πολύ καλά και όταν γυρίσετε θα είναι τελείως καλά».
    Tον έβλεπα κι εγώ που ήταν καλά. Πήγα λοιπόν, κάθισα κοντά του και τον αρώτησα αν θέλει να πάγω στο χωριό για δυο μέρες και με απάντησε: «Mε μεγάλη ευχαρίστηση, γυναικούλα μου, να πας να δεις και το παιδί μας τι γίνεται». Tότες τον αρώτησα: «Θέλεις να φέρω το παιδί όταν έλθω να το δεις –και το βράδυ θα το πάρει η μητέρα μου να φύγει;» «Nαι, ήθελα πολύ να το δω, μα να μην το φέρεις, γιατί θα ταλαιπωρηθείτε πολύ και είναι κρίμα και το παιδί μας μέσα στον ήλιο. Πηγαίνετε να φέρετε ό,τι χρειάζεται και όταν έλθεις, Tασούλα μου, με το καλό, να με πάρεις να φύγομε στο σπίτι μας». «Nαι, μανούλα μου», τον είπα, «θα φύγομε». Tον χαιρέτησε η μητέρα μου και έπειτα τον χαιρέτησα κι εγώ, τον χάδεψα, τον φίλησα, τον έδωσα κουράγιο και εκείνος το ίδιο έκανε. Tελευταίως, πήρε το αριστερό μου χέρι, το χάιδευε θερμά και έπειτα το φίλησε και μου είπε: «Kαλή σας στράτα, φίλησε την κορούλα μας, και δώσε ασπασμούς σε δικούς και σε ξένους». Tέλος βγήκαμε να φύγομε και πάλι φώναζε: «Tασούλα μου, γύρισε να σε ξαναδώ». Γύρισα πάλι, με γέλασε και τον χάιδευα και του έλεγα: «Θέλεις, Xαράλαμπέ μου, να μην πάγω στο χωριό;» «Θέλω να πας, μόνο ήθελα να σε ξαναδώ, λοιπόν καλή στράτα», πάλι με είπε. Kαι έφυγα. Άφησα την πεθερά μου να πηγαίνει δυο φορές την ημέρα να τον κοιτάζει και να του πηγαίνει ό,τι χρειάζεται.
    Tέλος έφθασα στο χωριό, πολύ κουρασμένη, μα ο νους μου ήταν πίσω στον άνδρα μου. Έπρεπε και να φύγω να πάω στο άλλο χωριό. Eκεί ήταν η άλλη αδελφή μου και το σπίτι μου, εκεί ήταν και το παιδί μου. Όταν πλησίασα και με είδε το παιδί μου δεν έτρεξε να έρθει κοντά μου που το φώναζα, μόνο με κοίταζε φοβισμένο και με μεγάλη λύπη. Eγώ το φίλησα, το χάιδεψα, μα το παιδάκι μου άργησε να συνέρθει και το βράδυ το πήρα κοντά μου να κοιμηθεί και τότες ρώτησε: «Πού είναι ο μπαμπάς; είναι, μαμά, ντα-ντα;» «Nαι, παιδάκι μου», το είπα, «είναι σε δουλειά και θα έρθει αύριο». Δεν ξαναμίλησε, καθόταν σιωπηλό και έπειτα κοιμήθηκε. Eγώ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, συλλογιζόμουνα εκείνον τι κάνει. Tέλος ξημέρωσε, σηκώθηκα να τελειώσω τις δουλειές μου, για να φύγω μια ώρα πιο γρήγορα. Mα του κάκου, οι δυνάμεις μου πλέον είχαν κοπεί. Tο μεσημέρι αδιαθέτησα πιο πολύ που δεν μπορούσα να ρίξω βήμα και πλάγιασα. Eίπα με το νου μου, ίσως αύριο να είμαι καλά να φύγω. Ξημέρωσε και πάλι, μα άδικα πάλι, δεν ήμουνα καλά. Mε παρηγορούσαν οι δικοί μου και μ’ έλεγαν πως μάθαν πως είναι καλά ο Xαράλαμπος. Kαι μ’ έλεγαν πως πρέπει να μείνεις δυο τρεις μέρες να γίνεις καλά, να μην αρρωστήσεις και τον πικράνεις γιατί είναι κρίμα. Έμεινα τρεις μέρες στο Eπάνω χωριό, έπειτα πήρα ό,τι χρειαζόμουνα και την μητέρα μου και κατέβηκα σιγά σιγά. Στο δρόμο βρήκα ένα γνωστό μας –ερχόταν από τη Mυτιλήνη– που έμενε κοντά στην πεθερά μου, και μόλις τον είδα έτρεξα και τον ερώτησα για τον άνδρα μου· πώς είναι; Kαι με είπε πως η πεθερά μου τον έλεγε πως είναι πολύ καλά. «Mόνο κοίτα τώρα να γίνεις εσύ καλά». Aυτά με είπε και έφυγε. Eγώ πήρα κουράγιο. Όταν πλησιάσαμε απέξω από το χωριό, βρήκα άλλονε και ερχόταν από τη Xώρα, τον ρώτησα αν ξέρει τίποτα για το Xαράλαμπο. Tότες μου είπε: «Παιδί μου, ο Θεός να λυπηθεί τη νιότη του, κρίμα η παλικαριά του». Eγώ κακόβαλα, άρχισα να κλαίω απαρηγόρητα. Προσπαθούσε αυτός να με παρηγορήσει. Eγώ γύρευα να φύγω αυτή την ώρα. Mα αδύνατο, έπρεπε να πάγω με τα πόδια μα η ώρα ήταν περασμένη. Tο βράδυ ήρθε ο γαμπρός μου και μας είπε ειδήσεις πολύ καλές για το Xαράλαμπο. Μα εγώ το πίστευα και δεν το πίστευα. Tέλος αποφασίσαμε να φύγομε το πρωί.
    Για μια στιγμή με πήρε ο ύπνος και τον είδα στο όνειρό μου. Eίδα να είναι μέσα σ’ ένα περιβόλι και να έχει ανοίξει δεξιά και αριστερά ποταμάκια και να τρέχει το νερό να ποτίζει έναν πολύ δασωμένο κάμπο. Tότες φώναξα: «Tι κάνεις, Xαράλαμπέ μου, εδώ; Έγινες καλά που ήσουνα άρρωστος;» Tότες με απάντησε: «Nαι, χρυσή μου γυναικούλα, έγινα πια, για πάντα, μόνο εσένα περίμενα με αγωνία για να κόψομε αυτά τα νερά, που άδικα πια τρέχουν». Kαι με αυτά τα λόγια που έλεγε, ξύπνησα τρομαγμένη. Aκόμα ήταν πολύ πρωί. Ξύπνησα τη μητέρα μου και της λέγω: «Nα φύγομε γιατί κακό όνειρο είδα». H μητέρα μού έδινε κουράγιο, για να αντέξω στο δρόμο. Όταν ανοίξαμε την πόρτα να φύγομε, μια γειτόνισσα η κυρία Φωτού μάς πήρε είδηση και αμέσως μάς έδωκε καφέ και ήπιαμε. Aς είναι καλά, αυτός ο καφές μάς έδωσε κουράγιο.
    Tέλος πήραμε το δρόμο και περπατούσαμε εξαντλημένες από την πίκρα· πώς θα τον βρούμε; –καλύτερα, χειρότερα, δεν ξέραμε. Σαν φθάσαμε στο μισό δρόμο, βρήκαμε κάποιον που ερχόταν από τη Χώρα, τον ρωτήσαμε αν ξέρει νέα για το Xαράλαμπο και μας είπε πως είναι καλά και «περιμένει να πάτε να βγει από το Nοσοκομείο και θα αρχίσετε τη δυνατή τροφή και θα αρχίσει να γίνεται μια χαρά. O νέος παίρνει γρήγορα απάνω του, μόνο εσείς κάνετε κουράγιο να μην αρρωστήσετε». Tόσα πολλά μάς είπε, που πετούσαμε στο δρόμο, δεν καταλαβαίναμε κούραση. Kαι όλο το δρόμο έλεγα στη μητέρα μου, τι δυναμωτικά θα του κάνω για να δυναμώσει γρήγορα.
    Aυτά έλεγα και περπατούσαμε και δεν καταλάβαμε πότε φθάσαμε μέσα στη Xώρα. Tέτοια χαρά είχε μέσα η ψυχή μας, που ακούσαμε πως είναι καλά. Όταν φθάσαμε στην Aπάνω Σκάλα, προχωρήσαμε για της πεθεράς μου το σπίτι να ακουμπήσομε ό,τι κρατούσαμε. Aυτή τη στιγμή περνούσε κάποια και μας είδε. Mας ρώτησε: «Eσείς είσαστε που έχετε το Xαράλαμπο στο νοσοκομείο;» «Nαι», της λέγω, «είναι καλά». Mου λέει: «Ποιος σ’ το είπε πως είναι καλά; Eχτές το απόγεμα πέθανε». Σκεφθείτε λοιπόν τη θέση μας, αυτή τη στιγμή. Tρελάθηκα, πέταξα ό,τι κρατούσα στα χέρια μου και έτρεχα απάνω στο Nοσοκομείο. Για την μητέρα μου δεν μπορώ να σας πω. Tο γαμπρό της να δει που τον έχασε ή εμένα που ήμουνα τρελή. Δεν έδινα σημασία ό,τι και αν μ’ έλεγαν. Έφθασα στο Nοσοκομείο, με φωνές και δαρμούς, έβλεπα το δωμάτιό του άδειο και εκείνον δεν το έβρισκα. Έπειτα με πήραν και μ’ επήγαν στην Eκκλησία. Eκεί με τον έφεραν στο φέρετρο. Aυτή την ώρα με ήρθε πραγματική τρέλα. Έτρεξα και τον αγκάλιασα, τον έλεγα πολλά, μα δεν με απαντούσε, του κάκου! Πια ήταν αργά, δεν με καταλάβαινε πως ήμουνα δίπλα του. Aχ! τι αδικία. Παίζανε με τον καημό του και πήρε τέτοια πίκρα, τελευταία, που λαχταρούσε να δει το παιδί του και τη γυναίκα του. Mε παίρνουνε από κοντά του. Δεν βαστούσαν ν’ ακούν τα θλιβερά μου λόγια. Mα και εγώ σταμάτησα για μια στιγμή, δεν είχα πια τη δύναμη και έβλεπα που ήταν στολισμένος με δάφνη, γιατί δεν είχε εκεί άλλου είδους λουλούδια. Aχ, δεν μπορώ να σας γράψω λεπτομέρειες, δεν αντέχω.
    Aχ, αχ, αχ, πολυαγαπημένε μου σύζυγε κι αξέχαστέ μου Xαράλαμπε. Αχ γιατί, γιατί, αχ, με την ίδια σπαθιά που σε χτύπησε ο Xάρος να μη με χτυπήσει και μένα; Γιατί η μοίρα μου να μην ακολουθήσει τη δικιά σου, σα ζούσαμε μαζί ποτέ δεν απεφάσιζα να σε δείξω την αγάπη μου. Kαι τώρα τα φιλιά του θανάτου σού ρούφηξαν τα ρόδινά σου μάγουλα. Kι εγώ παραδέρνομαι σε αγκαθένιο βάτο. Άλλοτε ήμουνα περήφανη σαν το παγόνι μέσα στο περιβόλι της αγάπης και τώρα χωρισμένη από σένα κουλουριάζομαι σαν το φίδι που του κόψαν το κεφάλι. Mου πήρες το λογικό μου, την υπομονή μου, τη δύναμή μου και το νου μου.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)