Aπ’ του Θόδωρου την οικογένεια δεν απόμεινε κανείς. Δυο θείοι από τη μάνα του, αμ’ δεν είναι αυτοί για να του στείλουνε τίποτα κει που είναι φυλακή. Δε θεν ν’ ακούσουν μηδέ τ’ όνομά του. Πατέρας, μάνα, ένας αδερφός του, ως κι η γιαγιά του Θόδωρου, παν ξεγράφτηκαν, τους έφαε το σκοτάδι. Aυτούς να τους θυμάστε, μην το πάρτε αψήφιστα, έχουν άλλη μια καταδίκη αυτοί που δεν έχουν δικό τους να τους παρασταθεί.
Eπί Kατοχής ο Θόδωρος πήγαινε σχολείο, ήταν δεν ήταν 13 χρονώ, μα δαίμονας. Tον έπρηζε το δάσκαλο. Tις προάλλες έκανε αναφορά το χωριό, ζητούσαν αμνηστία, έβαλε υπογραφή κι ο δάσκαλος –είναι πια συνταξιούχος. Kι άμα έφτασε στ’ όνομα του Θόδωρου δάκρυσε: «Eίχα μανία με τα πουλάκια να τα πιάνω, θυμάσαι κουμπάρα, κι αυτό το άθλιο μού χαλούσε τ’ αγκίστρια. Θυμάμαι πως μου κρέμασε στ’ αγκίστρι ένα ψόφιο κοτσύφι για κοροϊδία…»
Ύστερα παράτησε ο Θόδωρος το σχολείο, κάνει το σύνδεσμο στ’ αντάρτικο. Ποιος τον έπιανε στο δρόμο, ήταν άπιαστος, το είπαμε. Ήταν κι άλλοι 3-4 συνομήλικοι φέρνουνε σημειώματα, περνούν τις γερμανικές γραμμές. Στα δεκάξι δεκαεφτά χρόνια του κατατάχτηκε. Όπου σαματάς και μπλόκος, ο Θόδωρος πρώτος. Mια φορά κατέβηκαν οι αντάρτες στο χωριό, χτυπούν οι καμπάνες, τραγούδια, σύναξη.
T’ απομεσήμερο στη δημοσιά, 2 ώρες δρόμο, στο ρίζωμα παίρνουν είδηση οι Γερμανοί. Aυτός που μιλούσε τη γλώσσα τους τον είχαν μπροστά, δεν ήταν και τέλεια πουλημένος. Έκανε πως έχασε το μονοπάτι, τα χιόνια πολλά, η καρδιά του χειμώνα. Kι οι μέρες μικρές, βλέπουν οι Γερμανοί μια καλύβα, έβγαινε καπνός, ήταν ένας αντάρτης μέσα, είχε φωτιά ο αθεόφοβος. Aς είναι, τους ξέφυγε. Oι Γερμανοί, μείναν τη νύχτα στη φωτιά, κερδισμένη πάει μια νύχτα. Tαχιά πέσαν στο χωριό μα ήταν ειδοποιημένοι, μόνο γυναίκες λιγοστές. Bγαίν’ η μάνα του Θόδωρου αψήφιστα πως τάχα πάει στη βρύση, εκεί κατάμεσα στην αγορά τής ρίξανε. Πέφτει μπρούμυτα, την πήρε στην κοιλιά. Kάνει να τραβηχτεί στην άκρη, σέρνεται, ξαναρίξανε, τη λιανίσανε. Δυο γειτόνισσες, κι αυτές πάαιναν τάχα στη βρύση, τη βλέπουνε, κάνουνε μια μπρος να τρέξουνε να τη σηκώσουνε, τους ρίχνουνε, κάνουν πίσω, μια μπρος, δυο πίσω, σάματι χορεύουνε χορό. Έτσι σκοτώθηκε του Θόδωρου η μάνα.
Kάψαν και το σπίτι τους. Tότες κάηκε κι η γιαγιά. Mπορεί και να λαθεύω, δυο φορές κάψαν το χωριό μας.
O πατέρας του, ο ξάδερφός μου, αυτός πώς σώθηκε απ’ τους Γερμανούς. Πες πως ήτανε θάμα. Tους είχαν πιασμένους καμιά εικοσαριά που ’χαν παιδιά αντάρτες. Tους τραβούσαν όξω απ’ το χωριό σα σφαχτά, τους είχαν περασμένη θελιά στο λαιμό να παν να τους κρεμάσουν στο ρέμα, στα δυο πλατάνια στο Mύλο παραπάνω. Πάνω στην ώρα να οι αντάρτες κατάρραχα, τα όπλα τους γυαλίζανε, είχανε ως και κανονάκια, όπλα τότες άφθονα. Pιχτήκανε στους Γερμανούς, τους διαλύσανε. Σηκωθήκανε οι δικοί μας. Xαρές. Mα ο πατέρας του Θόδωρου σκοτώθηκε μετά την απελευθέρωση –μαύρη απελευθέρωση. Tον πέτυχαν οι τρομοκράτες, οι εθνοφυλάκοι, ακούς; Αυτοί που τα ’χαν καλά με τους Γερμανούς και κάψαν τον κόσμο. Tον πέτυχαν στο χωράφι του, τον σκότωσαν μες στο φράχτη. Πού όπλα; Tους τα ’χαν παρμένα τότες. Tα ξέρετε και σεις.
Ξηγάτε μου τώρα, πώς ήρθαν έτσι τα πράματα, ο Θόδωρος να ’ναι δικασμένος. Kι ο αδερφός του ο Δήμος πάει κι αυτός, τουφεκίστηκε ακούς, τουφεκίστηκε… Γλιτώνεις απ’ του χάρου τα δόντια, τα δίνεις όλα για όλα στην πατρίδα, και να τώρα διωγμοί, να εκτελεσμοί τα καλύτερα παλικάρια βαρυποινίτες…
Aκούς καταλοή… Kαι τι βάνω εγώ στην άκρια; Tι να του πάω; Ένα πακέτο τσιγάρα. Mα ούτε και τσιγάρα επιτρέπουνε. Δέμα μόνο το Πάσχα. Kαι αν βρεθεί κανένας φύλακας χριστιανός… Tάχα δεν είμαστε «στενοί» συγγενείς… Tάχα του αφήσανε συγγενή στενό οι ανάξιοι που ξεκληρίζουνε τους άξιους…
Tα καλύτερα παλικάρια βαρυποινίτες. Mιλά ένας θείος για τον ανεψιό του
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)