Κάποιο απόγιομα ειδοποιούμαστε.
– «Έτοιμοι για φευγιό…»
Τι έτοιμοι;
Τι είχαμε να μαζέψουμε; Ούτε γυλιό είχαμε. Μερικοί είχαν δεν είχαν στο ταγάρι δεύτερη αλλαξιά. Εκτός, βέβαια, από τις αντάρτισσες, που σέρνανε μαζί τους περισσότερα πανικά.
Πριν νυχτώσει για καλά, συνταγμένοι κατά τμήματα, αδειάζουμε το στρατόπεδο. Σταματούμε στον φαρδύ χωματόδρομο. Σε λίγο φάνηκαν από μακριά στρατιωτικά καμιόνια. Οδηγοί Αρβανίτες. Με σειρά και με τάξη στοιβαζόμαστε μέσα. Τα πρώτα αυτοκίνητα γεμίζουν, προχωρούν, για να κάνουν τόπο στα άλλα. Γεμίζουν γρήγορα κι αυτά και η φάλαγγα συνεχώς μεγαλώνει.
Ξεκινάμε αφού κατεβάσανε και τα πίσω καλύμματα των αυτοκινήτων.
Εντολή: «Ούτε φωνές, ούτε… τραγούδια».
Νύχτα.
Δεν ξεχωρίζουμε τίποτα μέσα στις σκεπασμένες καρότσες. Ούτε τις φάτσες μας.
Τα αυτοκίνητα βαρυφορτωμένα προχωρούν αγκομαχώντας με μικρή ταχύτητα. Κατηφορίζουν απότομες κατηφοριές, ανεβαίνουν ανηφοριές, για να μπουν ύστερα στη στρωτή, ισόπεδη δημοσιά που δεν την αφήνουμε παρά μόνο όταν παίρνουμε κάποια παρακαμπτήριο για να αποφύγουμε ίσως κατοικημένους χώρους.
Πόσο κράτησε η αυτοκινητάδα;
Πολλές ώρες. Χωρίς καμιά στάση.
Κάποτε νιώθουμε να εισπνέουμε ένα διαφορετικό αέρα. Πρέπει να προσεγγίζουμε παραθαλάσσιο μέρος, να βρισκόμαστε σε ακτή.
Η νύχτα ακόμα κρατούσε.
Σταματούμε.
Βρισκόμαστε σε προκυμαία.
Οι πιο πολλοί, στεριανοί κι ορεσίβιοι, οσφραινόμαστε πρώτη φορά μυρωδιά της θάλασσας.
Η φάλαγγα των αυτοκινήτων είχε πλευρίσει στο μάκρος της προκυμαίας με την κεφαλή της μπροστά σε θεόρατα καράβια, που αν και βυθισμένα ακόμα στο σκοτάδι, η μουντή σιλουέτα τους έδειχνε σκαριά φορτηγών.
Κατεβαίνουμε από τ’ αυτοκίνητα σιωπηλοί και πειθαρχημένοι.
Γύρω μας λιγοστά θαμπά φώτα. Απόλυτη ερημιά και ησυχία. Και πριν ξεφορτώσουν όλα τα καμιόνια, πριν προλάβουμε να εισπνεύσουμε τον θαλασσινό αγέρα, οι πρώτοι-πρώτοι πατούμε κιόλας στη στενή γέφυρα που ακουμπούσε στην προβλήτα και βρεθήκαμε στο πλοίο…
Τα πλοία φυγής
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)