Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Το ταξίδι στην Αμάσεια
Επέογλου-Μπακαλάκη Ευδοκία

Την ξένη κυρία την λέγανε Σεβαστή. Όπως έμαθα αργότερα απ’ τους γονείς μου, ήταν η πεθερά του πολύ πλούσιου Τσομλεκτζόγλου. Η κ. Σεβαστή είχε έρθει απ’ το Υοζγκάτ στην Άγκυρα για κάποια δουλειά, όπου και αποκλείστηκε για πολλούς μήνες. Τώρα ήταν καλή ευκαιρία να γυρίσει στο Υοζγκάτ, όπου έμενε η κόρη της. Ήταν μια αρχοντογυναίκα που ενέπνεε σεβασμό. Η επιβλητική όμως παρουσία της μ’ ενοχλούσε τρομερά εμένα, έτσι όπως οι γονείς μου ασχολούνταν πολύ μαζί της.
    Ανεξάρτητα όμως με την παρουσία της κ. Σεβαστής, κάποια στεναχώρια που έφτανε τη θλίψη πλανιόταν μέσα στο yayli. Η βαριά σιωπή, κάπου κάπου τα βουρκωμένα μάτια της μητέρας μου κι η πονεμένη αλλά γεμάτη αγάπη ματιά του πατέρα μας που αγκάλιαζε όλους, έκανε κι εμάς τα παιδιά να ζαρώσουμε χωρίς να μιλάμε. Μαζί με την στεναχώρια και κάποιος αόρατος φόβος και κίνδυνος πλανιόταν γύρω μας.
    Την ύπαιθρο την όριζαν οι ληστές και μόλις ξεχώριζαν κανένα ταξιδιωτικό αμάξι, το λήστευαν και πολλές φορές σκότωναν ένα-δυο κι άλλες φορές τους ξεπάστρευαν όλους. Κοντά σ’ αυτούς τους φόβους κουβαλούσαν οι γονείς μας και τους δικούς τους καημούς.
    Άφηναν πίσω τους, ποιος ξέρει για πόσο καιρό –ποιος να το ’λεγε ότι ήταν παντοτινός αυτός ο χωρισμός– όλα όσα φύλαγαν ως πολύτιμη κληρονομιά απ’ τους δικούς τους κι όσα οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει κι αγαπήσει. Χώρια οι συγγενείς, οι φίλοι και πάνω απ’ όλα αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής. Σε κάτι τέτοιες στιγμές το καταλαβαίνει κανείς, πως εκείνο που τον πονάει πιο πολύ δεν είναι τόσο το σπίτι ή τ’ αμπέλι που αφήνει πίσω του, μα πιο πολύ ο τρόπος, οι λεπτομέρειες της ζωής που είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος μ’ αυτά. Το σπίτι όπου γεννήθηκες, η γειτονιά όπου μεγάλωσες, οι άνθρωποι που σιγά σιγά μπήκαν στη ζωή σου. Κάθε συνήθεια και πρόσωπο ένας ανεπανάληπτος κόσμος. Όποιος από ανάγκη διωγμένος άφησε πίσω του τον τόπο που πρωτογνώρισε κι αγάπησε, αυτός μόνο μπορεί να καταλάβει πόσο σπαρακτικά είναι όλα αυτά και πόσο πιο όμορφα και πιο αγαπητά γίνονται όσο περνάει ο καιρός!
    Η χρονική διάρκεια του ταξιδιού, οι γνωστοί κι άγνωστοι κίνδυνοι που μας περίμεναν –οι αμαξάδες για ν’ αποφύγουν την επίταξη προτίμησαν τον χωραφόδρομο– το πρόβλημα αν οι αμαξάδες ήταν άνθρωποι αξιόπιστοι ή θα μας ξεπάστρευαν λίγο παραέξω, και πάνω απ’ όλα το άγνωστο για το οποίο τραβούσαμε, βάραιναν την ατμόσφαιρα με κάθε είδους φόβο. Μπροστά πήγαινε η σούστα με τα υπάρχοντά μας και πίσω εμείς.
    Όταν το 1972, πενήντα τόσα χρόνια αργότερα, έκανα τον δρόμο Άγκυρα-Αμάσεια για να γνωρίσω την πρώτη όπου γεννήθηκα και να προσκυνήσω τη δεύτερη, όπου σε πικρούς καιρούς πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, κατάλαβα τι τόλμημα μεγάλο ήταν για κείνα τα δύσκολα χρόνια, όσο κι αν δεν είμαστε ακόμα φανερά εχθροί με τους Τούρκους, με το στίγμα του γκιαβούρ να περάσεις την απέραντη κι αφιλόξενη Αλμυρή Έρημο. Όλες τις οκτώ-εννέα μέρες που βάσταξε το ταξίδι εκείνο, δε θυμάμαι να συναντήσαμε ψυχή μέσα στην απεραντοσύνη. Σε κάποια σημεία, όταν περνούσαμε σχετικά κοντά από βουνά, ο αμαξάς μάς έδειχνε ομάδες ληστών που κινούνταν στις πλαγιές.
    Μια φορά όμως ζήσαμε και την αγωνία να περιμένεις τι θ’ αποφασίσει ο κακοποιός για τη ζωή σου. Ένα πρωί λίγο πριν απ’ το μεσημέρι βγήκαν μπροστά μας δυο καβαλάρηδες που άστραφταν μέσα στα τρομαχτικά φυσεκλίκια τους. Κουβέντιασαν αρκετή ώρα με τους αμαξάδες, προμηθεύτηκαν καπνό και σιγαρόχαρτα και μ’ ένα «Μερχαμπά» απομακρύνθηκαν. Το μόνο αντιστάθμισμα για την αγωνία που τραβήξαμε, ήταν που κάπως στέριωσε η πίστη μας στους αμαξάδες, γιατί η ζωή μας κρεμόταν απ’ τις πληροφορίες που θα δίναμε στους ληστές. Περίμεναν, λέει, ορισμένους ταξιδιώτες και ρώτησαν αν είχαμε σχέση μ’ αυτούς. Μετά το επεισόδιο αυτό σαν να είχαμε συνηθίσει και στην ιδέα των ληστών. Πώς μαθαίνει ο άνθρωπος σιγά σιγά να οπλίζεται. Ταξιδεύαμε τη μέρα, τη νύχτα άφηναν οι αμαξάδες με μεγάλα σχοινιά τα ζώα να ξεκουραστούν, οι ίδιοι περνούσαν τη νύχτα στη σούστα, κι εμείς, πέντε άτομα κουρνιάζαμε στριμωγμένοι στο yayli, όπως όπως ώσπου να φέξει. Είναι ζήτημα αν κοιμηθήκαμε μια-δυο φορές σε χωριό. Το Υοζγκάτ απλωμένο χαμηλά στην πεδιάδα όσο κι αν έδινε την εντύπωση ενός χωριού, στα μάτια ενός Αγκυρανού που ήταν μαθημένος απ’ το ύψος του Καλέ ν’ αγναντεύει την πεδιάδα, φάνταξε σαν τόπος επαγγελίας. Βρεθήκαμε ανάμεσα σε ανθρώπους κι ακούσαμε τη λαλιά τους. Η ζεστή φιλοξενία που είχε ετοιμάσει η κόρη της κ. Σεβαστής, ημέρεψε λίγο την αγριεμένη απ’ τους φόβους και την αγωνία ψυχή μας, κι έκανε τους μεγάλους κάπως να αισιοδοξούν για το υπόλοιπο ταξίδι.
    Θυμάμαι το πρωινό μου ξύπνημα σ’ αυτό το ξέγνοιαστο περιβάλλον. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου το πρωί κι είδα τα τρία πεντακάθαρα στρώματα στη σειρά, στο δωμάτιο της υποδοχής, και τις πολλές και μεγάλες κορνιζωμένες φωτογραφίες στους τοίχους με τις επιβλητικές μορφές, έκανα πολλή ώρα και κόπο να συνέλθω, να θυμηθώ τι είχε συμβεί προηγουμένως και πού βρισκόμουνα.
    Οι αμαξάδες είχαν προγραμματίσει, ύστερα από μια μέρα ξεκούραση και εφοδιασμό για τα ζώα να ξεκινήσουμε και μέσω του Τζορούμ να φτάσουμε κάποτε στην Αμάσεια. Εδώ όμως μάθανε ότι στο Τζορούμ επιτάσσουν τα κάρα και τα ζώα. Με κάθε τρόπο έπρεπε να παρακάμψουν το Τζορούμ. Έτσι παράτησαν τον πεπατημένο χωραφόδρομο και πήραν δήθεν άλλον χωραφόδρομο που αργότερα χάθηκε κι αυτός.
    Τραβούσαμε πια στα τυφλά μέσα σε μια απέραντη πεδιάδα κατάσπαρτη από πέτρες και κοτρώνες, με μια αγωνία που όλο και μεγάλωνε. Ένα ταξίδι χωρίς πυξίδα!
    Οι αμαξάδες βιάζονταν να πάρουν δρόμο γιατί αυτό το κομμάτι του δρόμου, που ούτε το ήξεραν ούτε και πόσες μέρες θα βαστούσε είχαν ιδέα, το θεωρούσαν το πιο επικίνδυνο και θέλανε μια ώρα γρηγορότερα να φτάσουμε σε κάποιο χωριό, που υπόθεταν να υπήρχε κάπου, αλλά δεν ξέρανε ακριβώς πού. Η αγωνία μεγάλωνε καθώς ο φόβος μάς κατέβαλλε ψυχικά και σωματικά. Δεν αποφύγαμε όμως και πάλι το κακό συναπάντημα. Δυο πάνοπλοι άνδρες έκοψαν το δρόμο μας, πλησίασαν το yayli κι είπαν στον πατέρα μου να κατεβεί. Σκοτείνιασε μονομιάς όλος ο κόσμος! Πάλι τον ρώτησαν ποιος είναι, πού πάει; Ζήτησαν σιγαρόχαρτα και καπνό κι έκαναν σινιάλο με το χέρι να προχωρήσουμε. Τις δυο αυτές μέρες η μέρα δε νύχτωνε κι η νύχτα δεν ξημέρωνε. Φυσικά μόλις νύχτωνε σταματούσαμε όπου κι όπως είμαστε, γιατί αν άναβαν τα φαναράκια για να βλέπουν τα ζώα, θα δίναμε στόχο στους ληστές. Ερευνούσαμε τα γύρω μ’ αετήσια μάτια και σφιγμένα χείλη, λες και φοβόμασταν μη μας ακούσει κανείς και προδοθούμε. Πόσο μεγάλο ένιωθα τον εαυτό μου κάτι τέτοιες ώρες!
    Δυο μέρες ταξιδέψαμε έτσι με την ψυχή στο στόμα, χωρίς να ξέρουμε τι θα μπορούσε να συμβεί από στιγμή σε στιγμή.
    Το απόγευμα της τρίτης μέρας οι αμαξάδες ήταν αποφασισμένοι να πιάσουν ένα όποιο χωριό πριν νυχτώσει, γιατί μυρίζονταν τους χίλιους δυο κινδύνους που διέτρεχαν και δεν ήθελαν να διανυκτερεύσουν ξανά στο ύπαιθρο. Μούσκεψαν τα ζώα απ’ την τρεχάλα, οι αμαξάδες απ’ την αγωνία κι εμείς αφημένοι στο έλεός τους, ούτε που σκεφτόμασταν ότι μπορούσε και ν’ αναποδογυριστούμε. Κάτι τέτοιοι φόβοι ήταν γελοίοι μπροστά στον κίνδυνο να μας περάσουν οι ληστές απ’ το μαχαίρι.
    Με τεντωμένα μάτια ψάχναμε γύρω μήπως φανεί κανένα χωριουδάκι. Όσο περνούσαν οι ώρες τόσο πιο πολύ τέντωναν τα νεύρα και μεγάλωνε ο φόβος ολωνών μας.
    Έδυσε ο ήλιος, άρχισε να σουρουπώνει, κατέβηκε η νύχτα κι ακόμα να φανεί το χωριό που περιμέναμε. Ήταν κάτι το τρομερό, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλον, με κομμένη την ανάσα και τη λαλιά να σε τραβούν και να σε κατρακυλούν, από πέτρες και κοτρώνες, χωρίς να βλέπεις τη μύτη σου, χωρίς να ξέρεις πού σε πάνε. Θαρρείς πως είναι κοντά το τέλος σου, και τίποτε άλλο χειρότερο δεν μπορεί και όμως…
    Κάποια ώρα μας είπε ο αμαξάς πως πρέπει να κατεβούμε γιατί υπάρχουν χαντάκια και φοβόταν πως παρακάτω θα ’ταν χειρότερα τα πράγματα. Τώρα μακαρίζαμε τις ώρες που ήμαστε κλεισμένοι στ’ αμάξι. Μόλις κατεβήκαμε, εμένα με φορτώθηκε ο πατέρας μου και στραβοπατώντας και σκουντουφλώντας μέσα στο σκοτάδι προχωρήσαμε λίγο. Σε λίγο απόκαμε εκείνος και με φορτώθηκε η μητέρα μου. Φυσικά εκείνη άντεξε λιγότερο και με φόρτωσαν στον αδελφό μου, τον Πρόδρομο. Δεκατριών χρονών παιδί, μόλις κατάφερνε να κουβαλά τον εαυτό του με το σκοτάδι και το φόβο μέσα του. Οπότε μ’ άφησαν κάτω και με πρόσταξαν: «Έλα, περπάτα και συ!». Πιάστηκα απ’ την πράσινη κλος φούστα της μητέρας μου και περπάτησα χωρίς να διαμαρτυρηθώ. Αργότερα έμαθα ότι είχα περπατήσει για δυο ώρες! Πόσο ο μικρός μεγαλώνει στις δύσκολες ώρες και πόσο εντείνει τις δυνάμεις του ο μεγάλος! Το σκοτάδι ήταν πίσσα γύρω μας, όσο μόνο φώτιζαν τ’ αστέρια, το φθινοπωρινό νυχτερινό κρύο τσουχτερό κι εμείς μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα της αγωνίας. Κι εκεί που περπατούσαμε χωρίς να ξέρουμε πού βρισκόμαστε, μας ξάφνιασε μια επίθεση από μαντρόσκυλα, που οι φωνές τους μαρτυρούσαν πως και πολλά ήταν και μεγάλα. Παράλυσαν οι δυνάμεις μας, αλλά πήραμε και κάποιο κουράγιο με την ελπίδα πως ίσως κάπου κοντά να βρίσκεται κάποιο χωριό ή κάτι σαν χωριό. Σε λίγο, όχι σε μεγάλη απόσταση, άρχισαν εδώ κι εκεί να φέγγουν φωτάκια απ’ τα σπίτια. Απ’ το ουρλιαχτό των σκυλιών είχε ξυπνήσει το χωριό! «Φτάσαμε» ήταν η πρώτη λέξη που ακούστηκε μ’ αφάνταστη ανακούφιση απ’ όλους. Ο πατέρας τόλμησε ν’ ανταλλάξει μερικές κουβέντες με τους αμαξάδες. Έβλεπες πια ένα «φως», ήξερες πού βρισκόσουνα. Όλοι αναπνεύσαμε νομίζοντας πως είχε τελειώσει η δοκιμασία. Ξαναμπήκαμε στ’ αμάξι απ’ το φόβο των σκύλων και προχωρώντας σιγά σιγά φτάσαμε σε μια γέφυρα, στην είσοδο του χωριού. Για μεγάλη μας έκπληξη βρήκαμε στην αρχή της γέφυρας τρεις-τέσσερις Τούρκους χωρικούς με τα φαναράκια τους, που στο ουρλιαχτό των σκύλων είχαν βγει να δουν τι συμβαίνει.
    Ύστερα από τόση αγωνία, τόση κούραση και μοναξιά μέσα στο άπειρο, ήταν η πρώτη ανθρώπινη λαλιά που μας δέχτηκε μ’ ένα καλόκαρδο «merhaba, hosgeldiniz». Οι φόβοι και οι υποψίες μας έλυωσαν μπροστά στη συμπάθεια και φιλία που έδειξαν άγνωστοι σ’ αγνώστους. Θαρρείς κι ήταν συγγενείς που μας περίμεναν. Πριν όμως καλά καλά να πιστέψουμε πως τελείωσαν τα βάσανά μας και πριν να χορτάσουμε τη χαρά μας, μας είπαν: «Έχετε χάσει το δρόμο κι ήρθατε απ’ την πλευρά που δεν έπρεπε. Καλά που την γλυτώσατε γιατί απ’ εδώ είναι όλο λημέρια ληστών. Ευτυχώς που φτάσατε καλά, αλλά αυτή η γέφυρα δε σηκώνει να περάσουν τα κάρα. Γυρίστε πίσω κι ελάτε απ’ την πλευρά που δεν έχει γέφυρα». Τίποτε πιο δραματικό δεν μπορούσε να γίνει! Είναι πολύ οδυνηρό μόλις γευτείς τη χαρά, να πέσεις πάλι στην απελπισία. Ευτυχώς που κανένας δεν είχε πια άλλο περιθώριο για κουράγιο κι υπομονή. Πρώτοι οι αμαξάδες αρνήθηκαν να γυρίσουν πίσω. Αποφασισμένοι ή να την περάσουν ή να γκρεμιστούν, τη ζύγισαν με τα πόδια τους τη γέφυρα κι έδωσαν το σύνθημα να περάσουμε. Εμείς την περάσαμε πεζοί φυσικά, σα νεκρική πομπή με τους χωρικούς που έφεγγαν τα φαναράκια τους. Τώρα στην άλλη άκρη περιμέναμε την πιο κρίσιμη σκηνή του δράματος! Πρώτα πέρασε τ’ άδειο αμάξι. Τ’ άλογα θαρρείς κι είχαν συναίσθηση του κινδύνου. Με τεντωμένα τ’ αυτιά ζύγιαζαν το κάθε βήμα τους. Δυσκολότερα ήταν τα πράγματα για τη φορτωμένη σούστα. Το θέαμα ήταν τρομακτικό κι επιβλητικό, μα στο τέλος πνίγηκε σε αλαλαγμούς χαράς. Ώσπου να γίνουν αυτά πιάσαμε τα μεσάνυχτα. Στο μεταξύ είχε ξυπνήσει όλο το χωριό και πανηγύριζαν για το μεγάλο γεγονός. Τούρκοι αυτοί, Έλληνες εμείς κανείς δε ρωτούσε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Η χαρά μας αποκορυφώθηκε όταν ένας που αποδείχτηκε ότι ήταν ο προύχοντας του χωριού, μας κάλεσε σπίτι του να μας φιλοξενήσει. «Τι ωραίος που είναι ο άνθρωπος…» Κρατώ τυπωμένες μία μία όλες τις λεπτομέρειες της φιλοξενίας αυτής.
    Ανεβήκαμε μια εξωτερική ξύλινη σκάλα και βρεθήκαμε σ’ έναν οντά στρωμένο με ωραία μεντέρια με μαξιλάρια και στη μέση στρωμένη μια μεγάλη άσπρη βελέντζα. Αμέσως βάλανε φωτιά στους όρθια στημένους κορμούς στο τζάκι, φεγγοβόλησε η φωτιά με λογιών λογιών χρώματα και σχήματα και μαλάκωσαν τα ξυλιασμένα κορμιά μας. Ενώ η χανούμ με το γιασμάκι στο κεφάλι της –κανονικά δεν έπρεπε καθόλου να εμφανιστεί χωρίς φερετζέ στον ξένο άντρα μπροστά, αλλά όταν ήθελαν να δείξουν φιλία και οικειότητα έφτανε και μόνο το γιασμάκι– μπαινόβγαινε και κουβαλούσε του κόσμου τα καλά σ’ ένα σινί που το είχαν στήσει στη μέση. Παραπέρα ο πατέρας μου διηγόταν τις περιπέτειες του ταξιδιού στον Μουσταφά Αγά. Μόλις του είπε ότι πηγαίναμε στην Αμάσεια όπου ο κουνιάδος του, ντοκτόρ Ισταβρή, είναι νομίατρος, σείσθηκε ο τόπος απ’ τις χαρούμενες φωνές του Αγά που φώναζε: «Deme canim, deme kardasim, ne eyi adam o Istavri efendi» μη μου το λες ψυχή μου, μη μου το λες αδελφέ μου, τι καλός άνθρωπος εκείνος ο Ισταβρή εφέντης. Απίστευτο, αλλά αληθινό!
    Η Αμάσεια ήταν κι εξακολουθεί να είναι έδρα σώματος στρατού και στρατεύσιμοι της περιφέρειας, φυσικά, παρουσιάζονταν εκεί. Όταν κάποτε στην αρχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου παρουσιάστηκε ο γιος του Αγά, ο θείος μου τον βρήκε ανίκανο για πόλεμο και τον έβγαλε βοηθητικό. Ο γιατρός είχε κάνει απλώς το καθήκον του, αλλά είναι συγκινητικό το πόσο βάραινε στην ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου η αναγνώριση και η ευγνωμοσύνη. Σε λίγο σαν μια οικογένεια –κι εμείς δε νιώθαμε πια ξένοι– καθίσαμε γύρω απ’ το σινί.
    Η χανούμ έφερε μέσα σε μια πήλινη τσανάκα ωραίο αχνιστό πιλάφι, σ’ ένα μεγάλο κεσέ σερμπέτι –πηχτό ζουμί από ξερά βερύκοκα και δαμάσκηνα, βρασμένα με πετμέζι, που συνοδεύει απαραίτητα το πιλάφι στο τούρκικο τραπέζι– σ’ ένα καλογανωμένο μπακιρένιο μπακράτσι, το απαραίτητο σπιτικό γιαούρτι, αυγά τηγανιτά, σουτζούκια, παστουρμά, καϊμάκι με μέλι και γιουφκάδες για ψωμί. Βασιλικό τραπέζι! Απ’ το Υοζγκάτ είχαμε να βάλουμε ζεστό φαγί στο στόμα μας.
    Ίσως πρέπει να δώσω κάποια εξήγηση για το τι είναι οι γιουφκάδες. Κάνουν μια ζύμη όπως για την πίτα, από μαύρο αλεύρι κι ανοίγουν 50-60 φύλλα με διάμετρο γύρω στα 50 εκ. και πάχος σαν τα κοφτά μακαρόνια. Ψήνουν τα φύλλα ένα ένα πάνω στο σάτσι, τα στοιβάζουν το ένα πάνω στο άλλο και τ’ αποθηκεύουν. Τα τρων για ψωμί. Ύστερα από λίγες μέρες αυτά αρχίζουν και ξεραίνονται. Τότε με πολλή τέχνη ραντίζουν όσα φύλλα τους χρειάζονται. Την ώρα που τρων, τα κόβουν σε κομμάτια ίσαμε μια παλάμη, κάνουν το κάθε κομμάτι ένα χουνί, γεμίζουν φτυαριστά το χουνί με φαγί (το πιρούνι είναι άγνωστο, για το πιλάφι και τη σούπα έχουν ξύλινα κουτάλια) και τρων.
    Η ετοιμασία των γιουφκάδων ήταν μία απ’ εκείνες τις ομαδικές εργασίες όπου η δουλειά γινόταν χαρά και γλέντι. Άλλες ζύμωναν, άλλες άνοιγαν φύλλα κι άλλες έψηναν τα φύλλα σε μαγκάλια, πάντα σε συναγωνισμό στη σβελτάδα και την τέχνη. Τα πρώτα φύλλα ήταν κέρασμα για την παρέα. Ζεστοί γιουφκάδες με βούτυρο ή ξερό καϊμάκι και μέλι ή με τυρί και παστουρμά συνοδευόμενα με τραγούδια και χορατό, ήταν μια καλή ευκαιρία να καλοπεράσει η παρέα. Για να επανέλθουμε στη συνέχεια του ταξιδιού, το πλούσιο κι εγκάρδιο γεύμα το ακολούθησε ένας ωραίος ύπνος που τον είχαμε στερηθεί για μέρες. Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά που ένιωσα όταν άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα τα κούτσουρα να καίνε και τη μητέρα μου δίπλα μου.
    Νωρίς το πρωί αφού μας βγάλανε και στο δημόσιο δρόμο, χωρίσαμε σαν αγαπημένοι συγγενείς και βέβαια τώρα βγήκαμε απ’ το χωριό απ’ το «σωστό» δρόμο, απ’ όπου, όπως μας είπαν, έπρεπε και να μπούμε. Δεν προχωρήσαμε όμως 200-300 μέτρα κι είδαμε να κείτονται τρία πτώματα, στην άκρη του δρόμου. Αν το προηγούμενο βράδυ δεν είχαμε κάνει το λάθος, ποιος λέγει ότι δε θα ’μασταν εμείς τα θύματα!
    Σ’ αυτό το σημείο ως διά μαγείας σταματάει η μνήμη μου. Δε θυμάμαι ούτε πόσες άλλες μέρες κάναμε να φτάσουμε στην Αμάσεια ούτε και κάτι απ’ εκείνα που συνέβησαν. Ξανά ξυπνάει η μνήμη μου με μια καταπληκτική διαύγεια την ώρα που σταμάτησε το yayli μπροστά σ’ έναν ανήφορο, και μέσα σε πολλές άλλες γυναίκες όρμησε στ’ αμάξι μια κοντούλα, λίγο κυρτή, αλλά πολύ ζωηρή γυναίκα, και μου είπαν: «Να η γιαγιά σου».
    Απ’ εκείνη την ημέρα του 1916 ώς τον Αύγουστο του 1922 που φύγαμε με την προσφυγιά, κι αν ήθελα ακόμα, δεν μπόρεσα να ξεχάσω τίποτε απ’ όλα όσα έγιναν στην Αμάσεια.
    Τι απόγιναν οι Αγκυρανοί που τους αφήσαμε πίσω μας; Μετά την πυρκαγιά, ήταν πια ολοφάνερο πως η έχθρα και το μίσος των Τούρκων είχαν στραφεί εναντίον της ρωμιοσύνης. Οι Έλληνες λούφαξαν στα σπίτια τους. Σταμάτησε κάθε κοινωνική εκδήλωση, έπαυσαν ν’ ανεβαίνουν στ’ αμπέλια, φρόντιζαν να ζουν στην αφάνεια, ώς την ανακωχή.
    Μετά την ήττα της Τουρκίας, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Έλληνες αναθάρρησαν πάλι, απόχτησαν και κάποια παρρησία που την πλήρωσαν αργότερα. Νόμισαν πως η Τουρκία είχε «πεθάνει» και μοναχά η ταφόπετρά της έμενε να στηθεί. Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει η λαίλαπα του ελληνοτουρκικού πολέμου με τα γνωστά αποτελέσματα. Οι Έλληνες παγιδεύτηκαν ξανά, χειρότερα αυτή τη φορά γιατί τους εβάρυνε και η διαγωγή τους για την ήττα της Τουρκίας. Ακολούθησαν δημεύσεις, εξορίες, κάπου κάπου εκτελέσεις. Οι άντρες ζούσανε πιο πολύ στους κρυψώνες των σπιτιών τους, ώσπου να τους ανακαλύψουν οι Τούρκοι, παρά με την οικογένειά τους.
    Η Άγκυρα, έτσι που ήταν κοντά στα ελληνοτουρκικά μέτωπα, έζησε από πιο κοντά την πίεση και την αγωνία του πολέμου. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε πως δεν έπαθε όσα έπαθαν οι πόλεις του Πόντου, όπου τους άντρες τους κρέμασαν και τα γυναικόπαιδα τα ξερίζωσαν από τις εστίες τους.
    Ύστερα απ’ αυτά τα δεινά, ξανασμίξαμε, όσοι σωθήκαμε, στην προσφυγιά. Αυτή εν μέρει ισοπέδωσε εν μέρει τόνωσε τις τοπικές διαφορές. Γεγονός είναι ότι ο αγώνας για την επιβίωση στην καινούρια πατρίδα ήταν κοινός. Και όχι μονάχα απλώς επιβιώσαμε, αλλά συντελέσαμε ουσιαστικά στην ανόρθωση του ελληνικού έθνους.

(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)