Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Θεσσαλονίκη, «σύλληψις ληστού»
Κωστόπουλος Τάκης

Σε λίγες μέρες ξεκίνησα για Θεσσαλονίκη άρρωστος από ελονοσία και με υψηλό πυρετό. Πήγα ποδαρόδρομο ώς τα Γρεβενά κι από κει με αυτοκίνητο στη Θεσσαλονίκη. Εδώ η κατάσταση ήταν υποφερτή, το κόμμα νόμιμο, η οργάνωση δούλευε, τα γραφεία λειτουργούσαν. Υπήρχε όμως κίνδυνος να συλληφθώ. Γι’ αυτό πέρασα για λίγο στην παρανομία. Με τη βοήθεια του φίλου μου ΕΛΑΣίτη Σιωμάδη Δημήτρη έπιασα δουλειά σ’ έναν συγγενή του εργολάβο, τον Καλό. Πήγα στο χωριό Παζαρούδα (Απολλωνία) στη λίμνη του Λαγκαδά κι εκεί με ένα συνεργείο από γύφτους έκοβα καλάμια, τα φόρτωνα σε βαγόνια και τα έστελνα στο Λαγκαδά όπου ο Σιωμάδης μ’ ένα συνεργείο γυναικών έφτιαχνε καλαμωτές και τις προωθούσε στη Θεσσαλονίκη.
    Έτσι έμεινα εκεί ώς το Δεκέμβρη άγνωστος, αφού παρουσιάστηκα με το όνομα Πάνος, και έβγαλα λίγα χρήματα. Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη συνέχισα το Πανεπιστήμιο. Τα βράδια δούλευα σε μια ταβέρνα-ουζερί «Αλόη» που την είχε ο ξάδελφός μου Περικλής Κωστόπουλος, δεξιός αλλά μετριοπαθής. Ο αδελφός του Σωκράτης, με τον οποίο είχα βγει το 1943 στον ΕΛΑΣ, σκοτώθηκε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών το 1944 στη Βάλια Κάλντα μαζί με τον άλλο ανιψιό μου και συνομήλικο, Αθανάσιο Κωστόπουλο. Ο αδελφός μου ο Τέλης που ήταν μαζί τους γλίτωσε και ξέφυγε από τον κλοιό με άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ προς Θεσσαλία και ύστερα από δέκα περίπου μέρες αναζητώντας τον τον βρήκα στο Γρεβενά.
    Στο τέλος του 1945 ήρθε στη Θεσσαλονίκη η αδελφή μου Βιργινία και λίγο αργότερα τα δίδυμα αδέλφια μου, ο Αριστοτέλης και ο Θανάσης, ανάπηρος με διαμπερές τραύμα στον αστράγαλο από πυροβόλο όπλο το Μάη του 1941, όπως γράφω παραπάνω.
    Το σπίτι που μέναμε, ένα μικρό δωμάτιο στο φούρνο του θείου μου Δαμιανού Σπύρου δεν μας χωρούσε. Έτσι μας περιμάζεψε όλους ο μεγαλόψυχος άνθρωπος –με κεφαλαίο– αριστερών πεποιθήσεων Τσαούσης (Παπαστεργιάδης Στέργιος) στο σπίτι του στη Μενεμένη χωρίς να πληρώνουμε καν ενοίκιο. Ο γιος του Νίκος, Ελασίτης, θα σκοτωθεί αργότερα στη Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης ως ελεύθερος σκοπευτής. Είχε έρθει από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας.
    Τα αδέλφια μου δούλευαν πού και πού στις οικοδομές, τα βγάζαμε πέρα, όμως δεν περίσσευαν για να βοηθήσουμε τους γονείς μας που έμειναν στο χωριό με τη μικρή μας αδελφή Κασσιανή και ήταν υπερήλικες (ο πατέρας μου 69 ετών).
    Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις αρχές Φεβρουαρίου δημοσιεύεται η επικήρυξή μου ως ληστή στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η αμοιβή για την εκτέλεσή μου ήταν 1.500.000 δρχ. και 1.200.000 για τη σύλληψη ή την κατάδοση του κρησφύγετου. Το ίδιο ίσχυε και για άλλους συγχωριανούς μου. Όλα αυτά επί κυβέρνησης Σοφούλη. Ο νόμος Σοφούλη τιμωρεί τους φυσικούς αυτουργούς φόνων, εγκλημάτων και απαλλάσσει τους ηθικούς. Τιμωρεί δηλ. το φαντάρο εκτελεστή και απαλλάσσει αυτόν που διέταξε την εκτέλεση, τον αξιωματικό.
    Το κόμμα με συμβουλεύει να κρύβομαι ώσπου να αποφασίσουν τι θα κάνουν γιατί θα μπορούσαν να με σκοτώσουν και να πάρουν την επικήρυξη. Εγώ όμως δεν πειθαρχώ. Το πρωί στο Πανεπιστήμιο, το βράδυ στην ταβέρνα γκαρσόνι ή στη μάρκα όταν έλειπε ο Περικλής.
    Μια μέρα, στις αρχές Μαρτίου 1946, ενώ βρισκόμουν στο ουζερί στη μάρκα, και γύρω στο μπάγκο ήταν πολλοί χωριανοί μπαίνει ένας χωροφύλακας, Χρήστος στο όνομα, δεν θυμάμαι το επίθετο. Τον ήξερα από παλιά –προπολεμικά είχε υπηρετήσει στο σταθμό χωροφυλακής του χωριού μου κι είχαμε καλές σχέσεις αφού ο πατέρας μου από το 1923 ώς και την αρχή της Κατοχής διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Σκαλοχωρίου. Του λέω «εσένα βρήκαν να στείλουν;» «Το καθήκον» μου λέει. Με οδήγησε στο 3ο Αστυνομικό τμήμα Θεσσαλονίκης, στην οδό Πολωνίας (Πρίγκηπος Νικολάου). Τον παρακάλεσα όμως, πριν φύγουμε, να μου επιτρέψει να αφήσω ορισμένα πράγματα όπως το απολυτήριο του ΕΛΑΣ και φωτογραφίες και με άφησε. Στο τμήμα με περίμενε εξαγριωμένος ένας χωροφύλακας με γκλομπς και ο διοικητής. Διέταξε να μου κάνουν έρευνα και μου βρήκαν μια φωτογραφία του ΕΛΑΣ.
    Δεν με κακοποίησαν. Διέταξε μόνο «κλείστε τον κάτω και αύριο θα δούμε το ποιόν του». Στο κρατητήριο ήταν κι άλλοι πολλοί, οι περισσότεροι Κατερινιώτες σακατεμένοι από το ξύλο, όλοι πρώην Ελασίτες, Εαμίτες, Επονίτες. Ξημέρωσα κακήν κακώς και το πρωί ζήτησα από το φρουρό να μου αγοράσει μια εφημερίδα· «μήπως θέλεις Ριζοσπάστη ή Λαϊκή Φωνή;», μου λέει, «δεν υπάρχουν». Και μου αγόρασε το «Φως», σήμερα Ελληνικός Βορράς. Διαβάζω στην πρώτη σελίδα με μεγάλα γράμματα «Σύλληψις ληστού. Χθες υπό οργάνων του 3ου Αστυνομικού τμήματος συνελήφθη ο επικηρυγμένος ληστής Χρήστος Κων/νου Κωστόπουλος. Ούτος μετά ομάδος ομοϊδεατών του ελυμαίνετο την περιοχήν Βοΐου Γρεβενών. Εσχάτως δε κατήλθεν εις την πόλιν μας όπου εκρύπτετο». Τα σχόλια του αναγνώστη.
    Συνεχίστηκαν οι ανακρίσεις από ασφάλεια σε ασφάλεια, δακτυλικά αποτυπώματα για να καταλήξω στις φυλακές Μεταγωγών, γιατί έπρεπε να μεταχθώ στην Κοζάνη όπου εκκρεμούσε η υπόθεση.
    Η περίοδος ήταν προεκλογική γιατί όπως είναι γνωστό στις 31-3-1946 έγιναν οι εκλογές στις οποίες δεν πήρε μέρος το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΕ (διάβαζε Ζαχαριάδης).
    Θέλω κι εγώ να καταθέσω τις σκέψεις μου μολονότι τα γεγονότα έχουν κριθεί και από το κόμμα (όρα 6η ολομέλεια του 1956) και από άλλους επισήμους και μη. Είναι γνωστό ότι ο Ζαχαριάδης είχε στείλει τον Π. Παρτσαλίδη, μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ, γραμματέα της ΚΕ του ΕΑΜ μετά τη δραπέτευσή του από την εξορία το Μάιο του 1945 να συναντήσει και να ζητήσει τη γνώμη του Στάλιν για το αν πρέπει να πάρουμε μέρος στις εκλογές ή να κάνουμε αποχή. Ο Παρτσαλίδης προσπάθησε με τη βοήθεια του Δημητρώφ, πρώην γραμματέα της 3ης Διεθνούς και την εποχή αυτή γραμματέα του ΚΚ Βουλγαρίας και στενό συνεργάτη του Στάλιν να κλείσει μια συνάντηση, αλλά επειδή τελευταία αυτός είχε πέσει σε δυσμένεια το Κρεμλίνο δεν τον υπολόγισε. Αφού στάθηκε αδύνατο να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή ο Παρτσαλίδης επέστρεψε άπρακτος με τη γνώμη και τη συμβουλή όμως του Δημητρώφ να πάρουμε μέρος στις εκλογές που όπως φάνηκε εκ των υστέρων απηχούσε και τη γνώμη του Κρεμλίνου και του Στάλιν.
    Όταν ο Παρτσαλίδης είπε στον Ζαχαριάδη τη γνώμη του Δημητρώφ αυτός απάντησε: «δεν πειθαρχώ γιατί τώρα δεν υπάρχει Διεθνής –ως γνωστό είχε διαλυθεί το 1943– κι αν θέλεις πήγαινε στην ΚΕ του ΚΚΕ να το πεις και να τους πείσεις». Ποιος όμως τολμούσε –ούτε ακόμη κι ο Παρτσαλίδης, ο Μάο, όπως τον αποκαλούσε ο Ζαχαριάδης– να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα την εποχή της παντοδυναμίας του Ζαχαριάδη. Επειδή επί πολλά χρόνια, ακόμη και σήμερα από υπεύθυνους όπως ο Φλωράκης αμφισβητούνταν η ορθότητα της καταδίκης της αποχής και επειδή και σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ έχει σαν πρότυπο τον Λένιν αλλά ενδόμυχα και τον Στάλιν, θα ήθελα να τους υπενθυμίσω τα εξής: το κίνημα το 1946 βρισκόταν σε υποχώρηση, στην ύπαιθρο κυριαρχούσε το παρακράτος, ο Σούρλας στη Θεσσαλία, ταγματασφαλίτες στην Πελοπόννησο, ΠΑΟτζήδες στη Μακεδονία σκότωναν εν ψυχρώ τους λαϊκούς αγωνιστές και μόνον στις μεγάλες πόλεις υπήρχε κάποια ελευθερία. Χωρίς να συγκρίνω κάποια ακόμη πράγματα και καταστάσεις θα θυμίσω στον αναγνώστη τούτο. Όταν το 1905 στη Ρωσία και ειδικά στην Πετρούπολη επικρατούσε επαναστατική κατάσταση, ο Λένιν έκανε μποϊκοτάζ στη Δούμα με αποχή από τις εκλογές. Όταν όμως ύστερα από τις εκλογές το κίνημα χτυπήθηκε και βρισκόταν σε ύφεση, ο Λένιν το 1907 πήρε μέρος στις εκλογές. Αν έπαιρναν παράδειγμα από τον Λένιν θα είχαμε αποφύγει τις καταστροφικές συνέπειες της αποχής που μας οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Όταν δηλ. την ημέρα των εκλογών με εντολή Ζαχαριάδη το τμήμα του καπετάν Υψηλάντη (Αλέξανδρου Ρόσιου, αργότερα στρατηγού του ΔΣΕ) χτύπησε το εκλογικό τμήμα του Λιτόχωρου με τα γνωστά αποτελέσματα, εμείς στη φυλακή υπερασπιζόμασταν τη γραμμή της Λαϊκής Φωνής, εφημερίδας του ΚΚΕ ότι δηλαδή το Λιτόχωρο ήταν προβοκάτσια.
    Ήταν το δεύτερο τραγικό λάθος του Ζαχαριάδη. Το πρώτο είχε συντελεστεί στο γήπεδο του Ηρακλή στη Θεσσαλονίκη το 1945 μόλις επέστρεψε από το Νταχάου και επισκέφθηκε την πόλη. Στη συγκέντρωση αυτή όταν κάποιος του είπε ότι χωροφύλακες κούρεψαν Επονίτισσες εκείνος απάντησε: «αν ξανακουρέψουν χωροφύλακες Επονίτισσες να τους σπάσετε το χέρι, να τους σπάσετε το κεφάλι και την ευθύνη τη φέρω εγώ, ο Ζαχαριάδης».
    Την εποχή εκείνη ίσως αυτό να ήταν σωστό, να ξεσήκωνε τον κόσμο για να αντισταθεί στις αυθαιρεσίες. Αν το συσχετίσουμε όμως με την αποχή και με άλλα γεγονότα που θα αναφέρω έδειχνε ότι ο Ν. Ζαχαριάδης τραβούσε για το δεύτερο γύρο. Σ’ αυτά τα γεγονότα θα επανέλθω.
    Το Μάρτη του 1946 και την ημέρα των εκλογών εγώ βρίσκομαι στη φυλακή Μεταγωγών της Θεσσαλονίκης. Έγιναν οι εκλογές σε κλίμα τρομοκρατίας και με επίσημο ποσοστό αποχής 9%. Η Δεξιά νομιμοποιήθηκε και εκλογικά.
    Μετά τις εκλογές με μετέφεραν δέσμιο στην Κοζάνη να απολογηθώ. Εκεί με περίμεναν δυο γνωστοί δικηγόροι του ΕΑΜ, ο Μουρίκης και ο Πανταζόπουλος. Η απολογία κράτησε κάπου δυο ώρες κι ο ανακριτής πήρε ένα απλό χαρτί και έγραψε· «Ο επικηρυγμένος ληστής Χρήστος Κων/νου Κωστόπουλος συλληφθής, προσαχθής και απολογηθής ενώπιόν μου εκρίθη απολυτέος». Υπογραφή, σφραγίδα. Ο χωροφύλακας που με συνόδευε πήρε τις χειροπέδες κι εγώ την ελευθερία μου. Ο καλός αυτός άνθρωπος, Ευγενόπουλο τον έλεγαν, με ρώτησε πού θα μείνω και αν έχω λεφτά. Όταν απάντησα αρνητικά μου πρότεινε να μείνω στο τμήμα. Αρνήθηκα για πολλούς λόγους. Με πήρε όμως στο τμήμα, με τάισε σπανακόρυζο και έφυγα ψάχνοντας για μέρος να περάσω τη νύχτα. Τότε θυμήθηκα έναν άλλο δημοκράτη, τον γραμματέα της εισαγγελίας Κοζάνης, τον Τρυπάνη στο σπίτι του οποίου έμεινα ένα μήνα περίπου όταν ήμουν γραμματέας του Φρουραρχείου Κοζάνης στον ΕΛΑΣ. Με δέχτηκε με χαρά και ευγένεια και έτσι πέρασα εκεί τη νύχτα. Το πρωί αδέκαρος με μια καμπαρτίνα στα χέρια περιφερόμουν στην Κοζάνη όταν ξάφνου διαβάζω μια επιγραφή «Εθνική Αλληλεγγύη Ν. Κοζάνης». Τα τζάμια του κτηρίου σπασμένα από τις επιθέσεις των παρακρατικών Παοτζήδων του Μιχάλ Αγά. Όταν μπήκα μέσα προς μεγάλη μου έκπληξη βρίσκω στη θέση του γραμματέα τον παλιό μου φίλο, δάσκαλο από το Δισπηλιό Καστοριάς, τον Χρυσούλη Πάτσιο, παλιό κομμουνιστή, εξόριστο και δηλωσία στη δικτατορία του Μεταξά. Μου είπε να καθίσω. Έφυγε για λίγο και επέστρεψε με κάποια χρήματα όσα μου έφταναν να φύγω για Θεσσαλονίκη και να περάσω μερικές μέρες. Έτσι η Εθνική Αλληλεγγύη βοηθούσε τους κατατρεγμένους αγωνιστές.
    Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Τα πράγματα όμως όλο και έσφιγγαν. Ο νόμος του Σοφούλη, όπως τον λέγαμε, με τον οποίο αφέθηκα ελεύθερος, καταδίκαζε τους φυσικούς αυτουργούς και άφηνε ελεύθερους τους ηθικούς κι εμένα με κατηγορούσαν για ηθικό αυτουργό φόνων και συγκεκριμένα για την εκτέλεση των πέντε του χωριού μου που ανέφερα πιο πάνω.

(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)