Τις κυριότερες συμπλοκές θα διηγηθώ τώρα. Την δεύτερη ημέρα του Πάσχα το 1948 παίρνουμε εντολή να στήσουμε ενέδρα μεταξύ Καρπενησίου και Μεγάλου Χωριού στη θέση Νοστιμόρεμα, διότι στο Μεγάλο Χωριό ήτανε στρατός και θα τον αντικαθιστούσε άλλος από Καρπενήσι. Πήγαμε δύο ομάδες εκεί νύχτα. Επάνω από τη δημοσιά ήτανε ένα αυλάκι γύρω στα τρία μέτρα περάσανε δύο αυτοκίνητα προς το Μεγάλο Χωριό. Δεν τους πειράξαμε, ούτε μας πήρανε είδηση. Έπειτα από αρκετή ώρα ερχότανε οι άλλοι από το Μεγάλο Χωριό με τραγούδια και χαρές. Μόλις μπήκανε στη μέση της ενέδρας τους αρχίσαμε με χειροβομβίδες και πολυβόλα. Έγινε το μεγάλο κακό, αυτοί πηδήξανε κάτω και πιάσανε λίγα μέτρα απέναντι. Κάνανε αντίσταση.
Όπως κοίταζα μπροστά μου εγώ βλέπω ένα φαντάρο στην άκρη στη δημοσιά, ακριβώς κάτω από εμένα στα τρία μέτρα. Όμως τον είδα ομορφόπαιδο και δεν τον πυροβόλησα. Αυτός δε με είδε. Σε πέντε λεπτά μας φωνάζουν και φύγαμε. Υποχώρηση, διότι ερχότανε τα τάνκς από το Καρπενήσι.
Σε δέκα μέτρα από κει που σηκώθηκα τραυματίζομαι στο κεφάλι. Διαμπερές τραύμα. Ίσως αυτός που ήταν εκεί από κάτω να με πυροβόλησε. Εμένα έτρεχε το αίμα άφθονο. Έσφιξα το κεφάλι μου με ένα κασκόλ που είχα, αλλά μάταια. Το αίμα έτρεχε. Γέμισαν όλα τα ρούχα μου. Σε πενήντα μέτρα βρίσκω τον διμοιρίτη μου. Τραυματίας κι αυτός στο χέρι του. Έμεινε παράλυτο. Λέει στους άλλους αντάρτες: «Πάει ο Καρτέρης, είναι βαρειά τραυματισμένος». Εμένα με παίρνει ένας άλλος αντάρτης για να περάσουμε από το μέρος που θα το έπιανε ο στρατός. Τους άλλους τους κλείσανε δεν προλάβανε να περάσουν κρυφτήκανε μέσα στα πουρνάρια κι όταν νύχτωσε, περάσαν έξω διαλυμένοι. Την άλλη μέρα συγκεντρωθήκαμε στο χωριό Μηλιά. Μαζί με μένα φτάσανε πέντε άτομα κι εκεί που μείναμε τη νύχτα. Εγώ τους ζητούσα νερό διότι το τραύμα θέλει νερό, αλλά δε μου δίνανε μην πεθάνω από την αιμορραγία.
Το πρωί αφού συμπτυχθήκαμε στη Μηλιά, μας έλειπε ο καπετάν Τζαβέλας, ο διμοιρίτης. Ψάξανε και τον βρήκανε μέσα σε μία αχυρώνα. Είχε αυτοκτονήσει. Ο λόγος; Ίσως έμεινε μόνος του τη νύχτα κι υπολόγισε ότι το υπόλοιπο τμήμα μας έπιασε ο στρατός και θα του ζητούσαν ευθύνες.
Εν τω μεταξύ ήλθε ο νοσοκόμος που είχαμε και μου περιποιήθηκε το τραύμα, μου πέρασε μία γάζα μέσα διότι ήταν διαμπερές, και τότε ήταν ο πόνος ο πολύς και σε όλες τις αλλαγές που μου κάνανε μέχρι να θρέψει.
Μετά πήγαμε στο χωριό Φειδάκια και μείναμε και τη νύχτα εκεί. Την νύχτα είχε έλθει στρατός στα γύρω υψώματα, χωρίς να τους πάρομε είδηση. Το πρωί που βγήκανε δύο δικοί μας παρατηρητήριο, τον Ηλία από το Νεοχώρι, τον σκοτώσανε. Ο άλλος έφυγε κι ήλθε τρέχοντας σε εμάς.
Απέναντι από το χωριό είναι βουνό με έλατα κι εκείνη την ώρα μας κάλυπταν οι ακτίνες του ήλιου και δε μας βλέπανε, είπαμε, αν έχουν πιάσει και την κορυφή του βουνού ο στρατός, είμαστε χαμένοι. Εγώ είχα και τα χάλια μου. Πονούσα πολύ αλλά μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετωπίζαμε τώρα, ξεχνιέται ο πόνος. Ευτυχώς που το βουνό ήταν ελεύθερο και περάσαμε στο πίσω μέρος κι ησυχάσαμε μέσα στο δάσος.
Μικροσυμπλοκές κάναμε αλλά εγώ θα αναφέρω τις κυριότερες. Άλλη περίπτωση: πήγαμε να στήσομε ενέδρα σε ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Κρίκελο, διότι εκεί έβγαινε μία διμοιρία στρατός τακτικά. Εμείς ήμαστε τρεις ομάδες. Αυτοί φαίνεται ότι μας είδανε και κινήθηκε πολύς στρατός. Μας κάνουν επίθεση και σκοτώνονται δύο παλικάρια. Ο ένας, ο καπετάν Ζαχαρίας, αυτός που τραυματιστήκαμε μαζί, πολεμούσε με ένα χέρι, ενώ το άλλο ήταν παράλυτο. Κι ο άλλος ομαδάρχης, Πλάτανος ήταν το ψευδώνυμό του, από τον Κλειτσό.
Για μια στιγμή πλησίαζε ο στρατός κι υποχωρήσαμε άτακτα. Μόνο μας είχανε ορίσει το σημείο συμπτύξεως. Εμείς πήραμε δρόμο αραιωμένοι μέσα σε κάτι χωράφια που είχαν φτέρες. Όμως ο στρατός βγήκε στο βουνό κι εμείς κρυφτήκαμε, όπου μπορούσε ο καθένας χωρίς να ξέρει άλλος πού είναι ο διπλανός του.
Εν τω μεταξύ ο στρατός άρχισε να ψάχνει μέσα στα χωράφια. Νομίσαμε ότι θα μας πιάνανε όλους. Κατά σύμπτωση, είχαμε μία συνωνυμία με τον στρατό –όνομα Ντέκος. Αυτοί φωνάζανε το όνομα αυτό κι εμείς νομίζαμε ότι πιάσανε τον δικό μας Ντέκο. Περνούσανε πολύ κοντά μας οι στρατιώτες, αλλά εμείς δε βγάζαμε ούτε αναπνοή. Ώσπου τις απογευματινές ώρες φύγανε κι εμείς μαζευτήκαμε στο σημείο συμπτύξεως σώοι κι αβλαβείς.
Άλλη περίπτωση: η ομάδα μου βρισκόμαστε στο χωριό Φειδάκια. Περνάει ένας λόχος από εκεί, αντάρτες, με προορισμό τα Ψιανά, διά μέσου Μικρού Χωριού και Καρίτσας και στέλνουν για σύνδεσμο εμένα να τους πάω.
Βαδίζαμε όλη νύχτα. Όταν βγήκαμε στο βουνό επάνω από την Καρίτσα, ακούσαμε πίσω προς την οροσειρά Μάρκο Διάσελο επάνω από τη Μηλιά εκρήξεις από νάρκες ή χειροβομβίδες. Ήταν η ομάδα μου. Έπεσε σε νάρκες και σκοτωθήκανε τέσσερα παιδιά. Μείνανε μόνο τρεις.
Εγώ, αφού πήγα το λόχο στα Ψιανά, μου δώσανε άλλη μια κοπέλα από κει, που ήτανε σε νοσοκομείο. Αφού ανεβήκαμε το βουνό Καλιακούδα, καθίσαμε σε ένα μέρος εκεί να ξημερώσει. Το πρωί βλέπομε στα γύρω βουνά γεμάτο στρατό. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες, διότι ο στρατός δεν έφυγε από τα βουνά. Ξεκινήσαμε κι εμείς οι δύο μας νύχτα, να περάσομε ανάμεσα στα χωριά της ποταμιάς, Μικρό Χωριό και Νόστιμο για να βρούμε την άλλη ομάδα. Δεν ξέραμε ότι διαλύθηκε.
Μόλις φθάσαμε στο Νόστιμο, σε κάτι ακραία σπίτια, βλέπομε ένα μικρό φως σαν τσιγάρο. Τα σπίτια ήταν ακατοίκητα. Καθίσαμε μήπως ακούσομε κουβέντα, όμως τίποτα. Λέμε, θα φωνάξομε: «ποιος είναι;» κι ανάλογα θα ενεργήσομε. Αυτός ήταν αντάρτης από άλλη ομάδα που τον γνώριζα εγώ και μου είπε και το όνομά του. Πήγαμε κι εμείς εκεί. Εκεί ήτανε μελίσσια κι αυτός έπαιρνε μέλι. Μας είπε ότι διαλύθηκε η ομάδα του, πήγαμε μαζί στη δική του ομάδα και βρήκαμε κι αυτούς που μείνανε από τη δική μου ομάδα. Μας στείλανε κι από άλλες ομάδες από ένα άτομο κι έγινε πάλι η ομάδα μας. Αλλά τα παλικάρια που σκοτωθήκανε δεν τα αντικαταστήσανε αυτοί.
Σε άλλο επεισόδιο, βρισκόμαστε στο χωριό Δολιανά Ευρυτανίας. Από πάνω μας, στην Καλιακούδα, βγήκε ο στρατός. Ευτυχώς που ήτανε βραδυνές ώρες. Φεύγομε να πάμε στο απέναντι χωριό, Ροσκά χωρίς να ξέρομε ότι εκεί ήταν Μάυδες. Από τη Ναυπακτία ήλθαν για να ρημάξουν. Αλλά κι αυτοί δε μας είδαν ότι πηγαίναμε προς τα εκεί. Διότι στα εκατό μέτρα από τα σπίτια είναι ένα εκκλησάκι. Έπρεπε να έχουν σκοπιά εκεί.
Εμείς φθάσαμε αραιωμένοι. Είμαστε δύο ομάδες πολιτοφυλακής. Μόλις βγήκαν οι πρώτοι δικοί μας στο εκκλησάκι τους αρχίσαν με τα πυρά οι Μάυδες. Τώρα πού να πάμε; Γυρίζομε πάλι προς το ποτάμι, αλλά δεν πήγαμε από τον δρόμο για να χάσουν τα ίχνη μας. Πήγαμε σε ένα δύσβατο μέρος και γυρίζαμε κάτι λιανά δέντρα ευλύγιστα. Από το ένα στο άλλο, κατεβήκαμε στο ποτάμι.
Πλησίαζε να βραδιάσει. Βαδίσαμε περίπου πεντακόσια μέτρα μέσα στο ποτάμι Κρικελιώτη και καθίσαμε. Ξεκουραστήκαμε. Αυτοί δε θα είπανε: «πού θα πάνε; Αύριο θα τους έχομε» αφού γύρω-γύρω ήταν στρατός κι εμείς τόσοι λίγοι.
Αλλά του παίξαμε τέτοιο κόλπο που δεν το φανταζότανε. Καθίσαμε εκεί στο ποτάμι, φάγαμε, αφήσαμε σκουπίδια κάτω και γόπες από τσιγάρα και κάναμε πως ανεβαίνομε την πλαγιά, δίπλα από το χωριό Ροσκά. Αφήσαμε πολλά ίχνη πατημάτων. Μετά βγάλαμε τα παπούτσια και γυρίσαμε στην απέναντι πλαγιά, προς τα Δολιανά. Εκεί μας είπε ο καπετάνιος: «όταν ξημερώσει, εκεί που θα είναι ο καθένας μέσα στα πουρνάρια –δεν θα ξέρει ο ένας πού είναι ο άλλος– θα έχει τη χειροβομβίδα έτοιμη κι αφού πλησιάσουν κάποιοι από τον εχθρό, θα τραβήξει την περόνη, να σκοτωθούν κι αυτοί κι εκείνος που θα έχει τη χειροβομβίδα».
Δεν ανεβήκαμε περισσότερο από 80 μέτρα επάνω από το ποτάμι, γιατί από πάνω μας πέρναγε δρόμος από Δολιανά για Κοντίβα. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, αρχίσανε να ψάχνουν από πάνω στο δρόμο. Περνούσαν προς την Κοντίβα. Μέσα στο ποτάμι ήλθε ένα τμήμα κι αφού φθάσανε εκεί που τους παραπλανήσαμε εμείς ακούμε να λένε: «να προς τα εδώ ανεβήκαν» και πήραν την πλαγιά δίπλα από τη Ροσκά, δηλαδή αντίθετα από εμάς. Εμείς χαρήκαμε λίγο, αλλά ήταν νωρίς ακόμα. Μέχρι το βράδυ δεν ξέραμε τι μπορούσε να γίνει.
Προχώρησαν περίπου εκατό μέτρα και βρήκαν μία σπηλιά που είχαν τα προικιά κι άλλα πράγματα όλο το χωριό Ροσκά. Εκεί, στα χωριά αυτά δεν κατοικούσαν άνθρωποι. Τους πήγαν στις πόλεις. Πήγαν και πήραν τα ζώα που είχαν οι Μάυδες στο χωριό. Μέχρι το βράδυ κουβαλάγανε. Την άλλη μέρα τι κάνανε δεν ξέρω, γιατί εμείς ανάμεσά τους φύγαμε προς τα μέρη της Καρίτσας.
Εμείς, κι αν βρίσκαμε τέτοια καταφύγια δεν τα πειράζαμε, εκτός αν ήτανε για φαγητό. Αυτοί γιατί να τα πάρουν, ενώ τους χωριανούς τους είχανε στις πόλεις, θα ερχότανε να τα βρούνε αφού τα είχανε ασφαλισμένα από βροχή.
Άλλη περίπτωση: συγκεντρωθήκαμε όλα τα τμήματα πολιτοφυλακής Ευρυτανίας και Ναυπακτίας να πάμε στην Παραβόλα έξω από το Αγρίνιο, να πιάσομε έναν κακοποιό. Μας είχε παρενοχλήσει πολλές φορές. Μάλιστα σε μία συμπλοκή έξω από το Μικρό Χωριό, τον είχα δει εγώ στα δέκα μέτρα, αλλά δε μπορέσαμε να τον εξοντώσουμε. Λεγότανε Μακρής Λεωνίδας. Η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί καλά. Μάθαμε ποιο απόσπασμα Χωροφυλακής περνάει από εκεί. Οι αρμόδιοι προμηθευτήκαν στέμματα και γαλόνια χωροφυλακής. Τα ρούχα μας μοιάζαν, διότι μας είχαν εφοδιάσει με καλά ρούχα για να παραπλανούμε τους πολίτες. Από μέρες σε μέρες φθάσαμε το αποβραδίς στην Παραβόλα. Δίπλα στην πλατεία ήταν ένα χαμηλό καφενείο. Οι δύο καπεταναίοι πήγαν στο καφενείο και ζητήσαν το Μακρή κι έναν άλλο κακοποιό, δεν θυμάμαι το όνομά του. Εμείς πήραμε θέσεις γύρω στην πλατεία. Είχε μαντρότοιχο γύρω-γύρω. Μία ομάδα έπιασε τον δρόμο που έρχεται από Αγρίνιο. Κι είχανε βόμβες μολότοφ. Άλλη ομάδα πήγε από το άλλο μέρος της δημοσιάς κι έβαλε νάρκες τελερμάιν για οχήματα. Οι καπεταναίοι με πηλήκια Χωροφυλακής, πιάσανε την πόρτα με τα αυτόματα έτοιμα.
Σε κάποια στιγμή τους βλέπομε τους κακούργους να πηγαίνουν και να χαιρετάνε τους καπεταναίους στρατιωτικά. Αμέσως το Μακρή τον ξάπλωσαν νεκρό. Ο άλλος έφυγε τραυματισμένος ανάμεσα στα σπίτια, αλλά μάθαμε ότι πέθανε κι εκείνος.
Η ομάδα που φύλαγε από το δρόμο που ερχότανε από το Αγρίνιο μας είπε ότι ερχότανε ένα τζιπ με χωροφύλακες μέσα και του ρίξανε βόμβες μολότοφ. Μέσα ασφαλώς θα σκοτωθήκανε όλοι.
Εν τω μεταξύ μας φωνάζανε για να φύγομε, γιατί ερχότανε ένα τανκ από το Αγρίνιο.
Ώσπου να συγκεντρωθούμε όλοι επάνω από το χωριό, άρχισε το τανκ κι έριχνε φωτοβολίδες προς το μέρος το δικό μας καθώς και ριπές με το μυδράλιο, αλλά χωρίς να μας κάνουνε καμία ζημιά.
Τη νύχτα φθάσαμε σε ένα άλλο χωριό. Από εκεί πήραμε τρόφιμα από ένα μαγαζί και του δώσαμε αποδείξεις να πληρωθεί, όταν θα φιάχναμε κράτος. Κάποιοι πήραν κι ένα βόδι, δεν ξέρω υπό ποιες συνθήκες. Πάντως το είδα να το έχουν με δύο μπάλες καπνό μία από το ένα μέρος και μία από το άλλο.
Όταν φθάσαμε το πρωί της μεθεπομένης ημέρας, μας περίμενε στρατός. Μόλις χτυπήσανε την εμπροσθοφυλακή την δική μας, τα παρατήσαμε όλα και περάσαμε από άλλο μέρος προς την Ευρυτανία.
Άλλη περίπτωση πάλι: βρισκόμαστε δύο ομάδες επάνω από το χωριό Καρίτσα στο βουνό. Κατά το μεσημεράκι μας αιφνιδίασε ο στρατός ή και Μάυδες. Φεύγομε, χωρίς να ρίξομε μία τουφεκιά, σε μία ράχη γυμνή περίπου ένα χιλιόμετρο, ώσπου κατέληγε στο ποτάμι Κρικελιώτης, εκεί έπρεπε να περπατήσομε περίπου πεντακόσια μέτρα, κι αυτοί βάζανε συνέχεια με τα πολυβόλα. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας και σκορπάγανε τα χαλίκια μπροστά μας, χωρίς όμως να πάθομε το παραμικρό. Μόλις μπήκαμε μέσα στο δασωμένο κρυφτήκαμε και περιμέναμε να ιδούμε αν θα κατεβαίνανε κοντά μας. Αλλά φοβότανε κι αυτοί να έλθουν στην κατηφόρα, γιατί θα τους χτυπάγαμε κι εμείς αν δε βλέπαμε άλλον στρατό γύρω μας. Έτσι τελείωσε κι αυτή η περιπέτεια με λίγο τροχαδάκι, με λίγη λαχτάρα.
Σε μία άλλη περίπτωση ξεκινήσαμε τρεις ομάδες για να πάμε προς τη Μπερίστα Ναυπακτίας. Όταν φθάσαμε στο χωριό Κόνισκα, έμεινε μία ομάδα εκεί να ελέγχει το μέρος πίσω μας. Είχε και λίγο χιόνι. Όταν πηγαίναμε προς τα κάτω, ένας πρώην φαντάρος που είχε έλθει για αντάρτης έχασε το κινητό ουραίο από το όπλο του. Ο προορισμός μας ήταν να πάμε για τρόφιμα. Στον δρόμο που πλησιάζαμε προς τη Μπερίστα βρήκαμε μία γριά με καμιά τριανταριά πρόβατα. Της τα πήραμε, αυτή έκλαιγε κι έμπαινε μπροστά να τα γλιτώσει. Χαρά στην ψυχραιμία της που δε φοβήθηκε μην την χτυπήσομε ή κι ακόμα το σκότωμα! Άλλοι πήγανε σε εξοχικά σπίτια, πήραν λουκάνικα, τυριά και διάφορα.
Όμως, όταν φθάσαμε πλησίον στην Κόνισκα, εκεί ήταν το φρικτό, αυτούς που αφήσαμε να φυλάνε, αυτοί βρήκανε κρασί κι άλλα τρόφιμα και μεθύσανε και πέσανε για ύπνο. Απέναντι από το χωριό ήτανε ένα εκκλησάκι κι ήλθαν οι Μάυδες. Εν τω μεταξύ μπροστά από εμένα πήγαινε αυτός που έχασε το κινητό ουραίο και μόλις το βρήκε μου λέει: «Καρτέρη, το βρήκα». Το εκκλησάκι ήτανε γύρω στα εκατό μέτρα. Φαίνεται ότι ο σκοπός τους θα κοιμότανε γιατί ήταν και μια ηλιόλουστη ημέρα. Εγώ ήμουν πάντοτε προσεκτικός και μου φάνηκε σαν κάτι να κινήθηκε επάνω στο εκκλησάκι. Γυρίζω και λέω στον διμοιρίτη, όνομα Σκορδάς Χρίστος, και στον ομαδάρχη, ψευδώνυμο Κλάρας, ότι στο ύψωμα είδα κίνηση. Αυτοί μάλλον με βρίσανε. Είδα κίνηση. Ώσπου να γίνουν όλα αυτά ρίχνουν με το μυδράλιο μόνο μία σφαίρα.
Οι δικοί μου ήταν όλοι μέσα σε ένα χωράφι γυμνό εντελώς. Όμως, ώσπου να φτιάξουν οι Μάυδες το μυδράλιο οι δικοί μου φύγανε προς τα κάτω και μπήκαν σε δασωμένο. Ο πιο εκτεθειμένος και πιο κοντά ήμουν εγώ. Ο άλλος που βρήκε το κινητό ουραίο πήρε μια χαράδρα κι έφυγε κι αυτός. Βλέπω ότι οι Μάυδες αρχίσαν να κατεβαίνουν προς το μέρος μου. Είχα πιάσει ένα τοίχωμα από το χωράφι και γύρισα να δω γιατί δε βάζουν τα πολυβόλα τα δικά μας. Και τι να ιδώ! Τα τροβάδια με τα λουκάνικα και με τα άλλα τρόφιμα πεταμένα κι αντάρτες πουθενά. Δε χάνω την ψυχραιμία μου βάζω μία γεμιστήρα γεμάτη στο όπλο μου –γερμανικό μαρσίπ ήταν– και τη ρίχνω προς το μέρος που ερχότανε οι Μάυδες και κάνω άλματα με ελιγμούς μέσα στο χωράφι. Τελευταία κάνω ότι πληγώθηκα κι έπεσα κάτω. Κόψανε λίγο τα πυρά τους και ξανασηκώνομαι και κρύφτηκα στο δάσος. Τότε ξύπνησε η άλλη ομάδα που ήταν στην Κονίσκα και ρίξανε ριπές και τους καθηλώσαν. Δεν ήλθανε κοντά μας.
Τους άλλους τους έφθασα εγώ γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο. Τους έλεγε ο ομαδάρχης να κάνομε επίθεση πάλι. Και τότε άρχισα να ξεσπάω εγώ με οργή ότι δεν ενεργήσανε σωστά. Έπρεπε εκεί να αμυνθούμε θα μας υποστήριζε κι η άλλη ομάδα κι αν βλέπαμε ότι είναι πολλοί φεύγαμε μέσα στο δασωμένο. Και τους λέω ότι μόλις γίνει γενική συνέλευση θα τους κατακρίνω. Όπως κι έγινε αλλά να μου λείπονταν διότι αυτούς τους τιμωρήσανε ως απλούς μαχητές και διμοιρίτη κάνανε άλλον και τη μία ομάδα την ανέλαβα εγώ.
Από εκεί ανταμώσαμε με την τρίτη ομάδα γιατί δεν έγινε μάχη. Οι Μάυδες ήταν λίγοι. Όπως μάθαμε αργότερα, ήταν τριάντα μόνον, και πήραν κι όλα τα τρόφιμα και τα πρόβατα που φέρναμε προς τα επάνω.
Τώρα ερχόμαστε στην προετοιμασία που έγινε για την επιχείρηση στο Καρπενήσι. Η ομάδα μου με λίγους –τέσσερις ή πέντε– επιτελείς από τη Μεραρχία πήγαμε απέναντι από το Καρπενήσι, επάνω από το Κεφαλόβρυσο, μέσα στο δάσος μία εβδομάδα περίπου. Εμείς δεν ξέραμε την αποστολή μας. Οι καπεταναίοι βγαίνανε πιο πέρα και φιάχνανε σχεδιάγραμμα του Καρπενησίου. Τα βλέπανε τα φυλάκια με τα κιάλια, αλλά και με γυμνό μάτι φαινότανε. Αυτά μας τα είπε ο διμοιρίτης ο δικός μας, όταν χτύπαγε το Καρπενήσι η Μεραρχία του Καπετάν Γιώτη κι η Μεραρχία του Διαμαντή ήταν πλαγιοφυλακή στα γύρω βουνά. Εμείς –δύο τμήματα πολιτοφυλακής με κατεύθυνση το βουνό Αραποκέφαλα επάνω από το χωριό Προυσό– δεν το ξέραμε το σχέδιο. Μόνο ο διμοιρίτης ήξερε την αποστολή.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα εκκλησάκι που είναι επάνω από τον Προυσό, προς τα Αραποκέφαλα. Την νύχτα ακούσαμε όλμους και κανόνια προς το Καρπενήσι τότε μας λέει ότι απόψε κτυπάνε το Καρπενήσι. Πρέπει να κάνομε γρήγορα να πιάσομε τα υψώματα στα Αραποκέφαλα. Από κει βέβαια δεν ήταν πολύ μακριά. Πήγαμε και τα πιάσαμε τα υψώματα. Δεν θυμάμαι μετά από πόσες ημέρες, ήλθε κι ο στρατός στα απέναντι υψώματα. Εκεί είχαν και κτισμένα πολυβολεία αυτοί, χωρίς όμως να κάνουν καμία κίνηση διότι ήταν δύσκολο να μπούνε μέσα στις ρεματιές. Θα είχανε πολλές απώλειες.
Αφού μάθαμε ότι κατέλαβαν το Καρπενήσι, μάχες μεγάλες γινότανε στον Τυμφρηστό, γύρω από το χωριό στα υψώματα και στο Μικρό Χωριό. Έπιασε κι ένα μεγάλο χιόνι γύρω στο ενάμισι μέτρο. Ακινητοποιήθηκαν τα πάντα.
Το Καρπενήσι το κρατήσανε γύρω στις είκοσι ημέρες οι αντάρτες. Μετά μαζεύτηκαν πολλά τμήματα στρατού και το ανακατέλαβαν αφού έλιωσε και το χιόνι. Ο στρατός, μερικοί διασκορπιστήκανε προς τα χωριά της ποταμιάς.
Αφού ησύχασαν οι μάχες κατεβήκαμε κι εμείς στο χωριό Προυσό, γιατί ο στρατός αποτραβήχτηκε από τα Αραποκέφαλα. Εκεί που μέναμε στα σπίτια, βλέπομε απέναντι που είναι κάτι λίγα σπιτάκια εννέα στρατιώτες να έρχονται προς το χωριό. Τους φωνάζαμε να έλθουν εκεί και να μη φοβηθούν, δεν τους πειράζουμε. Πράγματι ερχόταν προς τα εκεί. Όσο πλησιάζανε, ένας έμοιαζε με τον αδελφό μου το Βασίλη. Εμένα λαχταρούσε η καρδιά μου, δεν ήθελα να είναι διότι δεν ήξερα τι θα γινότανε και πράγματι δεν ήταν. Τα μάτια μου με γελούσανε.
Ήλθαν εκεί ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι από τις κακουχίες. Μας είπαν ότι θα ακολουθήσουν στο αντάρτικο. Πράγματι μείνανε μαζί μας ώσπου ανταμώσαμε με μονάδες της Μεραρχίας και πήγανε εκεί. Εμείς μετά κάναμε διάφορους ελιγμούς γιατί ο στρατός άρχισε μεγάλες επιχειρήσεις και κάθε νύχτα είχαμε μεγάλες πορείες να χάνουν τα ίχνη μας, πού πηγαίνομε. Πήγαμε μέχρι Βαρδούσια, Γκιώνα και γυρίσαμε πάλι στα χωριά της Ευρυτανίας στο χωριό Ροσκά.
Μετά τις μάχες του Καρπενησίου αντάμωσα με τη χωριανή μου Μερόπη Β. Κιτσάκη. Μου λέει αν έχω τρόφιμα. Εγώ είχα λίγα ακόμη από αυτά που μας φέρανε από το Καρπενήσι. Μου λέει: «έλα να σου δώσω κι αυτά που έχω εγώ σάμπως ξέρω αν θα προλάβω να φάω». Αυτή λες και μάντεψε ότι την άλλη ημέρα θα σκοτωνότανε μαζί με την άλλη χωριανή μου Όλγα Σκαρλάτου, στο βουνό Καράβι, επάνω από το χωριό Στάβλοι.
Εκεί στη Ροσκά μου συνέβη και το εξής περιστατικό: μας είχε έλθει ο διοικητής της Πολιτοφυλακής Ευρυτανίας και Ναυπακτίας, καπετάν Ζαχαρίας. Εγώ αφού ήμουν ομαδάρχης είχα μόνο δύο άνδρες και εννέα κορίτσια, τα πιο πολλά από την Καρδίτσα. Τα επιστρατέψανε όταν μπήκαν στην Καρδίτσα. Μου λέει ο καπετάν Ζαχαρίας: «θα πάρεις την ομάδα σου και θα πας επάνω περίπου μία ώρα από κει κι αν έλθουν οι Μάυδες θα αμυνθείς μέχρι τον έναν». Από εκείνη την στιγμή έπεσε κι η αρχηγία η δική μου. Του λέω ότι δεν πάω με αυτήν την ομάδα. Του λέω να μου δώσει τρεις άνδρες από άλλη ομάδα, διότι δεν έχω εμπιστοσύνη στα κορίτσια. Αυτά είναι άπειρα σε μάχες ή μπορεί να μου κόψουν το κεφάλι να το πάνε στον στρατό και να πουν ότι ήμουνα καπετάνιος μεγάλος για να γλιτώσουν.
Αμέσως βάζει τον άλλον ομαδάρχη και μας στέλνει επάνω στο ύψωμα που ήταν τόσο σουβλερό που αν ερχότανε αεροπλάνα, με τα φτερά θα μας παίρνανε το κεφάλι. Εν πάσg περιπτώσει, το βράδυ στέλνει άλλη ομάδα κι εμείς να κατεβούμε στο χωριό Ροσκά. Έτσι κι έγινε. Κατεβήκαμε. Εκεί ήταν μία διλοχία από τη Μεραρχία του καπετάν Διαμαντή. Κάνανε συνέλευση κι έκαναν προαγωγές: ομαδάρχες σε διμοιρίτες και διμοιρίτες σε λοχαγούς.
Τελευταία είχε σχεδιάσει ο καπετάν Ζαχαρίας κατηγορία για μένα για να με περάσουν στο ανταρτοδικείο με την κατηγορία άρνησης διαταγής κι ένα ψέμα ότι έδειξα σημεία λιποταξίας.
Κι άρχισε η δίκη μου. Όταν ήλθε η σειρά μου να απολογηθώ, τους λέω τους λόγους μου γιατί δεν πήγαινα στο ύψωμα. Αλλά για ζήτημα λιποταξίας είναι ψέματα. Γιατί όλοι που με γνώριζαν, ήξεραν ότι στα Αραποκέφαλα, που ήταν Εθνοφρουρά τότε, βρισκόταν ο αδελφός μου ο Μάνθος και δύο ξαδέλφια μου, αν ήταν θα πήγαινα, δεν θα με πείραζε ο στρατός. Αυτά τους είπε και ένας τιμωρημένος ταγματάρχης, Κουτρούκης στο όνομα, από τα Καστέλια, δεν ξέρω αν ήταν ψευδώνυμο. Το πολιτικό επάγγελμα, δικηγόρος. Με επαίνεσε πολύ ότι είμαι καλός μαχητής και δεν έδειξα ποτέ δειλία. Παρ’ όλα αυτά, έφαγα την ποινή του θανάτου με τρεις μήνες αναστολή, δηλαδή αν σε τρεις μήνες ξανάπεφτα σε παράπτωμα θα με εκτελούσαν.
Με αφοπλίσανε εκεί κι ήμουν σε παρακολούθηση. Εγώ κατάλαβα ότι μέσα στους τρεις μήνες αυτός ο γορίλας ο Ζαχαρίας κάτι θα έβρισκε για να με εξοντώσει.
Εν τω μεταξύ, διαλύσανε την Πολιτοφυλακή τότε και την συμπτύξανε σε μία μονάδα –χώρο τη λέγανε– και γίναμε γύρω στα διακόσια άτομα. Αλλά από τις κακουχίες και την πείνα είχαμε εξαντληθεί.
Κατά τα τέλη Απριλίου του 1949, πήγαμε πάλι προς Βαρδούσια και Γκιώνα γιατί πάλι ο στρατός έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κι εμείς δεν είχαμε πού να σταθούμε.
Εκεί, σε εκείνα τα μέρη, στην Κερασιά, γίνεται μία μάχη, όχι και μεγάλης διάρκειας, τραυματίζεται ένας αντάρτης Μακεδόνας στο μάτι. Εκεί που τον πέρναγε ένας διμοιρίτης να τον πάει σε νοσοκόμο, λέει: «είναι κανένας άοπλος εδώ να πάρει το ντουφέκι;» του λέω: «είμαι εγώ, αλλά είμαι τιμωρημένος», «πάρτο» μου λέει, «μαζί με τα πυρομαχικά κι όταν πάμε προς Ευρυτανία το δίνεις». Το πήρα αλλά με προφύλαξη μην με ιδεί ο Ζαχαρίας και μου το πάρουν πάλι.
Προχωρήσαμε προς το βουνό Οίτη, στην τοποθεσία Πάθενα. Εκεί συνέβη το εξής περιστατικό. Μαζί μας ήταν ένας φαντάρος που εγώ δεν ήξερα αν ήλθε μόνος του στο αντάρτικο ή τον πιάσανε κι ακολούθησε κοντά μας. Είχε ρίξει λίγο χιόνι, ίσα που το κόλλησε επάνω στα ξύλα και στα χορτάρια, αλλά έκανε ένα τσουχτερό κρύο που λέγαμε ότι από το κρύο, την πείνα και το κυνηγητό το καθημερινό από τον στρατό, θα πεθαίναμε.
[Τις κυριότερες συμπλοκές θα διηγηθώ τώρα]
(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)