Γνωρίζουμε τα σημεία που ο κάθε στρατός κρατεί, γιατί είναι περάσματα των νυχτερινών κινήσεων και σίγουρης ενέδρας. Και η θέση Άι-Θανάσης του χωριού Ανιάδα προσφέρεται για σίγουρο καρτέρι. Φτάσαμε περίπου στη θέση που περνάει και ο βατός δρόμος από Βουτύρου και σταματήσαμε. Κρατούμε και την αναπνοή μας για να πιάσουμε κανένα ήχο. Και δεν άργησε να επαληθευτούν οι σκέψεις μας. Ήχος από άδεια κονσέρβα που την κύλησε κάποιος, καθώς και προσεχτικοί ήχοι φωνής. Καινούργιες σκέψεις και αποφάσεις συνοδεύουν τους θορύβους. Φεύγουμε αμέσως. Τώρα δεν θα περάσουμε από τη θέση Λακώματα, σημαντικό σημείο περάσματος. Καθορίζουμε καινούργιο δρομολόγιο: να βαδίσουμε προς τη θέση Πινακάκια, μια συμπαγή βραχολιθιά που σχηματίζει όλη την περιοχή. Δεσπόζει του Μεγάλου Χωριού, αλλά και όλης της ποταμιάς που ποτίζει ο Καρπενησιώτης. Κατά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στα Πινακάκια. Τη στιγμή που φτάσαμε, δυο σκιές έφυγαν γρήγορα προς το δάσος. Ήταν δικά μας παιδιά, που δεν άνθεξαν να γίνει μια αναγνώριση.
Αναπαυτήκαμε για λίγο από την καθημερινή τύρβη κι έπρεπε ν’ ασχοληθούμε με το δείπνο μας. Και ήταν λιτό και πρωτότυπο. Φάγαμε πατάτες άβραστες. Όσο για το μουλαρίσιο κρέας, ευγενικά μας ειδοποίησε με την ευωδιά του. Αμέσως υπέστη έξωση, όπως οι κακοί ενοικιαστές, και πετάχτηκε. Προτιμήσαμε τις πατάτες, υπακούοντας στη λαϊκή σοφία: «Η πείνα βγάζει μάτια». Ένα φεγγαράκι που αρμένιζε στα ουράνια μας ξεγέλασε και κινήσαμε για πιο φιλόξενο λημέρι. Το δρομολόγιο θα πραγματοποιηθεί σε παρθένο έδαφος, γιατί ξετυλίγεται μέσα σε πυκνό βραχότοπο.
Με τη βοήθεια του φεγγαριού, που είχε όρεξη για παιγνίδια παίζοντας το κρυφτούλι, ξεχωρίσαμε κάποιο ίχνος μονοπατιού. Το ακολουθήσαμε. Σε λίγο σταματήσαμε. Εδώ το μονοπάτι έχει έναν μικρό πέτρινο, επίπεδο εξώστη, απόμερο και κρυφό, που τα θεμέλιά του βρέχονται απ’ τα γάργαρα νερά του Καρπενησιώτη. Ώσπου να πάρουμε απόφαση, συνέβηκε κάτι τρομερό. Δύο φαντάσματα, σίγουρα ξεκομμένοι αντάρτες, ποδοτσακίστηκαν να φύγουν και ν’ αφήσουν το ξενοδοχείο ύπνου άδειο. Στις επικλήσεις μας δεν έδωσαν καμιά σημασία. Αφού σταμάτησε και η ανησυχία της καρδιάς μας, πέσαμε να κοιμηθούμε, έχοντας για προσκέφαλο κάποια λιθαράκια που χρησιμοποιούσαν τα δύο φαντάσματα. Καθώς ο ύπνος έρχονταν αργός, εμένα με βασάνιζε η τύχη της Μεραρχίας. Θα περιμένω για λίγο στην περιοχή, μήπως πληροφορηθούμε κάτι. Και αν αρνητικά είναι όλα τα νέα, θα σκεφθούμε τι θα γίνει.
Ξυπνήσαμε και οι δυο από κάποιο εφιαλτικό όνειρο ή από μια παράξενη και ανεξήγητη σύμπτωση. Μπορεί να ήταν και όνειρο. Αλλά σίγουρα πέρασε κάποιος ξεκομμένος αντάρτης, που μας θεώρησε νεκρούς κι έφυγε τρομαγμένος. Σηκωθήκαμε. Η αυγή ροδίζει τις κορφές των βουνών κι εμείς προσπαθούμε να διασκεδάσουμε τη νυχτερινή περιπέτεια. Τώρα πεισματικά προσπαθούμε να μετράμε το χρόνο, για να συγκροτήσουμε κάποιο ημερολόγιο της πορείας μας.
Τον τελευταίο καιρό αγνοούμε τις εποχές, τους μήνες και την ημέρα που διανύουμε. Μόνο από τα φυσικά φαινόμενα υπολογίζουμε στο περίπου την εποχή. Κάνουμε κάποιες ασκήσεις να ξεμουδιάσουμε και καλημερίζουμε τ’ αντικρυνά βραχοβούνια της Χελιδόνας και τους γύρω σκοτεινούς βόθονες.1 Εδώ βρισκόμαστε πραγματικά εμπρός σε μια αληθινή περιπέτεια της γης, που δέχτηκε τη θητεία αμέτρητων αιώνων. Κίνηση, καπνός, τουφεκιά, φωνή, κουδούνια, σάλαγος ούτε φάνηκαν, ούτε ακούστηκαν. Παραδεισιακή γαλήνη κουκούλωνε τα πάντα. Λες και ήταν μια διαβολική συμμετοχή βρυκολάκων, που τα νυχτερινά τους δρομολόγια άφηναν τη σφραγίδα τους σε τούτη την επικίνδυνη λαμπρότητα.
Ξεκινήσαμε βαδίζοντας πάνω στο αρχαίο μονοπάτι. Σε μια λαγκαδιά το χάσαμε. Και καθώς ψάχναμε για κάποια διέξοδο, διακρίναμε ένα ποτιστικό αυλάκι, σκαμμένο στα στήθια του βράχου. Ήταν χορταριασμένο και αχρησιμοποίητο. Το χωριό, η Καρύτσα Καρπενησίου, που φάνηκε σε λίγο, είχε εκπατρισθεί, όπως όλη η ορεινή Ελλάδα. Σε λίγο χρόνο το αντικρύσαμε το έρημο χωριουδάκι. Τα παλιακά του γκρίζα σπίτια, λασπόχτιστα τα περισσότερα, έμοιαζαν μ’ ένα σμήνος παράξενων πουλιών πάνω στην πέτρινη εξέδρα, έτοιμα να πετάξουν, μα κάποια δύναμη τα κάρφωσε στη θέση τους. Χωρίς αργοπορία καλυφτήκαμε κάτω από ένα ψηλόκορμο έλατο, αρχίζοντας και την πρώτη παρατήρηση της ημέρας.
Άκρα του τάφου σιωπή! Σε κανένα βράχο, σε καμιά ραχούλα ή στα εγκαταλειμμένα χωράφια, δεν διαπιστώσαμε κίνηση ή κάποιον ήχο. Εκείνο που κερδίσαμε –αν αυτό θεωρείται κέρδος– ήταν το θέαμα μιας άγριας, βουνίσιας σκηνογραφίας. Ένας χορός γυμνών βουνών: Καλιακούδα (2.100), Χελιδόνα (1.980), Αραποκέφαλα (1.900), η Τριανταφυλλιά, το Πλατάνι. Είναι μια άγρια όψη της ευρυτανικής γης. Ανάμεσά τους κυλάει τα κρύα νερά του ο Καρπενησιώτης, που έχει πολλές πέστροφες. Σε κάμποσα σημεία, παλιότερα, έσμιγαν οι βράχοι της και ο ποταμός είχε ανοίξει μια μικρή έξοδο. Αυτή την τοποθεσία ο λαός την ονόμασε Κλειδί. Χρόνια έσκαβαν για να ξεκολλήσουν τους βράχους. Χαμηλότερα υπάρχει ένας θεόρατος γυαλιστερός βράχος, που κι εδώ οι εργάτες άνοιξαν ένα μονοπάτι. Πάνω του φαίνονται κάτι πετρώματα σαν πατημασιές. Ο λαός τον ονόμασε Τύπωμα, γιατί η Παναγία άφησε τ’ αχνάρια της. Η λαϊκή πίστη, η μόνη που απόμεινε στον εγκαταλειμμένο λαό, αυτή απόμεινε να τον συνοδεύει στις δυσκολίες του και στη φτώχια του.
Μας υποδέχεται, σε κάθε βήμα μας, το τιτίβισμα χιλιάδων ξέγνοιαστων πουλιών, που τραγουδούνε τον έρωτά τους. Κι ένας καταγάλανος ουρανός με τον ξανθό ήλιο και το προσωπείο μιας επικίνδυνης γαλήνης, σαν να ευλογεί τα δύο ερημοχώρια Καστανιά και Δερμάτι που άπλωσαν τα πέτρινα χέρια τους σε χαιρετισμό. Για μια στιγμή νιώσαμε πως είμαστε κάποιοι νέοι μιας άλλης εποχής, καβαφικής. Δεν είμαστε ξεκομμένοι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, που γυρεύουν να βρούνε το τμήμα τους, να συνεχίσουν τον αγώνα, μα παράξενοι επισκέπτες μιας δαιμονικής εποχής. Μπήκαμε στην Καρύτσα σαν θαρραλέοι από μια ιδεατή πραγματικότητα που πλάσαμε για λίγο.
Την ίδια στιγμή αρχίσαμε το ψάξιμο των σπιτιών. Δεν ψάχνουμε να βρούμε τον «κρυμμένο θησαυρό». Μας αρκούσε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο αλάτι, κρεμμύδια, φασόλια, καμιά κονσέρβα. Δεν βρήκαμε τίποτα, αφού τα σπίτια αυτά είχαν ερευνηθεί χιλιάδες φορές. Δεν έφταναν τ’ αντάρτικα ψαξίματα, έψαχναν και οι φαντάροι. Αυτοί δεν έψαχναν για τροφή. Έβγαζαν τα καλά πόμολα από τις πόρτες, έπαιρναν νταμιτζάνες, ξεχασμένους καθρέφτες σπιτικούς. Κι ακόμα έψαχναν για καταφύγια όπου οι εκπατρισμένοι χωρικοί έκρυψαν ό,τι πολύτιμο είχαν. Και τα πουλούσαν τα φανταράκια.
Γνωρίζω καλά την περιοχή, γιατί το 1936 ή ’37 πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος στο Δερμάτι, που βρίσκονταν κουρνιασμένο στην κορυφή του αντικρυνού μας βράχου. Για να σχηματίσετε μια ιδέα της γεωλογικής κατασκευής του τόπου, στο χωριό δεν υπήρχαν αρσενικοί γάιδαροι, μα θηλυκές γαϊδουρίτσες. Και υπόφεραν από σεξουαλική πείνα. Στην περίοδο του μαγιάτικου οργασμού, λόγω του ότι δεν υπήρχε έδαφος παρά βράχος, τα δυστυχισμένα τετράποδα δεν μπορούσαν να έχουν ούτε ένα αρσενικό φίλο. Ας όψεται η εδαφική διαμόρφωση του χωριού, που δεν άφησε να γευτούν την υπέροχη στιγμή της διαιώνισης του είδους.
Απ’ αυτό τον ξερόβραχο ξεκίνησα στις 28 Οκτωβρίου 1940 για την Αλβανία. Πάλι πεζοπορία ως το Καρπενήσι. Εκεί ένα λεωφορείο –σαράβαλο– που έγραφε «Χαλάνδρι-Αθήνα» μας παρέλαβε και μας άδειασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου. Κι ύστερα τραβήξαμε προς το βοριά. Την προηγούμενη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κάλεσε ο έπαρχος Ευρυτανίας να μου ανακοινώσει ότι για σοβαρούς λόγους με μεταθέτει στο Τροβάτο Ευρυτανίας. Δεν ήμουν γραμμένος στην ΕΟΝ. Φεύγοντας, ψιθύρισα: «Καλύτερα πόλεμος». Την 28η Οκτωβρίου βάδισα προς το Δερμάτι να παραλάβω τα πράγματά μου. Καθώς ανέβαινα τη μεγάλη ανηφοριά, πέντε κάτασπρα αεροπλάνα πέρασαν πάνω από τη Χελιδόνα. «Πόλεμος! Ο Φασισμός μας κήρυξε πόλεμο. Ας βιαστώ!» Στη ράχη που έφτασα, εκεί ήταν και το σχολείο, με περίμενε ο χωροφύλακας να μου δώσει το κάλεσμα. Το πήρα κι έφυγα βιαστικά. Η φωνή της πατρίδας με κάλεσε, όπως και δυο φορές ακόμα. Στα χρόνια της μεγάλης Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού.
Αλλά ας επανέλθουμε στην τραγική μας κατάσταση και τα προβλήματα, που μας φαίνονται άλυτα. Πρότεινα στον Τσεπά, γιατί γνώριζα καλύτερα το χώρο, να βαδίσουμε για την τοποθεσία Ασπρούδια, όπου οι Καρυτσιώτες καλλιεργούσαν τις πεζούλες τους μ’ επιμέλεια. Κυκλώπεια τείχη συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα, που τις περισσότερες φορές ήταν φερτό από τις εσοχές των βράχων. Στην κεφαλή κάθε ξερολιθιάς φύτευαν ένα διαλεχτό κλήμα και δίπλα του ένα κέδρινο παλούκι για την αναρρίχηση του κλήματος. Από αυτά οι φτωχοί χωρικοί τρυγούσαν ωραία σταφύλια κι εξασφάλιζαν το κοκκινέλι τους. Ακόμα υπήρχαν καρποφόρα δέντρα, όπως μουριές, κερασιές, συκιές, που αποτελούσαν τα στολίδια της πεζούλας.
Όσα γράφω εδώ μπορεί να μην είναι ελκυστικά για τον αναγνώστη, είναι όμως αληθινά. Και σ’ αυτό διαφέρουν από τα σύγχρονα γραπτά σήριαλ ή άλλα σεξουαλικά κι εγκληματικά δρώμενα. Εδώ ξετυλίγεται μια άγνωστη πραγματικότητα, μέσα σ’ ένα διαβολικό σκηνικό, που δεν γράφτηκε αλλού και θα το ζήλευε και ο Όργουελ.
Ο Τσεπάς συμφώνησε με την πρότασή μου και ξεκινήσαμε για τ’ Ασπρούδια, που βρίσκονταν μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό. Παρατηρούμε προσεκτικά την περιοχή και κάπου-κάπου το βατό δρόμο που είναι στην αντικρυνή βραχόπλακα και οδηγεί στο ξακουστό μοναστήρι του Προυσού. Με προσοχή ελέγχουμε τα Χάνια Καρύτσας, αντίκρυ μας κι αυτά, μήπως παρατηρήσουμε κάποια κίνηση. Τίποτα! Μια νεκρή περιοχή αντίκρυ μας φράζει τον ορίζοντα, ντυμένη τα πιο παράξενα πετρώματα. Φαίνεται πως ο στρατός άρχισε ν’ ανεβαίνει προς το βοριά να φτάσει στα σύνορα, ξεκαθαρίζοντας τα οχυρά του «Δ.Σ. ΓΡΑΜΜΟΣ-ΒΙΤΣΙ». Αντιγράφοντας τη δική μας ταχτική, βαδίζει τη νύχτα, στήνει ενέδρες, κάνει αιφνιδιασμούς, πιάνει αιχμαλώτους ξεκομμένους αντάρτες και τους παρουσιάζει για ηγέτες των συμμοριτών.
Μ’ ας συνεχίσουμε κι εμείς το έργο μας. Ψάχνοντας από πεζούλα σε πεζούλα, βρήκαμε ξεχασμένα κρεμμύδια, μαζέψαμε σταφίδες από κερασιές και μουριές που ήταν πεσμένες κάτω στα καρποφόρα δέντρα. Έτσι σιγά-σιγά, ερευνώντας και σκαρφαλώνοντας στους τοίχους για να ελέγξουμε την καινούργια πεζούλα, αντικρύσαμε να προβάλλεται τμήμα από κάνη τουφεκιού που κινούνταν αργά προς ακαθόριστη κατεύθυνση. Έψαχνε και ο ιδιοκτήτης της κάτι να βρει… Πήραμε την απόφαση να υπερφαλαγγίσουμε την πεζούλα από τις δυο άκρες της, ανεβαίνοντας στην υπερκείμενη πεζούλα και για να κάνουμε πλήρη αναγνώριση και να πιάσουμε θέση, για καλό και για κακό.
Σε λίγο συλλάβαμε τον μακαρίτη Χρήστο Κατή, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού και παλιό συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Καρπενησιού. Όλη η οικογένειά του ήταν στον αγώνα, ενώ ο αδερφός του ο Φώτης, συμμαθητής μου κι αυτός, ένας λαμπρός νέος, σκοτώθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Η πρώτη ερώτησή μας ήταν αν γνωρίζει κάτι για την παρουσία της Μεραρχίας Διαμαντή στην περιοχή. Όχι, δεν έμαθε, δεν είδε, δεν άκουσε. Ύστερα μας πληροφόρησε ότι κάτω από το ύψωμα της Καλιακούδας Κεραμίδι υπάρχει ένα μεγάλο επίπεδο χωράφι, γεμάτο κερασιές κι ένα μικρό σπιτάκι. Μας είπε ακόμα πως υπάρχουν αντάρτες κι αντάρτισσες που μαγειρεύουν. Δηλαδή, φκιάνουν συσσίτιο. Αποχαιρετήσαμε τον Χρήστο Κατή, χωρίς να τον ρωτήσουμε για τη λούφα του κι αρχίσαμε την ανάβαση για το χωράφι με τις κερασιές. Ελπίζαμε πως μπορεί κάτω να γνωρίζουν ή να έχουν κάποια σύνδεση, αφού ήταν τμήμα επιμελητείας.
Ανεβαίνουμε σαν εκείνους τους εκδρομείς που έπαθαν ομαδική αμνησία. Μπήκαμε στον πυκνό ελατιά κι ένα δροσερό, χιλιοπατημένο μονοπάτι μας οδηγεί προς το χωράφι με τις κερασιές. Κάποια φορά φτάσαμε στο χείλος μιας βαθιάς λαγκαδιάς, στρωμένης σχεδόν με λευκή πλάκα, μονοκόμματη. Ήταν μοιρασμένη η ραχοκοκαλιά της σε αναβαθμούς, ύψους 2-3 μέτρων περίπου. Από το ύψος κάθε σπόνδυλου χύνονταν ένας μικρός καταρράχτης σε μια βαθιά λεκάνη. Και συνεχίζονταν αυτή η αρχιτεκτονική ως το μεγάλο γκρεμό, που δέσποζε στον Κρικελοπόταμο. Περάσαμε το χαντάκι και σε λίγο σταματήσαμε εμπρός στο χαμηλό σπιτάκι. Εκεί συναντήσαμε τον επιμελητή Δημήτρη Κατσούδα από το Καλεσμένο Ευρυτανίας και μερικούς αντάρτες κι αντάρτισσες, που δεν θυμάμαι τα ονόματα. Κινούνταν προς το μαγειρείο, μέσα σε μια μακαριότητα που δημιουργούσε το ωραίο τοπίο, αμέριμνοι κι αδιάφοροι για μας, τους καινούργιους επισκέπτες. Αδιάφοροι για όλα!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. βόθονας (βόθυνος): λάκκος, όρυγμα εντός του εδάφους.
Της νύχτας τα καμώματα
(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β´, 1, Βιβλιόραμα, 2009)