Τραβιόμαστε πάλι σε μισοκαλυμμένο μέρος. Γύρω μας, εκτός απ’ το κτίσμα του συνοριακού σταθμού και τους στρατιώτες, κανένα σημάδι για χωριό, καμιά παρουσία πολίτη.
Σε λίγο δίνεται η άδεια: λίγοι-λίγοι πλησιάζουμε τη συστάδα των δένδρων όπου η βρύση. Πίνουμε λαίμαργα νερό, βάζουμε λίγο στα παγούρια, ρίχνουμε βιαστικά δυο χουφτιές στα ξαναμμένα πρόσωπα και, πειθαρχικοί, γυρίζουμε πάλι στην κάλυψη.
Μετά το φρεσκάρισμα αυτό, ήρθε άλλη ευχάριστη έκπληξη: δυο καμιόνια κατηφορίζουν από μακριά σηκώνοντας σκόνη και σε λίγο σταματούν στον συνοριακό σταθμό. Δεν περνά πολύ ώρα και μόνο οι διοικητές μας πλησιάζουν το κτίριο. Γυρνούν βαρυφορτωμένοι με κάτι κοφίνια.
Μας μοιράζουν από ένα μεγάλο κομμάτι μπομπότα και λίγες ελιές.
Παντεσπάνι η μπομπότα. Και νοστιμότατο προσφάι οι ελιές.
Ας είναι καλά ο Εμβέρ Χότζα.
Για όλα μεριμνούν οι Αλβανοί σύντροφοί μας.
Όλη τη μέρα ξάπλα στο χώμα. Πολλοί τον πήραμε για καλά.
Κάποιος Σλαβομακεδόνας, που είχε προσβληθεί από πολεμίτιδα, σηκώνεται, πέφτει πάλι κάτω κι αφρίζοντας και συνταράσσοντας όλο το κορμί, μ’ άναρθρες κραυγές, αναπαριστάνει ολόκληρη μάχη. Η ασθένεια αυτή είναι μεταδοτική και το κακό δεν άργησε να πιάσει κι άλλους δυο-τρεις αντάρτες. Για λίγα λεπτά ο πρόχειρος καταυλισμός μας εμφάνισε εικόνα πολεμικής σύγκρουσης. Τους ησυχάσαμε με δυσκολία. Τους βάλαμε σε σκιά να κοιμηθούνε και μεις γυρίσαμε απ’ το άλλο πλευρό να ξεκουραστούμε.
Μόλις νύχτωσε για καλά, βρισκόμαστε στο πόδι.
Βαδίζουμε πάλι μες στο σκοτάδι. Σε στρωμένους, φαρδύτερους, τώρα δρόμους. Πάλι χωρίς φωνές, χωρίς ν’ ανάψεις τσιγάρο. Ξεκούραστοι όμως κάπως τώρα, με τα τρίμματα της μπομπότας στο σακίδιο και με λίγες σταγόνες στο παγούρι, η πορεία αυτή μας φαίνεται περίπατος.
Προτού καλοξημερώσει σταματούμε κάπου.
Πολύ κοντά μας, απέναντι, διακρίνεται ένα συγκρότημα από πολλά χαμηλά μακρόστενα χτίρια. Στο μέσο τους δεσπόζει ένα δίπατο σπίτι.
Φτάσαμε στο Μπουρέλι –όπως μας το ’παν αργότερα.
Τι ήταν το Μπουρέλι;
Άδειες ή αδειασμένες για μας ίσως, στρατώνες. Από κάπου ακούγονταν το κελάρισμα τρεχούμενου νερού. Από ένα ακρινό κτίσμα –κουζίνα σίγουρα– έβγαινε καπνός ενώ από άλλα χτίρια, ξεπρόβαλλαν πότε-πότε άνδρες, με το βρακί μόνο. Προχωρούσαν, χάνονταν κάπου για φυσική ανάγκη και ξαναγύριζαν στα χτίρια. Φαίνεται, πως άλλοι προηγήθηκαν από μας. Και σημάδι, πως εδώ θα σταλίζαμε.
Ξημέρωσε για καλά. Και τότε φάνηκε πως, εκτός απ’ τα χτίρια, υπήρχανε στον περίγυρο και στημένες σκηνές.
Χωρίς άλλη κουβέντα, χωρίς καμιά ενημέρωση και εξήγηση μας μοίρασαν σε χτίρια και σε σκηνές. Οι χαμηλές ξύλινες κουκέτες μάς φάνηκαν κρεβάτια με πούπουλα.
Στο δίπατο χτίριο δεν κατευθύνανε κανένα. Όπως καταλάβαμε αργότερα, σ’ αυτό έδρευε το …Στρατηγείο. Βλέπαμε να μπαινοβγαίνει σ’ αυτό ο Γούσιας, να δίνει φωναχτά διαταγές, να θυμώνει, ν’ αναστατώνει το στρατόπεδο.
Στο ίδιο δίπατο χτίριο, κάτω απ’ το «Στρατηγείο» ήταν εγκατεστημένο το τυπογραφείο του Γενικού: κάσες με στοιχεία, λίγοι σελιδοθέτες, μάρμαρο, κι ένα ποδοκίνητο πιεστήριο. Μεταφέρθηκε κι αυτό με δυσκολίες και κινδύνους.
Στο τυπογραφείο αυτό συνεχίστηκε και στο Μπουρέλι να εκδίδεται, σε μικρό σχήμα, το «Δελτίο Ειδήσεων». Μοιράζονταν σε μας, αλλά στέλνονταν και στις ανταρτοομάδες που έμειναν πίσω μας για να το κυκλοφορούν… στο εσωτερικό. Ζαχαριάδικο τερτίπι κι αυτό. Για να διασκεδαστεί η εντύπωση της ήττας, για να ενισχυθεί η αίσθηση πως δεν πρόκειται για υποχώρηση αλλά για «στρατηγικό ελιγμό», πως στην Ελλάδα μάχονται οι «οπισθοφυλακές» μας και πως, να, «όπου να ’ναι πλακώνουμε πάλι»…
Τι διαβάζαμε στο «Δελτίο»; Τα παραπάνω που αναφέρθηκαν μαζί με τα ψέματα «για την αποτελεσματική δήθεν δράση των ανταρτοομάδων», «για τη θερμή και μεγάλη υποστήριξη που δίνει σ’ αυτές ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας».
Πότε, αυτά;
Όταν στην πατρίδα αριστερός δεν κοτούσε να χαιρετήσει φανερά ομοϊδεάτη του…
[Τραβιόμαστε πάλι σε μισοκαλυμμένο μέρος]
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)